Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Ποιες γυναίκες θεωρούν σέξι οι άνδρες;

Όταν ο άνδρας διαλέγει σύντροφο σίγουρα η εξωτερική εμφάνιση παίζει πρωταρχικό ρόλο. Οι ερευνητές όμως από ότι φαίνεται δεν έμειναν σε αυτό και θέλησαν να πάνε ένα βήμα παραπέρα και να εξακριβώσουν ποια είναι τα χαρακτηριστικά των γυναικών που ελκύουν σεξουαλικά τους άνδρες.
Έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Sexual Medicine απέδειξε ότι οι άνδρες ελκύονται σεξουαλικά από την εξωτερική ομορφιά αλλά και από τα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα τους που έχουν να κάνουν με το κατά πόσο είναι παιχνιδιάρες, πρόθυμες, τρυφερές και λένε ευχαριστώ.
της αρέσουν τα παιχνίδια
Όπως προέκυψε από την μελέτη οι γυναίκες που παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους δεν είναι σέξι. Αντίθετα, οι γυναίκες που είναι αρκετά άνετες για «παιχνίδια», φλερτ και που δεν ανησυχούν ότι ρισκάρουν την φήμη τους θεωρούνται πιο ελκυστικές.
Για την ακρίβεια, οι άνδρες θεωρούν το «παιχνίδι» σημάδι ωριμότητας σε μία γυναίκα –δείχνει ότι αυτή αγαπά την ζωή και δεν ντρέπεται να το δείξει.
είναι όμορφη
Μπορεί η εξωτερική ομορφιά να είναι ένα θέμα που χωρά πολύ συζήτηση αφού τα στάνταρντ για κάθε άνδρα διαφέρουν αλλά αυτά στα οποία οι περισσότεροι άνδρες συμφωνούν ως κριτήρια ομορφιάς σε μία γυναίκα είναι:
το ντύσιμο που κολακεύει την σιλουέτα της, περιποιείται τον εαυτό της και ενδιαφέρεται για το πώς την βλέπουν οι άνδρες, ακόμα κι α το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ απλό και χαλαρό.
Ωστόσο λίγοι είναι οι άνδρες που βρίσκουν σέξι μία γυναίκα που προσπαθεί υπερβολικά να δείχνει ωραία.
από έξω εμφάνιση και από μέσα άνεση
Η πλειοψηφία των ανδρών θέλουν μία γυναίκα που είναι άνετη πάντα και που μιλά ώριμα για το σεξ –όταν η περίσταση είναι κατάλληλη. Την ίδια στιγμή θεωρούν ακαταμάχητες τις γυναίκες που τους θαυμάζουν και τους δίνουν κίνητρα να κυνηγήσουν τα όνειρά τους.
είναι τρυφερή
Όσο κι αν δεν το δείχνουν οι άνδρες λατρεύουν τη σωματική επαφή. Και η γυναίκα που το γνωρίζει αυτό και την προσφέρει απλόχερα θεωρείται από αυτούς πολύ σέξι.
λέει «ευχαριστώ»
Από ότι φαίνεται οι άνδρες εκτιμούν βαθύτατα την γυναίκα που δεν παραλείπει να εκφράζει την ευγνωμοσύνη της.
είναι πρόθυμη
Η γυναίκα που έχει κανόνες αλλά μπορεί και να τoυς παραβλέψει είναι πολύ σέξι σύμφωνα με τα λεγόμενα πολλών ανδρών.
φιλάει υπέροχα
Κάθε άνδρας θέλει παραπάνω πράγματα από μία γυναίκα που ξέρει να φιλάει. Το φιλί μπορεί, μάλιστα, να εκτινάξει το σεξ απίλ της γυναίκας μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα.
γελάει κυρίως με τα αστεία του
Όταν η γυναίκα γελά με τα αστεία του συντρόφου της θεωρείται πολύ σέξι. Πάντως οι άνδρες απ΄ότι φαίνεται δεν ενδιαφέρονται για γυναίκες που λένε ανέκδοτα κάθε λίγο και λιγάκι, αλλά για γυναίκες με καλή αίσθηση του χιούμορ.

Τα Φαλληφόρια η εορταστική πομπή για τις αναγεννησιακές δυνάμεις της φύσης

Τα Φαλληφόρια ήταν εορταστική πομπή, μέρος των Διονυσίων. Γίνονταν το μήνα Ποσειδεώνα.
Στην πομπή προπορευόταν ο φαλλός, σύμβολο της γονιμότητας και της βλάστησης. Όσοι ακολουθουσαν ήταν μεταμφιεσμένοι σε Σειληνούς, Σατύρους και Βάκχες. Κρατούσαν στα χέρια τους θύρσους, φαλλούς, κρατήρες με νέο κρασί, χόρευαν και τραγουδούσαν φαλλικά τραγούδια. Επίσης καλούσαν το Φάλλη, ακόλουθο του Διονύσου και προσωποποίηση του φαλλού, να προσέλθει και να γιορτάσει μαζί τους.Στη γιορτή αυτή επίσης γίνονταν και χοροί στο θέατρο των Αθηνών από άνδρες, αλλα και μερικες γυναίκες ,που ήταν μεταμφιεσμένοι σε Βάκχες ,Νύμφες και Ώρες, κατώτερες θεότητες οι οποίες  προσωποποιούσαν τις φυσικές δυνάμεις που προστάτευαν τη βλάστηση και ανθοφορία της άνοιξης και την καρποφορία του καλοκαιριού.

Οι μεταμφιέσεις αυτού του είδους απέβλεπαν στο να ενεργοποιήσουν μέσα στο χειμώνα τις αναγεννησιακές δυνάμεις της φύσης, να αποτρέψουν τις αντίθετες κακοποιές δυνάμεις και να δώσουν τον τόνο, ιδίως οι βακχικές μεταμφιέσεις, ενός ξέφρενου ξεφαντώματος.Τα Διονύσια ήταν αγροτική καθαρά γιορτή.Πυρήνας των εορταστικών εκδηλώσεων ήταν κι εδώ μια πομπή, η πομπή του φαλλού. Ο μπροστάρης της πομπής κρατούσε αμφορέα γεμάτο κρασί και μια κληματόβεργα,έπειτα ακολουθούσε κάποιος που τραβούσε ένα τράγο, ζώο σύμβολο της γονιμοποιητικής δύναμης που θυσιαζόταν στο θεό Διόνυσο.Στη συνέχεια ερχόταν άλλος  με κάνιστρο από λυγαριά γεμάτο με ξερά σύκα και τελικά εκείνος που περιέφερε ψηλά πάνω σε κοντάρι το φαλλό , το κατεξοχήν σύμβολο των γονιμοποιητικών δυνάμεων. Για την πομπή αυτή στην αρχαία απλή και τη μεταγενέστερη πολυτελή της μορφή μάς μιλά ο Πλούταρχος στο έργο του " Περί φιλοπλουτίας" 527d  :
 
''... , όρα μη πομπήν επαινούντι και πανήγυριν μάλλον ή βίον έοικας. η πάτριος των Διονυσίων εορτή το παλαιόν επέμπετο δημοτικώς και ιλαρώς˙ αμφορεύς οίνου και κληματίς, είτα τράγον τις είλκεν, άλλος ισχάδων άρριχον ηκολούθει κομίζων, επί πάσι δ' ο φαλλός. αλλά  νυν ταύτα παρεώραται και ηφάνισται χρυσωμάτων παραφερομένων και ιματίων πολυτελών και ζευγών ελαυνομένων και προσωπείων ˙ ούτω τα  αναγκαία του πλούτου και χρήσιμα τοις αχρήστοις κατακέχωσται και τοις περιττοίς.''
 
Η φαλλική πομπή απέβλεπε στη μεταβίβαση των γονιμοποιητικών δυνάμεων, που συμβόλιζε ο φαλλός, στη γη και στην ενεργοποίηση των παραγωγικών της δυνάμεων για μια νέα χρονιά με καλή σοδειά. Η τιμητική για το θεό Διόνυσο πομπή με το φαλλό μπροστά αναρτημένο πάνω σε κοντάρι λεγόταν Φαλληφόρια  ή Φαλλαγώγια.Οι εορταστές που μετείχαν σ' αυτήν μεταμφιέζονταν, έβαφαν τα πρόσωπά τους ή φορούσαν προσωπίδες, στεφανώνονταν με στεφάνια  από κισσό και είχαν αναρτημένους από το λαιμό και τη μέση τους φαλλούς. Ευθυμούσαν πίνοντας από το νέο κρασί της χρονιάς, τραγουδούσαν βωμολοχικά και περιπαιχτικά τραγούδια, τα λεγόμενα  φαλλικά, και χόρευαν κωμικούς χορούς. Οι εορταστικές εκδηλώσεις αυτού του είδους αποτέλεσαν τον πυρήνα για την γένεση της  κωμωδίας.Ο Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του  "Περί ποιητικής" αναφέρει πως η κωμωδία προήρθε από τους "εξάρχοντας τα φαλλικά" , από εκείνους δηλαδή που στα φαλλικά τραγούδια έκαναν την αρχή κι ακολουθούσαν οι άλλοι απαντώντας ή επαναλαμβάνοντας ( Αριστοτέλους  Περί ποιητικής 1449a, στίχοι 9-15):
 
''Γενομένης δ' ουν  απ' αρχής αυτοσχεδιαστικής και αυτή και η κωμωδία, και η μεν από των εξαρχόντων τον διθύραμβον, η δε από των τα φαλλικά,  α έτι και νυν εν πολλαίς των πόλεων διαμένει νομιζόμενα, κατά μικρόν ηυξήθη, προαγόντων όσον εγίγνετο φανερόν αυτής, και πολλάς μεταβολάς μεταβαλούσα η τραγωδία επαύσατο, επεί έσχε την αυτής φύσιν.''
 
Στις εορταστικές εκδηλώσεις των μικρών Διονυσίων περιλαμβάνονταν και λαϊκά παιχνίδια με κυριότερο εκείνο του ασκωλιασμού . Σ' αυτό κάποιος  πηδούσε πάνω σε ασκό από δέρμα τράγου αλειμμένο  με λάδι και προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπία, πράγμα που δεν ήταν εύκολο να το καταφέρει και πέφτοντας προκαλούσε το γέλιο των θεατών
 
 
 Ο Τελεστικός θίασος "Διόνυσος Ελευθερεύς" και η Λατρευτική κοινότητα "Λάβρυς" διοργάνωσαν την πρώτη σύγχρονη τέλεση των Φαλληφορίων, η οποία και πραγματοποιήθηκε στο ιστορικό κέντρο των Αθηνών, το Σάββατο 1 Μαρτίου 2014
 
O ''Παρμενίδης'' Ιωάννης Μπουσίου πρωτεργάτης των προσπαθειών αυτών έδωσε μια εξαιρετική συνέντευξη στα Φαινόμενα του Ελ. Τύπου, για το παρελθόν και το παρόν των φαλληφορίων.
  
Τι ακριβώς ήταν τα Φαλληφόρια στην αρχαία Ελλάδα και σε ποιες περιοχές εορτάζονταν;
Τα Φαλληφόρια ονομάζονταν μία εορτή που επιτελούνταν στην Αττική στα πλαίσια των κατ’άγρους Διονυσίων. Γενικότερα όμως οι Φαλλικές τελετουργίες ήταν άμεσα συνυφασμένες με την Λατρεία του Διονύσου,  άρα όπου συναντάμε τελετές Διονυσίων συναντάμε και Φαλληφορίες εφόσον αυτές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτών των εορτών. Με το γεγονός ότι οι διονυσιακές τελετουργίες ήταν ευρέως διαδεδομένες σε όλη την γεωγραφική επικράτεια του ελληνισμού αντιλαμβανόμεθα το εκτεταμένο μέγεθος και την ισχύ των φαλληφορικών εορτών. Το κυρίαρχο μέρος της εορτής ήταν η περιφορά του φαλλού εν πομπή γι αυτό και μια εξίσου γνωστή ονομασία της τελετής ήταν και Φαλλαγώγια.  Κατά την πορεία της πομπής άντρες μεταμφιεσμένοι σε Σιληνούς, Σατύρους και Βάκχίδες, με θύρσους δάδες και ξύλινα ραβδιά που κατέληγαν σε δερμάτινους φαλλούς, χόρευαν γύρω από το περιφερόμενο ξόανο του Διονύσου, ενώ προπορεύονταν πάντα το  Φαλλικό άρμα. Κατά την πορεία βέβαια οι μετέχοντες της πομπής έπιναν από δερμάτινους ασκούς οίνο και περιέπαιζαν τους περαστικούς, και με φαλλικά τραγούδια καλούσαν τον Διόνυσο–Φαλλήνα (προσωποποίηση του φαλλού) να έρθει να γιορτάσει μαζί τους. Όταν το ξόανο έφτανε στο προορισμό του ακλουθούσαν πάλι χοροί και φαλλικά άσματα αλλά και η συνακόλουθη ευωχία όλων των συμμετεχόντων με το άνοιγμα και την πόση από τα αγγεία που περιείχαν τον   διονυσόγευστο οίνο. Υπήρχε μάλιστα και ένα ειδικό τελετουργικό αγγείο-ρυτό το οποίο, έκτος από την οικιακή λατρευτική χρήση του,  πολύ πιθανών να χρησιμοποιούνταν και σε οινοποσίες των φαλληφορικών δρωμένων

Τι συμβόλιζαν αυτού του είδους οι εορτασμοί; Υπάρχει κάποια σχέση με διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στη φύση;
Η λατρεία, και πιο συγκεκριμένα, η λιτανεία-περιφορά του φαλλού ως απεικονιστικό σύμβολο της γονιμότητος σαφώς και αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των γονιμικών τελετών που συνέδραμαν στην διασφάλισης της ευκαρπίας και ευγονίας. Οι εορτασμοί αυτοί υπήρξαν ένα είδος τελετουργίας της γονιμότητος όπου αναπαραστόυσαν, τόσο με την αρχέγονη μαγικό-θρησκευτική τους μορφή όσο και με το χαρακτήρα της μιμητικής αναπαράστασης, τον θάνατο του παλιού μέσα από την παγωνιά του χειμώνα, προς το ξεκίνημα-την αναγέννηση  του νέου που οδηγεί στην απελευθέρωση και την ανανέωση της ζωής. Γι αυτό αλώστε οι τελετουργίες αυτές λαμβάνουν χωρά σε αυτήν την μεταιχμιακή εποχή του τέλους του χειμώνα προς την αρχή της πολυπόθητης ανοίξεως.
imageΑττική μελανόμορφη κύλικα περ. 550 π.Χ. Εθνικό Αρχ. Μουσείο Φλωρεντίας, αρ. ευρ. 387.Απεικονίζει Φαλλική πομπή με οκτώ ιθυφαλλικούς άντρες που μεταφέρουν το άρμα των Φαλληφορίων  που αποτελείται από έναν ευμεγέθη ξύλινο φαλλό σε σχήμα αλετριού  που καταλήγει σε βάλανο στην οποία είναι ζωγραφισμένη οφθαλμός. Ένας πελώριος σχεδιασμένος γενειοφόρος Σάτυρος ακουμπά πάνω στο φαλλό   ενώ ένας άντρας στην κορυφή μοιάζει να ιππεύει το άρμα κρατώντας ένα λευκό μουσικό κέρας
Πώς αντιμετώπιζαν οι αρχαίοι τη θέαση των φαλλικών συμβόλων σε κοινή θέα; Το ρωτώ αυτό διότι το σύγχρονο κοινωνικό status είναι τελείως διαφορετικό.
Αξίζει να σημειώσουμε αρχικά ότι ο φαλλός κατά την αρχαιότητα λειτουργούσε στην καθημερινότητα του έλληνα και με αποτροπαικό – φυλακτήριο σκοπό αφού θεωρούνταν ότι η απεικονιστική του παρουσία και μόνο προφυλλάσει και κρατά μακριά κάθε λογής επιβουλή που μπορεί να προέρχονταν από εξωγενής κακόβουλες δυνάμεις, γι αυτό και πολύ συχνά έξω απ τα σπίτια τους υπήρχαν φαλλικά σύμβολα που διασφάλιζαν την ακεραιότητα του ιδιωτικού τους χώρου.  Επίσης, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο διακεκριμένος γλωσσολόγος Μ. Κοπιδάκης στο άρθρο του “Και Διονύσου αρχαιότερα”,  «Ακόμη και στους τάφους οι φαλλικές απεικονίσεις δεν είναι σπάνιες. Ο φαλλός υποδηλώνει τη μακαριότητα της μετά θάνατον ζωής, διασφαλίζει τη γαλήνη του νεκρού και προοιωνίζεται τη μέλλουσα αναγέννηση ή ακόμη και την εκ νεκρών ανάσταση!». Και από τις δύο παραπάνω διαπιστώσεις αντιλαμβανόμεθα το πόσο εξοικειωμένοι ήταν οι πρόγονοί μας με την έννοια του φαλλού και πόσο ενταγμένη ήταν η παρουσία του συμβόλου σε όλες τις εκφάνσεις του καθημερινού τους βίου. 

imageΦαλλόσχημο ρυτό τέλη του 3ου αι. π.Χ. Από την αγορά της Πέλλας,  αρ.ευρ. 83.940. Πήλινο τελετουργικό αγγείο από την μία πλευρά με την  μορφή κανθάρου ενώ από την άλλη σε μορφή βαλάνου εν στύσει.  Πολύ πιθανών εκτος από την αμιγώς τελετουργική οικιακή λατρεία να  χρησιμοποιούνταν κατά τις σκωπτικές τελετές των Φαλληφορίων.




 
Θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποστηρίξει κανείς πώς το σύγχρονο Καρναβάλι έχει τις ρίζες του στα Φαλληφόρια; Ποιες οι ομοιότητες και οι διαφορές που εντοπίζετε;

Θα ήταν πράγματι παρακινδυνευμένο να υποστήριζε κανείς κάτι τέτοιο αφού γνωρίζουμε ότι σε όλους του παραδοσιακούς πολιτισμούς επιτελούνται με ξεχωριστή τελετουργική μεγαλοπρέπεια πολλών και διαφορετικών ειδών καρναβαλικά τελετουργικά. Άλλωστε αυτού του είδους οι λατρείες αντλούν την καταγωγή τους από τις μακρινές  απαρχές εμφανίσεως των πρώτων πολιτισμικών εκδηλώσεων που πολλές φορές παρουσιάζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ακόμα και σε πολιτισμούς που γεωγραφικά ποτέ δεν έχουν έρθει σε επαφή. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σύγχρονα καρναβαλικά δρώμενα στην Ελλάδα που έχουν δεχτεί απειροπληθής προσμίξεις ξενικών στοιχειών όπως το καρναβάλι της Πάτρας και πολλά άλλα σύγχρονα αστικού τύπου καρναβαλικές εκδηλώσεις. 

Μπορούμε όμως να ισχυριστούμε κάτι άλλο παράτολμο, το ότι, κάθε, μα κάθε παραδοσιακό δρώμενο που επιτελείται στην σημερινή επικράτεια του ελληνικού χώρου τις μέρες αυτές (και κάποια  λίγο καιρό πριν)   ανάγεται με άμεσο ή με έμμεσο τρόπο στα αρχέγονα ελληνικά τελετουργικά των φαλλικών τελετών και ασμάτων. Οι Μωμόγεροι στην Κομοτηνή, οι Γενίτσαροι και οι Μπούλες στην Νάουσα, τα Ραγκουσάρια στην Καστοριά, οι γιορτές στην Αγία Άννα,  ο βλάχικος γάμος στην Θήβα την τσικνοπέμπτη κ.α.. εμφανίζουν αμέτρητες ομοιότητες με τα πρωταρχικά φαλλικά δρώμενα που θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να  αποδείξουμε όλες του τις ομοιότητες  και τις επιρροές. Το ζήτημα είναι ότι πολλοί λίγοι έχουν την γνώση των αρχαίων Φαλληφορικών τελετουργιών μιας και στο εκπαιδευτικό μας σύστημα σχεδόν καμία αναφορά δεν υπάρχει. Με το παρόν άρθρο, αλλά και με την ανάγνωση και άλλων πηγών που μπορεί  πολύ εύκολα πια, δια μέσου του διαδικτύου ή βιβλίων που αναφέρονται στο θέμα, να αντλήσει πληροφορίες, και έτσι, ερχόμενος σε επαφή με κάποιο παραδοσιακό καρναβαλικό δρώμενο, θα μπορέσει να αντιληφθεί και ο ίδιος τις άμεσες επιρροές τους από τα αρχαία δρώμενα.

Πώς διασώθηκαν μέσα στο χρόνο οι παραδόσεις των Φαλληφορίων που μετεξελίχθηκαν στο σύγχρονο Καρναβάλι, από τη στιγμή που η αρχαία ελληνική θρησκεία υπέστη απηνείς διωγμούς κατά τους μεταχριστιανικούς αιώνες;

Όπως είναι ευκόλως κατανοητό τα φαλλικά λατρευτικά δρώμενα απότοκα της ελληνικής θρησκευτικότητος δεχτήκαν περισσότερο από όλα τα άλλα δρώμενα τον ποιο λυσσαλέο εκδιωγμό κατά την επικράτηση του χριστιανισμού. Ενώ πάρα πολλά τελετουργικά κατάφεραν και επικράτησαν τελικά, αφού η λαϊκή ψυχή με την επιμονή της κατόρθωσε να τα εντάξει μέσα στην ίδια την λατρευτική πρακτική της χριστιανικής πίστης, τα φαλλικά δρώμενα κατ ουσίαν, όπως είναι ευκόλως κατανοητό, δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να στοιχηθούν με τις επιμέρους παραδόσεις της χριστιανικής θρησκείας. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ακόμα και σχεδόν στις μέρες μας, μετά από τόσους αιώνες, ο εκδιωγμός τους συνεχίζεται  αφού δεν έχουν περάσει και πολλά  χρόνια από την γνωστή μήνυση που τόλμησαν χριστιανικές οργανώσεις να υποβάλλουν, δια μέσου του πρωτοψάλτου Θεόδωρου Ακρίδα, για την συλλογή και δημοσίευση σκωπτικών αποκριάτικων “τολμηρών” τραγουδιών της περίφημης ερμηνεύτριας παραδοσιακών τραγουδιών, της Δόμνας Σαμίου.  Είναι όμως παρόλα αυτά  πράγματι συγκλονιστικό να συνειδητοποιεί κανείς ότι κατάφεραν τελικά σε πολλά μέρη της Ελλάδας, έστω και με κάπως συγκεκαλυμμένη μορφή, πολλά από αυτά τα δρώμενα να επιβιώσουν μέχρι της μέρες μας. Μάλιστα οι πρώτοι μελετητές των καρναβαλικών παραδοσιακών δρωμένων θέλοντας να αιτιολογήσουν τις μεταμφιέσεις αυτές χρονολογούσαν τις απαρχές τους κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, για να μπορούνε δήθεν οι έλληνες με αυτό τον τρόπο να συνεννοούνται τις μέρες εκέινες για την οργάνωση της ελληνικής επαναστάσεως. Ο ισχυρισμός αυτό είτε από άγνοια είτε από καθαρή προσπάθεια απόκρυψης της διασύνδεσης τους με την “παγανιστική” αρχαιότητα φαντάζει τουλάχιστον γελοίος, αλλά δε μας πειράζει καθόλου αφού ο γέλωτας και η ευθυμία  είναι το ζητούμενο  των εορτών αυτών όποτε και η άποψη αυτή συμβαδίζει με την σκωπτική διάθεση των ημερών.

imageΑττικό μελανόμορφο αγγείο περ. 600π.Χ Εθνικό αρχαιολογικό μουσείο Ιταλίας. Απεικονίζει χορευτές που ορχούνται στον άσεμνο και προκλητικό χορό του Κόρδακα ένα είδος κωμικού χορού που συνόδευε την τελετή των φαλληφορίων





Από ποια κείμενα διασώζονται στις μέρες μας πηγές για τον τρόπο διεξαγωγής των Φαλληφορίων κατά την αρχαιότητα;

Υπάρχουν πάμπολλες πηγές που κατά την διετή περίπου ενδελεχή μας έρευνα,  τόσο από πρωτογενείς πηγές, αφού μεγάλος αριθμός αρχαίων συγγραφέων έχουν αναφορές για το θέμα αυτό, τόσο όμως και από δευτερογενείς πηγές διατυπωμένες από συγχρόνους ξένους μελετητές-ακαδημαϊκούς της ελληνικής θρησκευτικής παραδόσεως. Πολύτιμες είναι οι πληροφορίες που μας δίδουν κάθε λογής εικαστικών αρχαίων τεχνών αφού σε αρκετά αγγεία, νομίσματα, ακόμη και αγάλματα που έχει δασώσει η αρχαιολογική σκαπάνη υπάρχουν ικανές πληροφορίες που μας επιτρέπουν την τελική ανασύνθεση και παρουσίαση του όλου δρωμένου. Ακόμη η λαογραφική ερεύνα μας αποκαλύπτει πολύ σημαντικά επιβιώματα των πρωταρχικών  τελετουργιών αυτών στο σήμερα, αφού η εστιασμένη κατά γεωγραφικούς τόπους παράδοσή μας έχει διατηρήσει πάρα πολύ σημαντικά τελετουργικά στοιχεία – κατάλοιπα των φαλλικών τελετουργιών.

Αξίζει να αναφέρουμε μονάχα την  πάρα πολύ σημαντική αναφορά του ίδιου του Αριστοτέλη όπoυ στην Ποιητική του 5. 1449b 2 ισχυρίζεται ότι, η ίδια η απαρχή της κωμωδίας, το δεύτερο ισάξιο μεγαλύτερο φιλολογικό είδος μαζί με την τραγωδία, η κωμωδία, προήρθε από τα αυτοσχέδια σκωπτικά άσματα και δρώμενα που λάμβαναν χώρα κατά την περίοδο του χειμώνος στον ελληνικό χώρο. Αυτό που δηλαδή εμείς θεωρούμε ως κωμωδία, όπως διαμορφώθηκε ως λογοτεχνικό είδος την κλασσική εποχή αλλά και μετέπειτα στην Νέα κωμωδία, όπου και επηρέασε τα έως και σήμερα  μετεμφανιζόμενα κωμικά φιλολογικά είδη έλκει την καταγωγή της από την ελληνική θρησκευτική παράδοση. Με λίγα λόγια, ότι μέχρι και σήμερα εννοούμαι με τον όρο κωμωδία που μέχρι της μέρες ανθεί ως ζωντανό φιλολογικό, θεατρικό, κινηματογραφικό είδος, όσο και μας φαντάζει παράδοξο, η πρωταρχική του πηγή βρίσκεται στην σταδιακή ωρίμανση-εξελιξη των φαλλικών  ασμάτων και δρωμένων προς τιμήν του Θεού Διονύσου.

Γενικότερα όμως θα ισχυριζόμασταν ότι βιβλιογραφικά, για το ρόλο το σκοπό και το ύφος των φαλλικών τελετουργιών καθώς και την πιο εσωτερική αποσυμβολιστική των γονιμοποιητικών ανθρωπίνων οργάνων δεν υπάρχει μία εκτεταμένη και στοχευμένη αμιγώς στο θέμα αυτό βιβλιογραφική αποτύπωση ούτε στο εξωτερικό αλλά ούτε φυσικά και στην Ελλάδα. Ευελπιστούμε ότι η δικιά μας προσπάθεια στο άμεσο μέλλον να καταφέρει να καλύψει  αυτό το ερευνητικό αυτό κενό. 

Για ποιον λόγο αποφασίσατε να αναβιώσετε τα Φαλληφόρια στην Ελλάδα του 2014; Πόσο δύσκολο είναι ένα τέτοιο εγχείρημα;

Κατά την διάρκεια των ακαδημαϊκών μου μελετών στον Ελληνικό πολιτισμό πολύ συχνά, είτε από την πλευρά της ενασχολήσεως μου με τις εκφάνσεις και τις επιβιώσεις της ελληνικής θρησκείας στην σημερινή εποχή δια μέσου της λαϊκής παραδόσεως, είτε από τις συνακόλουθες έρευνες μου στην λαογραφία, αλλά, κυρίως,  από τις πιο ενδελεχείς  προσεγγίσεις μου στην διασύνδεση τελετουργίας-θεάτρου, επιδιδόμουν στην απαραίτητη συγκέντρωση του πολυτίμου αυτού  υλικού  γνωρίζοντας ότι κάποια συγκεκριμένη στιγμή  θα επιχειρούσα την ανασύνθεση αυτών των δρωμένων. Η ειδοποιός διαφορά είναι το ότι, ενώ πολλοί μελετητές καταγράφουν σε άρθρα αλλά και διάφορα βιβλία το θέμα αυτό ουδείς αποπειράθηκε να τα προσεγγίσει υπό το πρίσμα της τελετουργίας και δη της τελεσματικής αναβιώσεως αυτού. Κατά τον ίδιο τρόπο άλλωστε όπως έχει παρουσιαστεί σε πρότερο άρθρο σας στο εν λόγω περιοδικό πράξαμε και με την τέλεση των Αδωνίων επιχειρώντας, με πολύ μεγάλη αποδοχή, τις ημέρες του Πάσχα να αναβιώσουμε το τελετουργικό αυτό αποδεικνύοντας και έμπρακτα τις σαφής επιρροές των εορτών του Αδώνιδος στα θρησκευτικά πεπραγμένα των δρωμένων της χριστιανικής λεγόμενης Μ. Εβδομάδος.

Πέραν όμως τις απαραίτητες επιστημονικής προσεγγίσεως αναφορές για την επαναφορά των τελετών αυτών υπήρχε και ένας πιο προσωπικός λόγος για την πραγματοποίηση τους. Πολλές φορές, όταν έφταναν αυτές οι καρναβαλικές ημέρες αυτές αναρωτήθηκα ότι, ναι, ωραίες είναι όλες αυτές οι  εορταστικές εκδηλώσεις με τις σύγχρονες διαστάσεις τους με καλλίγραμμες βραζιλιάνες λατινογενής ήχους και χορούς αλλά και παντός είδους μεταμφιέσεις, αλλά δεν θα ήταν αρκετά ενδιαφέρον να προταθεί και μία αμιγώς ελληνική διάσταση στις εορτές αυτές;. Εφόσον, ακόμα και εάν ο  σύγχρονος αστικός τρόπος ζωής είναι πολύ μακριά, δήθεν, από την θέαση φαλλικών εορτών δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να ανασυσταθούν; H απάντηση που έδινα μέσα ήταν, αλλά αυτό ήταν ο φυσικός τους χώρος σε αυτό το περιβάλλον εμφανίστηκαν;, μέσα αλλά και έξω από τον περιβάλλοντα χώρο του θεάτρου του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη.     

Πράγματι ένα τέτοιο επιχείρημα ενέχει εξαιρετικές κυρίως τεχνικές δυσκολίες και αυτό διότι τα τελετουργικά αντικείμενα της τελετής ( προσωπεία, φαλλικό ξόανο, ειδικές ενδυμασίες,) θα πρέπει να ακολουθούν  σε κανόνες αισθητικής το πολύ υψηλό πρότυπο των προγόνων μας. Στην επίλυση αυτού του προβλήματος είχαμε την πολύτιμη συμβουλή του εξαιρετικού γλύπτη και ζωγράφου Εξηκία Τριβουλίδη. Αρκεί να σας αναφέρουμε ότι τα μέχρι τώρα αναπαραγόμενα  αντικείμενα κατά την κατασκευή του αγγίζουν τα όρια της πειραματικής αρχαιολογίας αφού συλλέγουμε κάθε δυνατή πληροφορία για την ανασύστασή τους.

Κατά το πέρας αυτού του ερωτήματος θα θέλαμε να σας προβληματίσουμε με ένα δικό μας ερώτημα το οποίο πολύ πιθανό να το έχετε ήδη αναρωτηθεί και εσείς, αποτελεί άραγε η αναβίωση κάποιου τέτοιου δρώμενου παράδοση;. Γεγονός είναι ότι υπάρχει μία τάση σε όλη την ελληνική επικράτεια των νέων να  επαναπροσδιορίζουν στοιχεία της ελληνικής παραδόσεως περισσότερο από ότι οι γονείς τους. Στο ερώτημα όμως αυτό απαντά ο ομότιμος καθηγητής της Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μ.Γ. Μερακλής αφού μέσα από τις μελέτες του περιγράφει την παράδοση ως μια  δυναμική διαδικασία που ενσωματώνει και αποβάλλει ή επανεβρίσκει τα στοιχεία που την επαναδομούν και την ανασυνθέτουν και αυτή φυσικά είναι και η μεγαλειώδης δύναμη της παραδόσεως. Άρα αναβίωση ενός πανάρχαιου Φαλληφορικού δρωμένου  καταδεικνύει την  ζωτική ενέργεια και το ζωτικό μετασχηματισμό της παράδοσης ως τρανταχτή απόδειξη και επικύρωσης της συνέχειας της πράγματι μεγαλειώδους ελληνικής πολιτισμικής εκφάνσεως.

Πείτε μας κάποια πράγματα για τις προετοιμασίες της διεξαγωγής των Φαλληφορίων τη φετινή περίοδο του Καρναβαλιού.

Η πρώτη χρονιά θεωρείται, όπως και κάθε ξεκίνημα, δύσκολη  μα και γοητευτική συνάμα γιατί τολμούμε μετά από τόσους αιώνες να βιώσουμε και όχι απλά να αναβιώσουμε ένα τα τόσο ξεχωριστό δρώμενο. Την τελεσματική ευθύνη των Φαλληφορείων την αναλαμβάνουν σε απόλυτη συνεργασία ο τελεστικός θίασος Διόνυσος Ελευθερεύς με την λατρευτική κοινότητα Λάβρυς. Βεβαίως και πολλοί άλλοι που προσεγγίζουν με την απαραίτητη τελετουργική αίσθηση  τα ελληνικά λατρευτικά δρώμενα θα συμπλεύσουν μαζί μας. Το δρώμενο για την πρώτη χρονιά τουλάχιστον, γιατί πολλά ακόμα στοιχεία θα προστεθούν τα μετέπειτα χρόνια που θα το καταστήσουν ένα ξεχωριστό λαϊκό διαδραστικό δρώμενο, θα είναι μία πομπή του ιερού φαλλικού ξοάνου του Διονύσου το οποίο θα συνοδεύεται από τον εξάρχοντα ηθοποιό-Διόνυσο και τον συνακόλουθο διονυσιακό θίασο αποτελούμενο από Μαινάδες, Σατύρους, Σειληνούς, μεθοκόπους και τον Θεό Πάνα. Κατά την διάρκεια της πομπής θα συνοδεύει βακχική μουσική από άσκαυλους (γκάιντες), αρχαίους αυλούς αλλά και τύμπανα. Σε δύο με τρεις σταθμούς η πομπή θα σταματάει για να ακουστεί το αυτοσχέδιο σκωπτικό φαλλικό τραγούδι και μετέπειτα θα επιτελείται από ομάδα  αρχαίας ορχήσεως ο περίφημος κωμαστικός χορός του λεγομένου  και ως Κόρδακα. Στην συνέχεια θα επιτελείται ένα διαδραστικό, σκωπτικής υφής, δρώμενο του θιάσου με  τους παρευρισκομένους θεατές αλλά επί αυτού δε θα αναφέρουμε περαιτέρω διότι αποτελούν και την κυρίαρχη κωμική νότα της εορτής. Στην κατάληξή του το φαλλικό τέλεσμα θα εναποθέσει το ξόανο του Διονύσου σε κεντρικό σημείο όπου και μετέπειτα θα ακολουθήσει από τελεστές και θεατές η λεγόμενη ευωχία, όπου, από ένα ευμεγέθη αγγείο θα διαμοιραστεί οίνος και θα συνεχιστεί το τραγούδι και ο χορός και με σύγχρονα περιπαικτικά τραγούδια της λαϊκής παράδοσης συνδέοντας με αυτό τον τρόπο το αρχέγονο χθες με το αέναο σήμερα.

Εν κατακλείδι, εάν τις αυτές τις μέρες του καρναβαλικού κεφιού σε κεντρικό σημείο της Αθήνας πέριξ της ακροπόλεως, άξαφνα, ξεπροβάλει μπροστά σας ένας τέτοιος θίασος,  με αριστοφανική διάθεση, με ζωτικό ενθουσιασμό, με σκωπτική ευπρέπεια, μην παραξενευτείτε αλλά προσεγγίστε μας.  Σημείωση, δεν θέλουμε να προκαλέσουμε αλλά να σας καλέσουμε να συμμετάσχετε σε κάτι τόσο ελληνικό και ξεχωριστό, δεν θέλουμε να προσβάλουμε με τα αρχέγονα φαλλικά μας σύμβολα αλλά να σας εισβάλλουμε στην διονυσιακή μέθεξη των ελληνικών αυτών εορτών, δεν θέλουμε να αναβιώσουμε αλλά να βιώσουμε με τον δέοντα

Ο θεσμός της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα

«Η βασιμότητα της επίκρισης, ότι οι Αθηναίοι ζούσαν απ” τους δούλους, δεν έχει αποδειχθεί». Αθανάσιος Κανελλόπουλος (Σύγχρονες Οικονομικές Σκέψεις των Αρχαίων Ελλήνων)

«Κανείς οραματιστής δεν υπήρξε τόσο ρηξικέλευθος ή τόσο ρομαντικός ώστε να φανταστεί μία ζωή χωρίς δούλους. Οι μεγαλύτεροι διανοούμενοι ή ηθικολόγοι δεν σκέφτηκαν την δουλεία ως κάτι κακό. Αυτό που εκπλήσσει, δεν είναι ότι οι Έλληνες δέχονταν για αιώνες την δουλεία ως κάτι δεδομένο, αλλά ότι τελικά κάποια στιγμή άρχισαν να προβληματίζονται και να την αμφισβητούν».  Έντιθ Χάμιλτον (The Great Age of Greek Literature)

Έχουν γραφτεί πάμπολλα άρθρα και βιβλία παγκοσμίως με θέμα την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο που στην πλειοψηφία τους ανάγουν την έναρξη του επαίσχυντου θεσμού της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα, παρ” ότι ως θεσμός προϋπήρχε σε όλους τούς αρχαίους πολιτισμούς τού κόσμου, συμπεριλαμβανομένου τού κινεζικού, τού ιαπωνικού, τού πολυνησιακού, τού ινδικού, τών λαών της Αφρικής και τής Νότιας Αμερικής όπως και πολλών λαών τής Ευρώπης, περιλαμβανομένου τού ελληνικού και τού ρωμαϊκού.

Θα πρέπει να διευκρινιστεί εξ αρχής, πως η ύπαρξη του θεσμού της δουλείας στον αρχαιοελληνικό κόσμο δεν αμφισβητείται. Είναι γνωστό ότι οι αρχαίες κοινωνίες υπήρξαν δουλοκτητικές. Ο νικημένος εχθρός γίνονταν δούλος του νικητή και παρέμενε στην υπηρεσία του, εκτός εάν οι συγγενείς του τον απελευθέρωναν καταβάλλοντας λύτρα. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση όμως συχνά στη δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα, όχι επειδή ήταν σκληρότερη, αλλά επειδή η διεθνής κοινότητα και πολλοί Έλληνες θεωρούν αυτονόητο ότι μια χώρα που διέθετε ανεπτυγμένο πολιτισμό και γέννησε τη δημοκρατία, δεν θα έπρεπε να ανέχεται τη δουλεία.

Από την άλλη όμως δεν θα πρέπει να προκαλείται σύγχυση με τις πιο πρόσφατες μορφές δουλείας (π.χ. Αφρικανοί σκλάβοι στην Αμερική των προηγούμενων αιώνων) και ειδικότερα με τη σχέση κύριου και δούλου και την μεταχείριση του δεύτερου απ” τον πρώτο. «Στρατόπεδα συγκεντρώσεως» και «φυλακές» δεν υπήρχαν. Ο δορυάλωτος εχθρός δεν ήταν δυνατόν να αφεθεί ελεύθερος, αφού κατά την αναμέτρηση με τον αντίπαλο (σύμφωνα πάντοτε με τα ελληνικά ιδεώδη) δεν νίκησε αλλά ούτε έπεσε μαχόμενος («ἤ τάν ἤ ἐπί τᾶς»). Παραδόθηκε, ανεδείχθη ήσσων, ήττων (κατώτερος, ολιγώτερος), δηλαδή ηττήθηκε. Γι’ αυτό στην αρχαία ελληνική γλώσσα η λέξη «δουλέμπορος» δεν υπάρχει. Δουλεμπορικά πλοία και δουλεμπορικά πρακτορεία είναι πολύ μεταγενέστερα, νεώτερα κατασκευάσματα, ενώ υποτίθεται ότι ο θεσμός της δουλείας έχει πλέον εκλείψει.

Οι καθηγητές Hanson και Heath, στο βιβλίο τους «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο» σημειώνουν ενδεικτικά ότι ό Αριστοτέλης θα έλεγε «ότι οι Αμερικανοί έθεσαν εκτός νόμου τη δουλεία μόνο και μόνο για να μεταχειρίζονται εκατομμύρια ελευθέρων ανθρώπων χειρότερα από δούλους» (σελ. 173). Ο Πλάτων στους ΝΟΜΟΥΣ συνιστά αφ” ενός να μην υποδουλώνονται Έλληνες, αφ” ετέρου να γίνεται καλή μεταχείριση των δούλων. Και πράγματι, στην Ελλάδα συνέβαινε αυτό ακριβώς. «Δούλοι» και «κύριοι» ζούσαν αρμονικά, συνδεόμενοι με στοργή, φροντίδα, συμπάθεια, οικειότητα, όπως γίνεται ολοφάνερο, και πάλι μέσα από τους στίχους του Ομήρου.

Ο Όμηρος, ο «ποιητής που μόρφωσε την Ελλάδα» τρέφει μία γλυκιά τρυφερότητα για ολους εκείνους τους ανθρώπους που υπηρετούν τους βασιλείς και τους πρίγκιπες των έργων του. Χρησιμοποιεί γι” αυτούς, λέξεις όπως «αμφίπολος» (αυτός που βρίσκεται πέριξ, ο ασχολούμενος με κάτι), «δμως» (ημερωμένος), «θεραπαινίς» (αυτή που περιποιείται), «οικέτης» (άνθρωπος του σπιτιού), «παις» (παιδί). Οι ομηρικοί ήρωες όχι μόνον δεν μιλούν υποτιμητικά στους υπηρέτες τους αλλά έχουν μαζί τους οικογενειακή σχέση.

Όταν λ.χ. ο Τηλέμαχος γυρίζει από το ταξίδι του στην Σπάρτη, οι «δούλες» τρέχουν και τον φιλούν με αγάπη στην κεφαλή και στους ώμους («κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε και ὤμους».) Ο Τηλέμαχος προσφωνεί τον δούλο χοιροβοσκό Εύμαιο «ἄττα» (=πατερούλη, παππούλη), η Πηνελόπη προσφωνεί με σεβασμό την ταμία (=οικονόμο) Ευρυνόμη «μαία» (=σεβαστή μητέρα), οι δε δούλοι απευθύνονται προς τους κυρίους τους καλώντας τους με το όνομα τους. Ο Ετεωνεύς π.χ. ο δούλος του Μενελάου: «ω Μενέλαε» (δ. 26). Η δούλη του Έκτορα στον Έκτορα: «Έκτορ»(Ζ,382) κ.ο.κ.

Ο Εύμαιος, ο χοιροβοσκός, είναι ο πιο διάσημος δούλος τής Οδύσσειας, ο άνθρωπος τον οποίο ο Οδυσσέας εμπιστεύεται και αγαπά (ξ 62) και πού υποφέρει για την απουσία του κυρίου του (ξ 39). «Γιατί δεν πρόκειται να βρω πια άλλον κύρη τόσο καλό. Όπου κι αν πάω, έστω κι αν πάω πάλι στον πατέρα και στη μάνα μου, στο σπίτι όπου πρωτόειδα το φως και με μεγάλωσαν αυτοί. Σέβομαι ξένε μου να φέρω στα χείλη μου τ” όνομά του και τώρα πού δεν είναι εδώ, γιατί μ” αγαπούσε πολύ και φρόντιζε για μένα, παρά τον ονομάζω αγαπημένο, παρ” όλο πού είναι μακριά μου» (ξ 138-147).

Ο Εύμαιος συμπεριφέρεται παράξενα ως «δούλος», ένα πλάσμα δηλαδή πού «στερείται την προσωπική του ελευθερία και αποτελεί ιδιοκτησία τού κυρίου του». Πρώτα απ” όλα φέρει όπλα, ξίφος και ακόντιο (ξ 528-531) και έχει δικό του δούλο τον Μεσαύλιο (ξ 449-452) «πού μόνος του ό χοιροβοσκός τον είχε πάρει στην εξουσία του, αφού έφυγε ο κύρης του χωρίς τη γνώμη της αφέντρας και τού γέροντα Λαέρτη, τον αγόρασε από τούς Ταφίους δίνοντας δικά του πράγματα», πού σημαίνει ότι έχει και δική του προσωπική περιουσία (Η Επιγραφή της Γόρτυνος (Κρήτη) αναφέρει ότι ο δούλος μπορούσε να έχει ζώα δικά του και διάφορα περιουσιακά στοιχεία, έστω και περιορισμένα.

[Φωτογραφίες:
1. Ταφική στήλη δύο μικρών παιδιών με τον παιδαγωγό τους, οι οποίοι βρήκαν το θάνατο σε σεισμό, Νικομήδεια, 1ος αιώνας π.κ.ε. Μουσείο του Λούβρου

2. Απεικόνιση δούλου καθισμένου σε βωμό ενώ κοιτά το πουγγί που πρόκειται να κλέψει, περ. 400–375 π.κ.ε., Μουσείο του Λούβρου

3. Σκηνή συλλογής καρπών ελιάς από νεαρούς άνδρες. Αττικός μελανόμορφος αμφορέας, περ. 520 π.κ.ε. Βρετανικό Μουσείο

4. Τμήμα επιγραφής με αποσπάσματα νόμων που βρέθηκε στην πόλη Γόρτυνα της Κρήτης.

5. Οι γυναίκες ως λάφυρα πολέμου: μετά την κατάληψη της Τροίας, ο Αίας ο Λοκρός βιάζει την Κασσάνδρα. Ερυθρόμορφο κύπελλο, περ. 440-430 π.κ.ε. Μουσείο του Λούβρου

6. Ταφική στήλη της Μνησαρέτης, όπου νεαρή υπηρέτρια κοιτάζει την αποθανούσα κυρία της. Αττική, περ. 380 π.κ.ε. Γλυπτοθήκη του Μονάχου]

Οι χρηματικές οικονομίες ενός δούλου άνηκαν στον κύριό του αλλά εκείνος, συνήθως, του επέτρεπε να τις διαθέτει όπως ήθελε). Ο Εύμαιος θλίβεται πού οι Μνηστήρες κατασπαταλούν το βιος τού κυρίου του και μιλά σαν να είναι και δικό του: «σφέτερα κτήματα», τα κτήματα μας (ξ 91). Κι όταν καλοδέχεται τον Οδυσσέα (πού είναι μεταμφιεσμένος), ο Τηλέμαχος προθυμοποιείται να στείλει για τον φιλοξενούμενο ρούχα και φαγητά όσα χρειάζονται για να τρώει και να μην δίνει βάρος στον Εύμαιο και τούς συντρόφους του, τούς άλλους βοσκούς (π 83). Μα ο Εύμαιος και οι άλλοι βοσκοί είναι «δούλοι» τού Τηλέμαχου. Δεν δικαιολογείται ο αφέντης να μην θέλει να γίνεται βάρος στο δούλο του παρά μόνον από μία σχέση στοργής πού έχει εδραιωθεί ανάμεσα τους.

Γι’ αυτό και ο ιστορικός Κορδάτος παραδέχεται:
«Οι δούλοι δεν είναι σκλάβοι με την πραγματική σημασία τής λέξης. Είναι παραγιοί και ψυχογιοί του αρχηγού της οικογενείας. Το ίδιο και οι σκλάβες, είναι ψυχοκόρες και παραδουλεύτρες, γιατί δεν έχουν ακόμα ωριμάσει οι αντικειμενικοί όροι, ώστε από την εργασία τους να βγαίνει χρήσιμη υπεραξία. Η εργασία γίνεται από κοινού από όλα τα μέλη του γένους. Ακόμα και οι βασιλείς και οι άνακτες δουλεύουν. Ο Οδυσσεύς φτιάνει μόνος του το κρεββάτι του. Ο Τηλέμαχος καταπιάνεται με δουλειές του χεριού. Η Ναυσικά πλένει τα ρούχα της μαζί με τις δούλες στο ποτάμι. Το ίδιο γίνεται και στα αμπέλια και στα χωράφια. Κι εκεί πηγαίνουν όλοι μαζί και δουλεύουν. Δεν υπάρχουν αφέντες και εργάτες»
Όταν ο Ισχόμαχος, ο φίλος του Σωκράτη, φέρνει την νιόπαντρη σύζυγό του στο σπίτι, και τής διδάσκει πώς θα το διοικεί, θα επιβλέπει, θα μοιράζει, θα προνοεί και θα εξοικονομεί, τής λέει: «Ανάμεσα στις εργασίες σου υπάρχει μία πού μπορεί να σου φανεί δυσάρεστη: Όταν κάποιος υπηρέτης («τών οίκετών») αρρωστήσει, πρέπει να τον φροντίσεις με κάθε τρόπο ώστε να θεραπευθεί» και ή σύζυγος του απαντά: «Αντίθετα, να και μία εργασία πού θα μου είναι τελείως ευχάριστη, αν αυτοί πού θεράπευσα μου χρωστούν χάρη και μου είναι πιο αφοσιωμένοι από πριν» (Ξενοφών, Οικονομικός VII 37).

Οι Έλληνες, φορείς υψηλού πολιτισμού και παιδείας, συμπεριφέρθηκαν στους δούλους με τρόπο ανθρωπιστικό:
«Κἄν δοῦλος ᾗ τις, οὐδέν ἧττον ἄνθρωπος οὗτος ἐστίν…» (Φιλήμων).
«Κἀν δοῦλος ᾗ τις, σάρκα τήν αὐτήν ἔχει· φύσει γάρ οὐδείς δοῦλος ἐγεννήθη ποτέ, ἡ δ” αὖ τύχη τό σῶμα κατεδουλώσατο».
Στην αρχαία Ελλάδα οι δούλοι εκτελούσαν χρέη θυρωρού, μαγείρου, παιδαγωγού, αγροκαλλιεργητού, βοσκού. Οι θεραπαινίδες ασχολούνταν με τα οικιακά. Υπήρχαν επίσης οι δημόσιοι δούλοι οι όποιοι εκτελούσαν χρέη οδοκαθαριστή, αστυνομικού, κλητήρα της Βουλής και του Δικαστηρίου, αλλά και χρέη δημίου, επειδή κανένας ελεύθερος πολίτης δεν δέχονταν να γίνει δήμιος ή, έστω, να αστυνομεύσει. Αυτοί απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια όπως μισθό και δικό τους σπίτι. Οι σκληρότερα εργαζόμενοι δημόσιοι δούλοι ήσαν οι απασχολούμενοι στους μύλους και στα μεταλλεία του Λαυρίου. Συνήθως έστελναν εκεί τους ανέντιμους και κακού χαρακτήρας δούλους, ως τιμωρία.

Η αρχαία οικογένεια υποδέχονταν τους νέους δούλους με μία θρησκευτική τελετή. Τους έβαζαν να καθίσουν στην εστία της οικίας και η δέσποινα τού οίκου άπλωνε στο κεφάλι του τα «καταχύσματα» (Αριστ. Πλούτος 795) «για το καλό», όπως λέμε. Τα καταχύσματα ήταν μείγμα μελιού και ξηρών καρπών από αμύγδαλα, καρύδια, σύκα, χουρμάδες και κόκκους δημητριακών και προοιώνιζαν την ευδαιμονία και την ευπραγία (το ίδιο γινόταν και με τούς νεόνυμφους, όπως σήμερα ρίχνουμε ρύζι, κουφέτα, άνθη). Συγχρόνως τους δίνονταν και όνομα. Ο δούλος στο εξής αποτελούσε μέλος της οικογενείας. Συμμετείχε στις προσευχές, στις θρησκευτικές εορτές και θάβονταν στον οικογενειακό τάφο.
Διαβάζουμε στους «Παπύρους επιλογής»: «…ὅπως τό τοῦ -δούλου – σῶμα τύχη τῆς δεούσης περιστολῆς καί καταθέσεως»
Ο Γ. Βουλόδημος (Περί Ιδ. Βίου Αρχ. Ελλ.-Οδησσός 1875) γράφει:
«Η τοιαύτη ελευθερία και άνεσις των δούλων, ως υπό του Αριστοτέλους καλείται, ην συνέπεια της ηπιωτέρας αττικής νομοθεσίας, ήτις παρείχε τω δούλω πλείονα προστασίαν και ευρύτερον στάδιον ενεργείας ή αλλαχού, ώστε σχεδόν και τα χαρακτηριστικά του ελευθέρου ανδρός, ή παρρησία και ισηγορία απεδίδοντο αυτοίς. Τοιούτον ην το έθος του δέχεσθαι τους νεωνήτους δούλους δι’ αστείας καταχύσεως μίγματος εκ διαφόρων εδεσμάτων και τρωγαλίων, ατινα εκαλούντο καταχύσματα, και άτινα όντα εν χρήσει και κατ’ άλλας ιερωτέρας τελετάς της οικογενείας, οίον κατά την υποδοχήν νύμφης, ήσαν η ζώσα έκφρασις της ευγενούς φιλανθρωπίας ήτις εθεώρει τον δούλον ουχί μόνον ως οικέτην, αλλά και ως σύντροφον και ομοτράπεζον. Έτι δε και εν ταις θρησκευτικαίς τελεταίς, και ο δούλος μετείχε των θυσιών και εορτών του οίκου.
Πάντες οι εν ταις θυσίαις παριστάμενοι ερραντίζοντο και εκαθαίροντο δι’ ύδατος, λαμβανομένου εκ του βωμού∙ τούτο ήσαν οι χέρνιβες… διο και παρ Αισχύλω καλούνται οι δούλοι χερνίβων κοινωνοί. Εν εορταίς δε οι δούλοι ουχί μόνον ελάμβαναν ανακούφισιν της καταστάσεως αυτών, αλλά και ισοτιμίας μετά των δεσποτών απήλαυον…συμπεριελαμβάνοντο και αυτοί εν τη γενική αναπαύσει και ευθυμία. Πολλαχού δε υπήρχον εορταί, καθ’ ας εχορηγείτο τοις δούλοις ελευθερία και ραστώνη.
Τοιαύτα ήσαν τα εν Κρήτη Έρμαια, εν οις ευωχουμένων των οικετών οι δεσπόται υπηρετούν προς τας διακονίας- τοιούτο τι συνέβαινε και εν Τροιζήνι κατά τον μήνα Γεραίστιον, οτε εγίνετο πανήγυρις πολλών ήμερων, ως εν μια οι δούλοι μετά των πολιτών κοινή ηστραγάλιζον, και οι κύριοι τους δούλους ειστίων∙ τοιαύτα ήσαν και τα παρά τοις Θεσσαλοίς Πελώρια, εορτή προς τον Δία τον Πέλωρον, εις ανάμνησιν της ευωχίας και εορτής της λαβούσης χωράν επί τη αγαθή αγγελία της εκ σεισμού διαρρήξεως των Τεμπών και της ανακύψεως των μεγάλων θεσσαλικών πεδιάδων…»
Άρα, αρχαιότατος ο προς τους δούλους σεβασμός, η οικειότητα και η συμπάθεια.

Και συνεχίζει:
«Διό οι Θεσσαλοί, ως απομίμημα της τότε γενομένης εορτής, θύοντες Διί Πελώρω και τράπεζας κοσμούντες, ούτως φιλάνθρωπον συνετέλουν την πανήγυριν, ώστε παρελάμβανον και τους ξένους άπαντας και τους δεσμώτας έλυον, και τους οικέτας κατακλίναντες, ειστίων μετά πάσης παρρησίας και διηκόνουν αυτοίς οι δεσπόται».
Και καταλήγει:
«Η κατάστασις των παρ’ Έλλησι δούλων ην ήττον καταπιεστική και μάλλον άνετος ή των παρά Ρωμαίοις… Θανατική ποινή, και επί δούλων, ώφειλεν εφαρμόζεσθαι μόνον δια δικαστικής αποφάσεως, και ενταύθα το ελληνικόν έθος και δίκαιον διέφερε του παρά Ρωμαίοις, παρ’ οις ο κύριος κατά το δοκούν επέβαλλε τω δούλω την θανατικήν ποινήν. Ούτως αναγινώσκομεν παρ’ Αντιφώντι ότι «οὐδέ οἱ τούς δεσπότας ἀποκτείναντες, ἐάν ἐπ” αὐτοφώρῳ ληφθῶσιν, οὐδ” οὗτοι θνήσκουσιν ὑπ” αὐτῶν τῶν προσηκόντων, ἀλλά παραδιδόασιν αὐτούς τῇ ἀρχῇ κατά νόμους πατρίους, καί ἡ ψῆφος ἴσον δύναται τῷ δουλον ἀποκτείναντι καί τῷ ἐλεύθερον».
[Ο δεσποτισμός των Ρωμαίων προς τους δούλους άγγιζε την σκληρότητα των Ασιατών ηγεμόνων. Και είναι γνωστό ότι ορισμένοι Ρωμαίοι δεν δίσταζαν να ρίξουν δούλους σε «κιστέρνες» με ανθρωπόφαγα ψάρια, για να παρακολουθήσουν διασκεδάζοντας ποιος δούλος θα καταβροχθισθεί γρηγορότερα. Είναι δε απίστευτο (αλλ’ όμως αληθινό) ότι εάν κάποια Ρωμαία δέσποινα πλάγιαζε με τον δούλο της, δεν παραπέμπονταν «επί μοιχεία», επειδή ο δούλος δεν εθεωρείτο άνθρωπος αλλά απλώς res (=πράγμα, αντικείμενο). Γενικά, στην αρχαία Ρώμη η ζωή των δούλων ήταν χειρότερη και από των κατοικίδιων ζώων. Ο ειδικός επί του θέματος μελετητής Τζόες Σμίθ (UTOPIA τ. 113), μεταξύ των άλλων γράφει ότι στην Ρώμη, «Οι δούλοι εθεωρούντο πράγματα, «RES». Oι δούλοι ήσαν αχθοφόρο ζώα, κατάλληλα για κάθε χρήσι. Οι πηγές ανεφοδιασμού σε δούλους ήσαν πολλές, με κοινό χαρακτηριστικό την βία και την καταπίεση».

Η τόσο μεγάλη σκληρότητα των Ρωμαίων προς τους δούλους έγινε αίτια πολλών εξεγέρσεων με κυριότερη αυτή του Έλληνα δούλου Σπάρτακου ο οποίος συγκρότησε και εξόπλισε στρατό δούλων. Η εξέγερση του Σπάρτακου συγκλόνισε τα θεμέλια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και λίγο έλειψε να την κατάλυσει. Ενώ οι Αθηναίοι δούλοι, όταν κατά την Μάχη του Μαραθώνα η Αθηναϊκή δημοκρατία τους εμπιστεύθηκε και τους έδωσε όπλα, οι δούλοι αυτοί πολέμησαν με μεγάλη αυτοθυσία δίπλα στους ελεύθερους Αθηναίους πολίτες:
«ἐμαχέσαντο γάρ καί δοῦλοι τότε... ἦν δέ ἄρα καί δήμου δίκαιον βούλευμα, εἰ δή καί Ἀθηναῖοι μετέδοσαν δούλοις δημοσίᾳ ταφῆναι καί τά ὀνόματα ἐγγραφῆναι στήλῃ - δηλοῖ δέ ἀγαθούς σφᾶς ἐν τῷ πολέμῳ γενέσθαι...». Και προ της Ναυμαχίας της Σαλαμίνος, οι Αθηναίοι εφρόντισαν δια την εξασφάλισι και σωτηρία, τόσο των οικογενειών τους, όσο και των δούλων: «...παῖδας δέ καί γυναῖκας καί ἀνδράποδα, σῴζειν ἕκαστον ὡς ἄν δύνηται» (Πλούτ. Θεμιστ. 10).]
Οι δούλοι είχαν και τις γιορτές τους: Στην Αθήνα η πρώτη μέρα τών Ανθεστηρίων, τα Υακίνθια στη Σπάρτη κι άλλες γιορτές στην Αρκαδία, συνένωναν τούς δούλους στο τραπέζι των κυρίων τους. Η ζωή και το πρόσωπο τού δούλου προστατευόταν από τον νόμο. Για να θανατωθεί δούλος απαιτείτο ιδιαίτερη απόφαση. Εάν η συμπεριφορά τού κυρίου καθίστατο αφόρητος, ο δούλος μπορούσε να καταφύγει στον ναό του Θησέως ή τών Ερινύων και να ζητήσει να πουληθεί σε άλλον κύριο.

Ο φόνος του δούλου τιμωρούνταν από την Νομοθεσία του Σόλωνος, όπως και ο φόνος τού ελεύθερου, αλλά και η κακομεταχείρισή του επέσειε ποινές:

«Και εώς εκεί έφθασε ό νομοθέτης ώστε και στον δούλο αν κάποιος συμπεριφέρεται υβριστικώς ομοίως έδωσε το δικαίωμα να υποβάλλεται γι” αυτόν μήνυση για δημόσιο αδίκημα. Διότι δεν ενόμιζε ό νομοθέτης ότι έπρεπε να εξετάζει ποιος υβρίζεται αλλά ποια είναι ή πράξη, οποιαδήποτε μορφή κι αν έχει κι αφού βρήκε ότι ή ύβρις είναι βαρύ παράπτωμα απαγόρευσε να διαπράττεται προς το πρόσωπο τού δούλου και εν γένει σ” οποιαδήποτε περίπτωση» (Δημοσθένης, Κατά Μειδίου 46).

Στην συνέχεια παραθέτει τον Νόμο:

«Εάν κάποιος συμπεριφέρεται υβριστικώς προς κάποιον, είτε παιδί, είτε γυναίκα, είτε άνδρα, από τούς ελεύθερους ή τούς δούλους ή πράξει κάτι παράνομο σε κάποιον από αυτούς να τον καταγγέλλει προς τούς θεσμοθέτες. Όποιος θέλει από εκείνους οι όποιοι έχουν το δικαίωμα να καταγγέλλουν και οι θεσμοθέτες πρέπει να εισάγουν την υπόθεση στην Ηλιαία εντός τριάντα ημερών από την κατάθεση τής καταγγελίας, εάν δεν υπάρχει δημόσιο εμπόδιο, ειδεμή, όσον το δυνατόν ενωρίτερα».

Προβλέπονται επίσης ποινές για τους βιαστές δούλων (βλ. Επιγραφή της Γόρτυνος, Έκδ. Έλ. Σκέψη). Ο Ιπποκράτης στον «Όρκο» του τονίζει: «…ἐκτός ὤν πάσης ἀδικίας…ἐπί σωμάτων …ἐλευθέρων τε καί δούλων…».

Αν ο κακομεταχειριζόμενος δούλος δικαιώνονταν στη δίκη, ο κύριός του ήταν υποχρεωμένος να τον μεταπωλήσει. Παραχωρούνταν μάλιστα στον δούλο και ένας «συνήγορος» για κάθε αμφισβήτηση σχετικώς με την περίπτωση απελευθερώσεως του. Σε περίπτωση αμφιβολίας για το αν κάποιος είναι ελεύθερος ή δούλος, τεκμαίρεται ότι είναι ελεύθερος.

Η ύβρις στην δικαστική γλώσσα χρησιμοποιείτο επί βαριάς σωματικής κακοποίησης και αποτελούσε αδίκημα δημοσίου χαρακτήρος (η ελαφρότερη μορφή «αικία» ήγειρε δίκη ιδιωτική).
«Ακούσατε άνδρες Αθηναίοι από πόσον ανθρωπισμό διαπνέεται ό νόμος, ό όποιος δεν ανέχεται την βία ακόμη και προς τούς δούλους. Για όνομα τών θεών, σάς ερωτώ το έξης: Εάν κάποιος έφερνε τον νόμο αυτόν εις γνώσιν τών βαρβαρικών χωρών οι οποίες προμηθεύουν στους Έλληνες δούλους επαινώντας σας και αναπτύσσοντας λεπτομερώς σ” αυτούς τί είναι ή πόλις σας και λέγοντας: « Μερικοί Έλληνες είναι τόσο ήρεμοι και φιλάνθρωποι στους τρόπους τους ώστε παρά κάθε κακό, το όποιο τους έχετε προξενήσει και σε πείσμα τής εχθρότητος προς εσάς δεν δέχονται να προσβάλλονται οι δούλοι πού αγόρασαν, αλλά επισήμως έχουν ψηφίσει νόμο που τιμωρεί τις βιαιότητες αυτές και έχουν ήδη τιμωρήσει μέ θάνατο πολλούς οι όποιοι παρέβησαν τον νόμο αυτόν », αν αυτά τα άκουγαν και τα κατανοούσαν οι βάρβαροι, δεν νομίζετε πως όλους σας θα σάς έκαναν επισήμως προξένους τους;» (Δημοσθένης, Κατά Μειδίου 48-50).
Ο Ξενοφών παρατηρεί ότι «οἱ Ἀθηναῖοι ἐποίησαν ἰσηγορίαν τοῖς δούλοις» προς τους ελευθέρους.

Ο Ευριπίδης δεν αμελεί να το υπενθύμισει ποιητικά: «Νόμος τοῖς τ” ἐλευθέροις ἴσος καί τοῖς δούλοις» (Εκάβη 291).

Ο ρήτορας Αισχίνης στον λόγο του «Κατά Τιμάρχου» (16-17), παρατηρεί ότι «ο σεβασμός προς τούς δούλους εχρησίμευε ως άσκησις προς σεβασμόν και τών ελευθέρων».

Ένας χρησμός τού Μαντείου τής Δωδώνης επιτάσσει «οι ελεύθεροι και οι δούλοι να φέρουν στεφάνους και να ησυχάζουν μία μέρα» (Δημοσθένης, Κατά Μειδίου 53).

Στην πραγματικότητα ο δούλος απολάμβανε μεγαλύτερη ελευθερία από εκείνη πού τού έδινε ό νόμος. Στην Αθήνα η απελευθέρωση δούλου ήταν συχνό φαινόμενο. Την ελευθερία τους την αγόραζαν οι ίδιοι, όπως στην περίπτωση πού εκθέτει στον δικανικό του λόγο «Κατά Νεαίρας» (30-31) ό Δημοσθένης. Πολλές φορές η πολιτεία η ίδια απελευθέρωσε δούλους ως κίνητρο για να στρατολογηθούν σ” έναν πόλεμο, όπως έκανε ο Δίαιος, ο διοικητής τού στρατού τών Αχαιών, μιμούμενος τον Μιλτιάδη πού πριν από την Μάχη τού Μαραθώνα ελευθέρωσε αγωνίστηκαν για την δημοκρατία.

Αργότερα ο ρήτορας Υπερείδης ζήτησε την απελευθέρωση όλων όσων πήραν μέρος στη μάχη τής Χαιρωνείας κατά τών Μακεδόνων το -338. Οι φιλόσοφοι στις διαθήκες τους απελευθερώνουν τούς δούλους τους, τούς πιο αγαπημένους, κι ανάμεσα σ” αυτούς συμπεριλαμβάνονται ο Επίκουρος (Διαθήκη, 21), ο Πλάτων (Διογένης Λαέρτιος, Γ” 42), ο Αριστοτέλης (Διογένης Λαέρτιος, Ε” 15), ο Θεόφραστος (ΔΔιογένης Λαέρτιος, Ε” 55), ο Στράτων (Διογένης Λαέρτιος, Ε” 63) και ο Λύκων (Διογένης Λαέρτιος, Ε” 72-3).

Ο Θηραμένης, μετριοπαθής ολιγαρχικός, τονίζει με παρρησία για πρώτη φορά ότι τότε θα υπάρξει δημοκρατία αληθινή, όταν εκλείψουν οι δούλοι και οι φτωχοί (Ξενοφών, Ελληνικά III 3, 48). Ο ρήτορας Αλκίδαμος, μαθητής τού Γοργία (Δ” αι.) στον «Μεσσηνιακό Λόγο» του τονίζει ότι εκ φύσεως δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ελευθέρων και δούλων. Ο Πλάτων (Πολιτεία 536b) ειρωνεύεται την υπερβολική δημοκρατία όπου άνδρες και γυναίκες πού πωλήθηκαν ως δούλοι δεν είναι λιγότερο ελεύθεροι από τούς αγοραστές τους.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν την συνεχή άμβλυνση τών αισθημάτων διαφοράς και την αφομοιωτική λειτουργία τής αρχαίας, ιδιαίτερα τής αθηναϊκής πολιτείας. Η στενή επαφή κυρίων και δούλων στην αρχαιότητα τούς καθιστούσε μέλη τής οικογένειας και επέφερε την ήπιότητα τής συμπεριφοράς.

Η ελληνική κοινωνία δεν περιθωριοποίησε ποτέ τούς δούλους. Ο Διογένης ο Λαέρτιος (Β” 31) γράφει ότι ο Σωκράτης έλεγε πώς υπάρχει ένα μόνο καλό, ή γνώση, και ένα κακό, ή αμάθεια. Ο πλούτος και η ευγενική καταγωγή δεν δίνουν καμία αξία, αντίθετα, είναι πολύ κακά. Και όταν κάποιος τού είπε πώς η μητέρα τού Αντισθένη είναι από τη Θράκη, δηλαδή ταπεινής καταγωγής, απάντησε: «Νόμιζες πώς ένας τόσο γενναίος θα μπορούσε να γεννηθεί από δύο Αθηναίους;». Παρακίνησε επίσης τον Κρίτωνα να ελευθερώσει τον Φαίδωνα, πού είχε αιχμαλωτιστεί και είχε γίνει δούλος, και κατόπιν τον έκανε φιλόσοφο. Πρόκειται για τον γνωστό Φαίδωνα τού ομώνυμου πλατωνικού διαλόγου και ιδρυτή τής Ηλιακής σχολής.

Υπάρχουν φιλόσοφοι πού κατάγονται από γονείς δούλους κι αυτό δεν τούς υποβιβάζει στα μάτια τών υπολοίπων, αφού γίνονται διδάσκαλοι ελευθέρων πολιτών.

Ο Βίων ο Βορυσθενίτης πού άκμασε κατά τον -3ο αι. υπήρξε δούλος κάποιου πλούσιου ρήτορα ο οποίος έγινε δάσκαλος του και όταν πέθανε τον κατέστησε γενικό του κληρονόμο. Εκείνος τότε πήγε στην Αθήνα και μαθήτευσε σε διάφορες σχολές για να καταλήξει στην κυνική φιλοσοφία.

Ο Μένιππος, ο κυνικός φιλόσοφος από τα Γάδαρα τής Κοίλης Συρίας, στην αρχή ήταν δούλος. Αργότερα όμως εξαγόρασε την ελευθερία του και εγκαταστάθηκε στη Θήβα ως ελεύθερος πολίτης.

Ο στωικός φιλόσοφος Επίκτητος (+1ος αι.) γεννήθηκε από γονείς δούλους και απελευθερώθηκε στη Ρώμη επί Νέρωνος. Υπήρξε μαθητής τού Μουσωνίου Ρούφου και η θεωρία του αποτελεί συνέχεια τής σχολής τού Ζήνωνος, τού Κλεάνθους και του Χρυσίππου.

Ο γνωστός Αίσωπος υπήρξε δούλος του Ξάνθου από τη Σάμο πού τον πούλησε στον Ιάδμονα τον σοφό Σάμιο κι εκείνος εκτιμώντας την ευφυΐα του τον απελευθέρωσε.

Αλλά και η Σπάρτη που ομολογουμένως συντηρεί για αιώνες την διαφοροποίηση ανάμεσα στους ελευθέρους Σπαρτιάτες πολίτες και τούς Είλωτες, έχει τούς Μόθωνες ή Μόθακες πού ήταν παιδιά Ειλώτων ή νόθοι Σπαρτιάτες από μητέρα οικόσιτη από τούς είλωτες, πού ανατρέφονταν σε οίκους ελευθέρων πολιτών τής Σπάρτης και κατά τούς σπαρτιάτικους νόμους, ώστε να αποβαίνουν «μάλα ευειδείς (ωραίοι) και τών εν τη πάλει καλών (τής πειθαρχίας) ουκ άπειροι». Στην συνέχεια αυτοί απελευθερώνονταν.

Πολλοί ταυτίζουν τούς Μόθωνες με τούς Αφέτες (αφεθέντες ελεύθεροι). Αυτοί όμως ήταν δούλοι απελεύθεροι. Ο Αθηναίος (271 Ε) γράφει: «Πολλάκις οι Λακεδαιμόνιοι ηλευθέρωσαν δούλους και ους μεν άφέτας εκάλεσαν, ους δε αδέσποτους, ους δε ερυκτήρας» (ερύκω σημαίνει κατέχω). Αυτοί αναφέρονται ότι υπηρετούσαν στον στόλο και ονομάζονταν Δεσποσιοναύτες. Με υιοθεσία γίνονταν γνήσιοι πολίτες. Ορισμένοι από αυτούς υπήρξαν διαπρεπείς στρατηγοί τόσο τού στρατού όσο και τού στόλου τών Λακεδαιμονίων.

Όπως για παράδειγμα ο Καλλικρατίδης ο Σπαρτιάτης ναύαρχος, πού έχασε τη ζωή του στην ναυμαχία στις Αργινούσες. Ο άνδρας αυτός επιζητούσε την με κάθε θυσία συνεννόηση με την Αθήνα και τον κοινό πόλεμο εναντίον των Περσών. Ο Λύσανδρος αναδείχθηκε σε μία από τις σπουδαιότερες πολιτικές και στρατιωτικές φυσιογνωμίες τής αρχαίας Σπάρτης. Το 408 ανέλαβε την διοίκηση τού στόλου τών Λακεδαιμονίων. Αλλά και ο Γύλιππος, ο ικανότερος στρατηγός τών Σπαρτιατών κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, υπήρξε Μύθων.

Ένα απόσπασμα από την «Αθηναίων Πολιτεία» (1, 10-12) του Ξενοφώντος μας παρέχει πολύ σημαντικές πληροφορίες, δίνοντας γλαφυρές εικόνες για την κατάσταση των δούλων στην Αθήνα:

«Πολύ μεγάλη πάλι είναι η ασυδοσία τών δούλων και των μετοίκων στην Αθήνα και εκεί δεν επιτρέπεται να χτυπήσεις δούλο ούτε ο δούλος θα σού κάνει τόπο να περάσεις. Θα πω για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η συνήθεια. Αν υπήρχε νόμος να χτυπάει ο ελεύθερος τον δούλο, τον μέτοικο ή τον απελεύθερο, συχνά θα χτυπούσε τον Αθηναίο, νομίζοντας πως είναι δούλος, γιατί εκεί ο δημότης δεν φοράει καλύτερα ρούχα, ούτε στην εμφάνιση είναι καλύτερος απ” ότι οι δούλοι ή οι μέτοικοι.

Αν πάλι απορεί κανείς που εκεί αφήνουν τούς δούλους να καλοπερνούν και μερικούς μάλιστα να ζουν με μεγαλοπρέπεια, θα αποδειχθεί ότι και αυτό το κάνουν για κάποιο λόγο. Γιατί όπου υπάρχει ναυτική δύναμη, αναγκαστικά οι δούλοι πληρώνονται για τη δουλειά τους, ώστε ο κύριος τους να παίρνει το εισόδημα και να τούς αφήνει ελεύθερους. Όπου, όμως, υπάρχουν πλούσιοι δούλοι εκεί δεν ωφελεί ο δούλος μου να σε φοβάται, ενώ στη Λακεδαίμονα ο δούλος μου σε φοβάται. Αν τώρα ο δούλος σου με φοβάται, κατά πάσα πιθανότητα θα δώσει ακόμα και τα λεφτά του, ώστε να μην κινδυνεύσει ο ίδιος. Γι” αυτό ακριβώς κάναμε ίσους απέναντι στο νόμο τους δούλους με τούς ελεύθερους και τούς μετοίκους με τούς κατοίκους της πόλης, γιατί η πόλη έχει ανάγκη τους μέτοικους για το πλήθος των τεχνών και για το ναυτικό. Γι” αυτό φυσικά κάναμε και τους μέτοικους ίσοις απέναντι στο νόμο».

Ο Δημήτριος ο Φαληρέας στα -309 έχει υπολογίσει τούς δούλους τής Αθήνας σε 400.000 επί 21.000 ελεύθερων και 10.000 μετοίκων. Στην Κόρινθο καταγράφονται 470.000 δούλοι και στην Αίγινα 460.000. Παρά το γεγονός πως ήταν δυσανάλογος ο αριθμός τών δούλων δεν αναφέρονται εξεγέρσεις. Όχι πως δεν έχουν καταγραφεί μεμονωμένες περιπτώσεις. Σκληρούς και βάναυσους ανθρώπους διαθέτει κάθε έθνος. Στην ανέγερση των ναών της Ακροπόλεως έλαβαν μέρος και δούλοι, εργάτες και τεχνίτες. Άπαντες οι εργάτες αμείβονταν για τον κόπο τους.

Αιτία της εγκαθίδρυσης τής δουλείας είναι η πορεία τής οικονομικής εξέλιξης τής ανθρωπότητας. Ο πόλεμος προμήθευε τα μέσα για την εκπλήρωση της ανάγκης αυτής. Η θανάτωση των αιχμαλώτων πολέμου απεδείχθη αντιοικονομική συνήθεια ή οποία χωρίς να απαλλάσσει την νικήτρια φυλή από τούς κινδύνους μιας μελλοντικής επιδρομής τής στερούσε την ευκαιρία να καρπωθεί σε καιρό ειρήνης τα αγαθά τής νίκης, απαλλασσόμενη από την υποχρέωση να εργάζεται για την παραγωγή τών αναγκαίων για την συντήρηση της αγαθών. Επίσης με την επικράτηση τού θεσμού τής ατομικής ιδιοκτησίας συνέβαινε πολλά άτομα να μην είναι ικανά να πορισθούν τα αναγκαία για την συντήρηση τους όποτε προσέφεραν τούς εαυτούς τους σαν δούλους για να παρατείνουν τη ζωή τους υπό την προστασία άλλων.

Μία άλλη περίπτωση είναι η δουλεία για χρέη. Ο ανίκανος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του δανειστή του έχανε την προσωπική του ελευθερία, τα υπολείμματα τής ιδιοκτησίας του και απέβαινε δούλος τού δανειστή του. Η νομοθεσία του Σόλωνα το 590 π.Χ. απαγόρευσε τους πολίτες να δανείζονται με ενέχυρο τον εαυτό τους ήταν πρωτοποριακή για την εποχή της, αφού εξάλλου μέχρι και σήμερα τα ανεξόφλητα δάνεια μπορούν να οδηγήσουν κάποιον στη στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του –σε φυλάκιση.

Ο δουλοπάροικος διαφέρει από τον καθεαυτό δούλο, βρίσκεται λίγο πιο πάνω από αυτόν, αφού έχει το δικαίωμα τής αυτοδιάθεσης, αλλά έχει χάσει την προστασία που τού παρέχει ο οίκος τού κυρίου του.

Ο ιδιοκτήτης τών δούλων αγοράζοντας τους επένδυε σ” αυτούς ένα χρηματικό ποσόν, τούς παρείχε στέγη, τροφή και ένδυση και δεν είχε κανένα συμφέρον να τούς κακομεταχειριστεί ή να τούς αφήσει να αρρωστήσουν, όπως είδαμε στον «Οικονομικό» τού Ξενοφώντος. Τούς γνωρίζει έναν έναν προσωπικά, αφού ζουν στο σπίτι του και εργάζονται μαζί του, όποτε τρέφει γι” αυτούς αισθήματα τρυφερότητος και φιλίας. Τούς πιο ευφυείς τούς μορφώνει, στους πιο προικισμένους παρέχει προνόμια, τούς απελευθερώνει κι όχι σπάνια, αν δεν έχει συγγενείς, τούς καθιστά κληρονόμους του. Τούς δουλοπάροικους όμως ο κύριός τους δεν τούς συναναστρέφεται, δεν τούς γνωρίζει. Για την διαβίβαση τών διαταγών του διαθέτει επιστάτες. Είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν μετά το τέλος τής δουλειάς τους, αλλά συνήθως δεν έχουν χρόνο γιατί δουλεύουν ολόκληρη την ήμερα. Αμείβονται, αλλά με το πενιχρό εισόδημά τους πρέπει να φροντίσουν οι ίδιοι για την τροφή, την στέγαση και την ένδυσή τους.

Η δουλοπαροικία αντικατέστησε συν τω χρόνω την δουλεία επειδή συνέφερε περισσότερο στους ιδιοκτήτες και την κρατούσα τάξη τών πραγμάτων.

Ο μεγαλοκτηματίας δεν ήταν υποχρεωμένος να συντηρεί τούς άρρωστους, τούς υπέργηρους, τούς ανήλικους, αλλά μόνον τούς αρτιμελείς και τούς ικανούς για εργασία.

Συμπερασματικά, η Ελληνική Σκέψη είχε στόχο της να κάνει τον άνθρωπο να σκεφθεί, να ερευνήσει, να αναλύσει, να διανοηθεί, να αμφισβητήσει. Η Ελληνική Πολιτεία για να ευημερήσει είχε ανάγκη από πολίτες ώριμους, λογικούς και υπεύθυνους. Όλες της οι προσπάθειες συνέκλιναν προς την «παραγωγή» τέτοιων πολιτών: Τα γυμναστήρια, τα θέατρα, τα συμπόσια, η αγορά, ήταν σχολεία όπου εκπαιδεύονταν οι Έλληνες πολίτες. Μέσα σ” έναν κόσμο καταδυναστευμένο από την αντίληψη τής ασημαντότητας τού ατόμου μπροστά στον αυτοκράτορα, το κράτος ή τον θεό, οι Έλληνες ήταν οι μόνοι πού συνέλαβαν την ιδέα τής ελευθερίας τού νου και τού ανθρώπου.

Στους «Πέρσες» (241-2) ο Αισχύλος παραθέτει έναν διάλογο ανάμεσα στον Χορό και την Άτοσσα, την βασίλισσα τών Περσών, πού ρωτά να μάθει τις ιδιαίτερες συνήθειες και τα χαρακτηριστικά τών Ελλήνων:

Άτοσσα: Και ποιος τούς κυβερνά και δεσπόζει στον στρατό;
Χορός: Κανενός δεν είναι δούλοι, ούτε υπήκοοι.

Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που απαγόρευσε στη νεότερη ιστορία τη δουλεία, αμέσως μετά τον Επανάσταση του 1821. Το σύνταγμα του 1822, του 1823 όπως και του 1844 όριζαν ότι «εις την ελληνική επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το Ελληνικό έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος».

Η Αισθητική των φιλοσόφων

«Η αισθητική είναι η επιστήμη του αισθήματος» Γκαίτε

Ο Όρος «Αισθητική» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό Αλεξάντρ Μπάουμγκαρντεν, «Αισθητική» (1750—1758), ο οποίος με το έργο του αυτό συνέβαλε στο να αναγνωριστεί η αισθητική σαν ένας ξεχωριστός φιλοσοφικός κλάδος που θα ασχολείται με τη φύση της ομορφιάς και της τέχνης. Ο όρος «αισθητική» παράγεται από την «αίσθηση» την εμπειρία που προέρχεται από το «αισθάνομαι», αντιλαμβάνομαι, είναι η αίσθηση που προσλαμβάνουμε μέσω των αισθήσεων.

Η  αισθητική είχε κιόλας αρχίσει να αναπτύσσεται από τα αρχαία χρόνια στις πλούσιες χώρες της μεσογείου, της αρχαίας Ανατολής μέχρι και την  αρχαία Κίνα.Την πιο πλήρη όμως ολοκλήρωσης  της η Αισθητική, τη γνώρισε στην αρχαία Ελλάδα που ήταν η μήτρα πολιτικών  γεγονότων και σκέψης, μέσα σε συνεχείς αγώνες για ανάπτυξη, στην τέχνη, την λογοτεχνία, στα δρώμενα όλων των ελληνικών πόλεων – κρατών, κι ακόμη, οι πλατιές εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις των Ελλήνων με τους λαούς της Ανατολής. Αυτός ήταν  λόγος  που πήρε τις κατευθύνσεις από την αρχαία Ελλάδα.

Η ελληνική φιλοσοφική – αισθητική σκέψη πρόβαλε σαν προσπάθεια να ερμηνευθεί θεωρητικά η καλλιτεχνική πρακτική της εποχής της. Η αρχαία ελληνική τέχνη από την εποχή που εμφανίστηκαν οι πρώτες αισθητικές αντιλήψεις, κατάφερε και ανέβηκε σε πολύ υψηλό επίπεδο ανάπτυξης. Δεν είναι τυχαίο που στις πολυποίκιλες φιλοσοφικές – αισθητικές θεωρίες της αρχαίας Ελλάδας υπάρχουν τα σπέρματα για όλους σχεδόν τους μέχρι σήμερα τύπους όλων των κοσμοθεωριών.

Το βασικό περιεχόμενο της εξέλιξης της φιλοσοφικής – αισθητικής σκέψης στην αρχαία Ελλάδα ήταν  κατ ουσία, ο αγώνας ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό. Ο αγώνας αυτός σε τελευταία ανάλυση αντανακλούσε την πάλη ανάμεσα στις προοδευτικές και τις συντηρητικές δυνάμεις της αρχαίας κοινωνίας. Οι θιασώτες του παλιού (παραδοσιακού) απέναντι σε κάθε μορφή νεοτερισμού. Η στασιμότητα απέναντι σε όποια αλλαγή.

Πυθαγόρης: Από τους πρώτους που ξέρουμε πως διατύπωσαν μια σειρά θέσεις πάνω στα προβλήματα της τέχνης στην αρχαία ‘Ελλάδα ήταν οι πυθαγόρειοι. Από την κοσμοθεωρία τους οι πυθαγόρειοι ήταν ιδεαλιστές. Είχαν διακηρύξει ότι η ουσία στα πράγματα αποτελεί αριθμό, και γι’ αυτό η γνώση του κόσμου ταυτίζεται με τη γνώση των αριθμών που τον κατευθύνουν. Αυτές τις βασικές φιλοσοφικές θέσεις τους τις χρησιμοποίησαν ως αφετηρίες για τις αισθητικές τους θεωρίες.

Οι Πυθαγόρειοι μέτραγαν ότι η αρμονία των αριθμών είναι αντικειμενική νομοτέλεια που κατευθύνει όλα τα φαινόμενα της ζωής. Και αυτή η αριθμητικά μετρητή αντικειμενική νομοτέλεια, κατά τη γνώμη των πυθαγορείων, βρίσκεται και στη βάση των αισθητικών φαινομένων. Ξέχωρη σημασία είχανε οι εργασίες των πυθαγορείων πάνω στη μουσική. Αυτοί οι οποίοι πρώτοι διατύπωσαν τη σκέψη ότι η ιδιομορφία του μουσικού τόνου εξαρτάται από το μήκος της χορδής που ηχεί. Πάνω σ’ αυτό ανέπτυξαν τη διδασκαλία για τις μαθηματικές βάσεις των μουσικών διαστημάτων.

Μα τη διδασκαλία τους για την αρμονία σαν «συμφωνία ασυμφωνούντος» οι πυθαγόρειοι θεμελίωσαν τη διαλεκτική ερμηνεία της ομορφιάς αν και βασίστηκαν στην χρησιμοποίηση των αντιθέσεων.

Ηράκλειτος: Πολύ πιο βαθιά το πρόβλημα της αντίθεσης όσον αναφορά τις κατηγορίες της Αισθητικής το έλυσε ο θεμελιωτής της διαλεκτικής Ηράκλειτος ο Έφέσιος (γύρω στα 530 — 470 π.κ.ε). Ο Ηράκλειτος παίρνει για πρώτη αρχή σε καθετί που υπάρχει το «αιώνια ζωντανό πυρ». Στον κόσμο βασιλεύει αυστηρή νομοτέλεια, κι ωστόσο σ’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτα το αμετάβλητο — το παν ρέει κι αλλάζει. Αντίθετα προς τους πυθαγόρειους ο Ηράκλειτος τονίζει όχι τη συμφιλίωση των αντιθέσεων, αλλά τον αγώνα μεταξύ τους. Η ομορφιά κατά τον Ηράκλειτο είναι ιδιότητα του πραγματικού κόσμου. Κι ωστόσο, η ομορφιά είναι ιδιότητα σχετική. Η σχετικότητα αυτή προσδιορίζεται από το ότι οι υπάρξεις ανήκουν σε διαφορετικά γένη. Ο πιο ωραίος πίθηκος είναι άσχημος σε σύγκριση με το γένος των ανθρώπων.

Ο Ηράκλειτος, όπως και οι πυθαγόρειοι θεωρεί ότι το ωραίο έχει αντικειμενική βάση, ωστόσο αυτή τη βάση δεν τη βλέπει στις αριθμητικές σχέσεις, αλλά στις ποιότητες των υλικών πραγμάτων. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ηράκλειτος ξεπερνάει τους πυθαγόρειους όχι μονάχα γιατί δίνει πιο βαθιά, διαλεκτική εξήγηση στην αρμονία και την ομορφιά, άλλα και γιατί, σ’ αυτόν, ο ίδιος ο κόσμος αποτιμάται ως υλικός. Δεν είναι φτιαγμένος από θεούς, άλλα υπάρχει αιώνια στην μορφή αέναου γίγνεσθαι. Έτσι, η ομορφιά έχει υλική βάση και αναπτύσσεται σαν ιδιότητα των πραγμάτων.
Δημόκριτος: Από την πλουσιότατη συγγραφική κληρονομιά – που δυστυχώς δεν διασώθηκε τίποτα – ενός από τους πιο βαθείς στοχαστές της αρχαιότητας, που θεμελίωσε τον ατομικό υλισμό, ο Δημόκριτος (460 π.κ.ε.) πολύ λίγα έφτασαν μέχρι σε μας. Από τα αποσπάσματα όμως που σώθηκαν από το έργο του μπορούμε να σχηματίσουμε μια εντύπωση για τις αισθητικές του αντιλήψεις. Ο Δημόκριτος ξεκινάει από το ότι το ωραίο έχει αντικειμενική βάση στον υλικό κόσμο. Η ουσία της Αρμονίας κατά το Δημόκριτο βρίσκεται στην κανονική διάταξη, στη συμμετρία, στην αρμονία των μερών, στης σωστές μαθηματικές σχέσεις.Τη μουσική τη θεωρούσε ως τη ανώτερη των τεχνών και βεβαίωνε ότι αυτή «δεν τη γέννησε η ανάγκη, αλλά την έφερε στον κόσμο η πολυτέλεια με την εξέλιξη της».

Όπως βλέπουμε, εδώ ο Δημόκριτος πλησιάζει στο πρόβλημα για τις κοινωνικές αιτίες στην ανάπτυξη της τέχνης. Τον Δημόκριτο τον απασχολεί επίσης και το πρόβλημα για τη φύση της έμπνευσης, που τη θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την καλλιτεχνική δημιουργία.

Σωκράτης: Ο Σωκράτης (469 — 399 π.κ.ε.) στις αισθητικές του αποφάνσεις απομακρύνεται από τον υλισμό. Στις γενικές φιλοσοφικές αντιλήψεις του ο Σωκράτης είναι φανατικός ιδεαλιστής. Τα φυσικά προβλήματα για το Σωκράτη μένουν σε δεύτερο πλάνο. Η προσοχή του  συγκεντρώνεται γύρω στα προβλήματα της ηθικής. Ο άνθρωπος, κατά το Σωκράτη, είναι τόσο ηθικός όσο γνωρίζει τι είναι η αρετή, δηλαδή κατά πόσο αντιλαμβάνεται σε τι συνίσταται το ωραίο και το καλό. Άρα, το ακέριο ηθικό και το ακέριο ωραίο, κατά το Σωκράτη, ταυτίζονται. Για τη γνώση μπορούν να έχουν αξιώσεις μόνο «ευγενείς άνθρωποι» (καλός κάγαθός). Όσο για τον επαγγελματία και τον αγρότη, μιας τοις % είναι τέτοιας λογής οι απασχολήσεις τους δεν μπορούν να είναι καλλιεργημένοι, και γι’ αυτό αποδείχνονται ανίκανοι να νιώσουν την αρετή και την ομορφιά. «Έτσι, ξεκάθαρα προβάλλονται τα αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά στην ηθική του Σωκράτη.

Την κατηγορία του ωραίου ο Σωκράτης τη συνδέει με τη σκοπιμότητα, δηλαδή με την ωφελιμότητα για την επιτυχία ορισμένου σκοπού. Με αυτό για βάση, το ωραίο κατά το Σωκράτη είναι σχετικό: «Το καθετί είναι καλό και ωραίο σε σχέση μ’ αυτό για το οποίο χρησιμοποιείται καλά, και, αντίθετα είναι κακό και άσχημο σε σχέση μ’ αυτό για το οποίο χρησιμοποιείται κακά».

Η τέχνη κατά το Σωκράτη είναι μίμηση της φύσης. Βασικός σκοπός της απεικόνισης στην τέχνη πρέπει να είναι α ωραίος πνευματικά και σωματικά άνθρωπος. Αν και η γλυπτική και η ζωγραφική απεικονίζουν τον άνθρωπο εξωτερικά, πρέπει να μη περιορίζονται μονάχα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Κατά το Σωκράτη όχι μονάχα η ποίηση, αλλά κ’ η γλυπτική μπορεί να εκφράσει «καταστάσεις της ψυχής». Και κάτι περισσότερο: και εδώ το «σωματικό» πρέπει να είναι υποταγμένο στο «πνευματικό».
Πλάτων:Από αντικειμενικά ιδεαλιστικές θέσεις ανάπτυξε την αισθητική και ο μαθητής του Σωκράτη Πλάτων (427 — 347 π.κ.ε.) Κεντρικός στόχος του Πλάτωνα είναι το πρόβλημα του ωραίου. Στο διάλογο του «’Ιππιας Μείζων» ο Πλάτων απορρίπτει τις αντιλήψεις που εκείνο τον καιρό υπήρχανε για το ωραίο. Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι ωραίο δεν είναι εκείνο που «μοιάζει», ωραίο, δεν είναι ούτε το «χρήσιμο», ούτε το «ωφέλιμο η το ευχάριστο στην δράση και την ακοή.

Το ωραίο, κατά τον Πλάτωνα, δεν υπάρχει σε τούτο τον κόσμο, αλλά στον κόσμο των ιδεών. Σε τούτο τον κόσμο, που είναι προσιτός με την αισθητηριακή αντίληψη, βασιλεύει η πολυμορφία. Εδώ όλα αλλάζουν και περνούν. Ενώ το ωραίο, γενικά, το ωραίο σαν ιδέα ούτε γεννιέται ούτε αφανίζεται. Υπάρχει έξω από τόπο και χρόνο, και του είναι ξένη η κίνηση κ’ η αλλαγή. Αυτό, θαρρείς και είναι αντίθετο στην ομορφιά των αισθητών πραγμάτων, τα οπαία δεν είναι πηγή ομορφιάς. Και μιας κ’ η ομορφιά έχει υπεραισθητό χαρακτήρα, λέει ο Πλάτων, γι’ αυτό δεν είναι προσιτή με τα αισθήματα, μα με το νου. Όντας «ομοιόμορφο με τον εαυτό του», το ωραίο βρίσκεται στο με τη νόηση μονάχα προσιτό βασίλειο των υπερκόσμιων ιδεών.  Όπως βλέπουμε, η έννοια της ομορφιάς στον Πλάτωνα αναπτύχθηκε  σε μυστικιστικά ιδεαλιστικό πλάνο.

Με τον ίδιο τρόπο ο Πλάτων ερμηνεύει και τα προβλήματα του δημιουργικού σχεδίου. Πριν απ’ όλα, αντιθέτει με οξύτατη την καλλιτεχνική έμπνευση στην γνωστική λειτουργία. Η έμπνευση του καλλιτέχνη είναι εξωλογική, αντιορθολογική, ο καλλιτέχνης δημιουργεί σε κατάσταση επιφοίτησης κ’ ενατένισης. ‘Υπονοείται ότι με τέτοιας λογής ερμηνεία της δημιουργικής λειτουργίας περισσεύει κάθε ανάγκη να μελετηθεί η καλλιτεχνική παράδοση, να αποκτηθούν επιδεξιοσύνη κ’ ικανότητες, μιας και ο καλλιτέχνης σαν «θεόπνευστος» είναι μόνο όργανο που διαμέσου του αποκαλύπτεται η ενέργεια των μυστικιστικών δυνάμεων της θεότητας. Στη θεωρία του για την έμπνευση ο Πλάτων αγκαλιάζει μια από τις πραγματικές πλευρές της τέχνης — τη δύναμη της μεταδοτικότητάς της. Άλλα αυτή η πλευρά της τέχνης στον Πλάτωνα γίνεται πέρα για πέρα μυστικιστική.

Ο Πλάτων είναι Οπαδός της θεωρίας της μίμησης, την όποια και ερμηνεύει ιδεαλιστικά. Ο καλλιτέχνης αναπαράγει αισθητά πράγματα. Άλλα τα πράγματα στην ουσία τους δεν είναι παρά ανταύγειες των Ιδεών. Σ’ αυτή την περίπτωση οι απεικονίσεις του καλλιτέχνη δεν είναι τίποτα άλλο από αντιγραφές αντιγραφών, μιμήσεις μιμήσεων, σκιές σκιών. Σαν δευτερεύον αντικαθρέφτισμα, σαν αντικαθρέφτισμα από άλλο αντικαθρέφτισμα, η τέχνη, κατά τον Πλάτωνα δεν έχει γνωστική άξια. Πέρα από αυτό, η τέχνη είναι απατηλή, ψεύτικη και παρεμποδίζει τη γνώση του πραγματικά αληθινού κόσμου.

Και ποιός είναι ο ζηλωτής της καλλιτεχνικής παραγωγής; Σ’ αυτό το ερώτημα ο Πλάτων διατυπώνει ξεκάθαρα την αριστοκρατική άποψη. Η Μούσα, λέει, πρέπει να παρέχει «την ευαρέσκεια της όχι στους πρώτους τυχόντες, αλλά στους πιο εξαιρετικούς και σε κείνους που έχουν αρκετά διαπαιδαγωγηθεί».

Αριστοτέλης: Η ιδεαλιστική Αισθητική του Πλάτωνα, όπως και η φιλοσοφία του στο σύνολό της, δέχτηκε την εξονυχιστική κριτική του μαθητή του Αριστοτέλη (384 -— 322 π.κ.ε.). Ο ίδιος ο Αριστοτέλης και η κοσμοθεωρία του ταλαντεύονταν ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, κλίνοντας σε τελευταία ανάλυση προς τον ιδεαλισμό.

Το κυριότερο αισθητικό έργο του Αριστοτέλη είναι το «Περί ποιητικής». Σ αυτό γενικεύει την καλλιτεχνική πρακτική του καιρού του και κάπως κωδικοποιεί τους κανόνες της δημιουργίας. Στο «Περί ποιητικής» αναφέρεται στον Όμηρο, στους δραματουργούς — Σοφοκλή, Ευριπίδη, στους καλλιτέχνες — Πολύγνωτο, Ζεύξη κ.α. Ο Αριστοτέλης γνωρίζει καλά το ελληνικό δράμα, το έπος, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, το θέατρο, τη ζωγραφική. Αντίθετα προς τον Πλάτωνα που κατά προτίμηση κλίνει στη θεωρητική ερμηνεία των αισθητικών προβλημάτων, ο Αριστοτέλης προτιμάει και ξεκινάει από συγκεκριμένα γεγονότα. Το «Περί ποιητικής» του Αριστοτέλη δεν είναι μονάχα το πιο σπουδαίο θεωρητικό ντοκουμέντο, αλλά και αυθεντικό τεκμήριο για την εξέλιξη της ελληνικής τέχνης.

Ο Αριστοτέλης, το ίδιο όπως και οι προγενέστεροι του, αναζητεί τον αντικειμενικό νόμο του ωραίου. Όμως αντίθετα από τον Πλάτωνα, αυτός τον αναζητεί όχι στον υπεραισθητό, αλλά στον πραγματικό κόσμο. Για τον Αριστοτέλη η ομορφιά είναι αντικειμενικά υπαρκτή ποιότητα, ιδιότητα που έχουν τα ίδια τα αντικείμενα, τα πράγματα. Ο Αριστοτέλης προβάλλει και συστηματοποιεί τα γνωρίσματα του ωραίου και δημιουργεί κανονιστική Αισθητική.

Και ποια είναι κατά τον Αριστοτέλη τα γνωρίσματα του ωραίου; Σχετικά με αυτό στα «Μεταφυσικά» του λέει το παρακάτω: «Τα σπουδαιότερα γνωρίσματα του ωραίου είναι: συμμετρία [στο χώρο], αναλογία και ενάργεια.» Στο «Περί ποιητικής» κοντά σ’ αυτά τα γνωρίσματα του ωραίου ο Αριστοτέλης προσθέτει και τα ακεραιότητα και ενότητα στην πολυμορφία. Πιο πέρα Ο Αριστοτέλης προσπαθεί να προσδιορίσει τη σχέση της ομορφιάς με το καλό.

Στα «Μεταφυσικά» του παρατηρεί ότι το καλό πάντοτε εκφράζεται σε κίνηση, ενώ το ωραίο μπορεί να υπάρχει και σε ακίνητα πράγματα. Πάνω σ’ αυτό διακρίνει ομορφιά ηρεμίας και ομορφιά κίνησης. Όπως βλέπουμε, ο Αριστοτέλης πριν απ’ όλα ενδιαφέρεται για τα τυπικά γνωρίσματα της ομορφιάς. ‘Ωστόσο τη βάση της ομορφιάς τη βλέπει στις ιδιότητες και στις σχέσεις των πραγματικών αντικειμένων. Έτσι ερμηνεύοντας  το πρόβλημα του ωραίου ο Αριστοτέλης βασικά, στέκει σε υλιστικές θέσεις.

Επίσης, στην πραγματεία του πάνω στη θεωρία της μίμησης ο Αριστοτέλης απομακρύνεται πολύ από τον Πλάτωνα. Σχετικά με αυτό, ο! παρακάτω παρατηρήσεις του Αριστοτέλη αποκτούν ξέχωρη σημασία: «Πρώτα – πρώτα, η μίμηση είναι έμφυτη στους ανθρώπους από την παιδική ηλικία, κι ότι τους κάνει να ξεχωρίζουν από τα άλλα ζώα είναι πως μπορούν πιο εύκολα από αυτά να μιμηθούν, κάτι που τους δίνει την ικανότητα να αποχτήσουν τις πρώτες γνώσεις. Έπειτα, τα προϊόντα της μίμησης προσφέρουν σε όλους ευχαρίστηση . Μ’ αυτό ο Αριστοτέλης προσπαθεί να εξηγήσει την ευχαρίστηση που νιώθουν οι άνθρωποι βλέποντας τα έργα τέχνης. Αυτή η ευχαρίστηση, κατά τη γνώμη του, βασίζεται στη χαρά της «γνώσης». Την πηγή των αισθητικών ευχαριστήσεων δεν την βλέπει στον κόσμο των ιδεών η σε άλλες ουρανοκατέβατες υπερκόσμιες υπάρξεις αλλά στο πραγματικό ενδιαφέρον των ανθρώπων για τη γνώση. Η τέχνη κατά τον Αριστοτέλη είναι μια από τις μορφές της γνωστικής δραστηριότητας των ανθρώπων.

Η τέτοιας λογής ερμηνεία της μίμησης έδωσε στο φιλόσοφο τη δυνατότητα να διατυπώσει με εκπληκτική βαθύτητα το πρόβλημα για την καλλιτεχνική αλήθεια. Ο Αριστοτέλης δε ζητάει από την τέχνη απόλυτη ομοιότητα στα πράγματα και τα φαινόμενα που αναπαράγει. Η διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό και τον ποιητή δεν περιέχεται στο ότι ο ένας γράφοντας χρησιμοποιεί στίχους κι ο άλλος όχι. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι «Ο πρώτος μιλάει για πράγματα που συνέβησαν στην πραγματικότητα, ενώ ο άλλος γι’ αυτό που θα μπορούσε να συμβεί».

Ο ιστορικός μιλάει για το μοναδικό, ο ποιητής για το γενικό. Γι’ αυτό η ποίηση είναι «πιο φιλοσοφική και πιο σπουδαία από την ιστορία». Πιο πέρα ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι μπορεί η απεικόνιση να γίνει με ακρίβεια, αν με αυτό εξασφαλίζεται μεγαλύτερη εκφραστικότητα στο έργο τέχνης.

Συγκριτικά, στην εποχή του Αριστοτέλη τα είδη και γένη της τέχνης είχανε καθοριστεί με ακρίβεια κ’ έφτασαν σε υψηλή στάθμη εξέλιξης. Είχε συγκεντρωθεί αρκετό υλικό σε στοιχεία για να τεθεί το πρόβλημα της ταξινόμησης των τεχνών. Ο Αριστοτέλης διακρίνει την τέχνη κατά το αντικείμενο, τη μέθοδο και τα μέσα μίμησης. Διερευνά λεπτομερειακά ιδιαίτερα τη δομή της τραγωδίας. Η θεωρία του για την τραγωδία είχε μεγάλη επίδραση στη μεταγενέστερη εξέλιξη της αισθητικής και της καλλιτεχνικής πρακτικής.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του Αριστοτέλη πάνω στη διαδικασία  της δημιουργίας. Στην Αισθητική του Αριστοτέλη αυτό η διαδικασία χάνει το μυστικιστικό της χαρακτήρα. Η διαδικασία δημιουργίας των έργων τέχνης καθώς και η αφομοίωση τους κατά τον Αριστοτέλη είναι διανοητικές λειτουργίες. Κατά την άποψη του η διαδικασία της δημιουργίας είναι προσιτό στην νόηση και επιδέχεται έλεγχο, από αυτό ξεκάνει η προσπάθεια του Αριστοτέλη να διατυπώσει καθορισμένα αξιώματα, κανόνες κι αρχές. Από αυτή την αντίληψη για τη διαδικασία της δημιουργίας γίνεται ολότελα φυσικό το ότι ο Αριστοτέλης απαιτεί όχι μόνο να σπουδάζεται η καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και η αισθητική κρίση.

Σημαντική θέση στα έργα του Αριστοτέλη παίρνει το πρόβλημα για τον παιδαγωγικό ρόλο της Τέχνης. Η τέχνη, κατά τη γνώμη του, δεν έχει ανεξάρτητο κύρος. Συνδέεται με την ηθική ζωή των ανθρώπων και είναι υποταγμένη στα προβλήματα «τελειοποίησης στην αρετή». Τα έργα τέχνης εξευγενίζουν τον άνθρωπο, γιατί με μέσο τον εξαγνισμό («κάθαρση») της ψυχής τον ελευθερώνουν από τ’ αρνητικά του πάθη. Το ότι ο Αριστοτέλης υπόδειξε το δεσμό της τέχνης με την ηθική δραστηριότητα των ανθρώπων στάθηκε μεγάλη προσφορά του. Ωστόσο πρέπει να μνημονευθεί ότι για τον Αριστοτέλη το ηθικό ιδανικό είναι «θεωρητική λειτουργία του νου» που δεν επιδιώκει κανένα πρακτικό σκοπό. Στο έργο του Αριστοτέλη η αρχαία Ελληνική αισθητική σκέψη έφτασε στο κατακόρυφο της.
Λουκρήτιος: Την παραπέρα ανάπτυξη τους οι αισθητικές ιδέες την πήρανε στην αρχαία Ρώμη. Με βάση την υλιστική αντίληψη για τον κόσμο, μερικά από τα αισθητικά προβλήματα εξετάζονται από το Ρωμαίο ατομιστή Λουκρήτιο (99 — 55 π.κ.ε.)

Στο ποίημα «Για τη φύση των πραγμάτων» εξετάζει την ιδέα για το αναλλοίωτο των νόμων της φύσης που είναι ανεξάρτητοι από τις επεμβάσεις των θεών. Επιβεβαιώνει την αρχή της αιωνιότητας και αφθαρσίας της ύλης, ακολουθώντας τον Επίκουρο διατυπώνει την ατομική θεωρία. Κατά την γνώμη του Λουκρήτιου η τέχνη επήγασε από τη «χρεία», δηλαδή από τις ανάγκες του ανθρώπου. Η τέχνη μιμείται τα διάφορα φαινόμενα της φύσης. Η τέχνη δεν προσφέρει μόνο «ηδονή», άλλα έχει και ωφελιμιστική αποστολή. Λόγου χάρη χρησιμοποιείται ως μέσο για τη διάδοση γνώσεων.

Ο Λουκρήτιος δεν είναι μόνο φιλόσοφος, άλλα και εξαίρετος ποιητής, «ακμαίος, θαρραλέος, ελικώνιος κυρίαρχος του κόσμου». Το ποίημά του διακρίνεται τόσο για το βάθος των ιδεών που αυτός αναπτύσσει, όσο και για τη θαυμάσια ποιητική φόρμα.
Έτσι φθάσαμε στην ύστερη κλασική εποχή όπου και στη Ρώμη, την Ελλάδα, πολύ περισσότερο στη Μικρά Ασία, τη Συρία και Αίγυπτο, όπου,  ακόμη και το πιο άκριτο ανακάτωμα από τις πιο χυδαίες προκαταλήψεις των λαών γινόταν αποδεχτό ανεξέλεγκτα, και συμπληρώνονταν από θεοσεβούμενη απάτη και απερίφραστο τσαρλατανιά. Ήταν η εποχή όπου την πιο σημαντική θέση την κατείχαν τα θαύματα, οι εκστάσεις, τα οράματα, τα φαντάσματα, οι προφητείες, η τεχνητή κατασκευή χρυσού, ο Καβαλισμός και κάθε λογής ανοησίες. Είναι η εποχή της αποσύνθεσης της αρχαίας αισθητικής σκέψης του κάλους και του αντικειμενικά ωραίου, που θα το καταπιεί ο επερχόμενος χριστιανισμός που ήδη άρχισε να απλώνεται σαν αρρώστια στα σπλάχνα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Πλωτίνος: Στο όνομα αυτής της επερχόμενης λαίλαπας, ενέδωσε και η  φιλοσοφία της παρακμής, αυτό έγινε αργότερα φανερό με τον  εξ  Αιγύπτου Πλωτίνο (204 — 270 μ.κ.ε)  διάσημο εκπρόσωπο του νεοπλατωνισμού που έγινε  γέφυρα των θρήσκων εθνικών στο πέρασμα τους από τον Πλατωνισμό στο Χριστιανισμό.

Τον κόσμο ο Πλωτίνος τον σκέφτεται ως εκπόρευση (απορροή) από το θεϊκό πλεόνασμα. Η πρωταρχική τελειότητα, απορρέοντας, σιγά – σιγά όλο και γίνεται πιο ατελής. Κατά τη γνώμη του Πλωτίνου, σκοπός του άνθρωπου είναι να ξαναγυρίσει στο θεό, κάτι που πραγματοποιείται με τον ασκητισμό και την έκσταση. Μόνο σε κατάσταση κατάνυξης και έκστασης πλησιάζουμε στο θεό.

Με τέτοιας λογής μυστικιστική διαδικασία ο Πλωτίνος ερμηνεύει και το πρόβλημα του ωραίου. Κατά τη γνώμη του τα πράγματα είναι ωραία«διαμέσου της επικοινωνίας προς την ιδέα». Η ομορφιά που γίνεται αντιληπτή με τα αισθήματα είναι κατώτερο είδος ωραίου. Όσο πιο πολύ η ψυχή ελευθερώνεται από το σωματικό, τόσο γίνεται πιο ωραία. Το αγαθό στέκει στη κορυφή του χορού των πραγμάτων. Είναι η ανώτατη, η πρώτη ομορφιά. Η ενατένιση αυτής της ομορφιάς δεσπόζει πάνω από το καθετί – πάνω από τα ωραία σώματα. Για χάρη της πρέπει να απαρνιέται κανείς βασίλεια και εξουσίες. Τα ωραία σώματα δεν είναι παρά ίχνη, εικόνες, σκιές, αναλαμπές της ανώτατης ομορφιάς. Για ν’ αντικρίσεις την ανώτατη ομορφιά πρέπει πρώτα να γλυτώσεις την ψυχή από το σωματικό ρύπο.

Το κήρυγμα για ασκητισμό, ή αποστροφή απέναντι στον αισθητό κόσμο, η απάρνηση του νου και η προβολή σε πρώτο πλάνο του μυστικιστικού ρεμβασμού, η θέα της ανώτατης ομορφιάς στο θεό — όλες αυτές οι κατευθύνσεις της αισθητικής του Πλωτίνου ξεπερνάνε τις θεολογικές δοξασίες του σκοταδιστικού μεσαίωνα. Για μερικά από αυτά τα μαργαριτάρια του, ακόμα ο ίδιος ο Πλάτων θα τραβούσε τα μαλλιά του !!!

Η «φιλοσοφία» του εγκρίθηκε πλήρως από τους πατέρες της εκκλησίας Αμβρόσιο και  Αυγουστίνο. (!) Η προοδευτική ελληνορωμαϊκή αισθητική σκέψη έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην παραπέρα ανάπτυξη της αισθητικής. Είχανε κιόλας τεθεί πολλά από τα πιο σπουδαία προβλήματα για την ουσία της τέχνης και για την κοινωνική της αποστολή.

Η θεωρία της «μίμησης» τόνιζε την ουσία της τεχνικής δραστηριότητας σαν αληθινό αντικαθρέφτισμα,  τη μειονεκτικότητα της τέχνης σε σχέση με τον αντικειμενικό κόσμο. Είχε πλατιά αναπτυχθεί η ιδέα ότι η τέχνη έχει μορφωτική σημασία και δεσμούς με την πολιτική ζωή της κοινωνίας. Τα προβλήματα για τα είδη και τα γένη, το περιεχόμενο και η φόρμα στα έργα τέχνης καλλιεργούνται σε κάθε τους πλευρά. Επίσης είχανε διατυπωθεί βαθυστόχαστες κρίσεις για την ουσία της αισθητικής αφομοίωσης της πραγματικότητας γενικά.

Συσκευές που υπήρχαν πριν την ανακάλυψη και την εφαρμογή του Ραντάρ


Σε όλους μας είναι γνωστές οι αρχές λειτουργίας και οι διάφορες εφαρμογές του ραντάρ.
Σήμερα, πάνω στις αρχές αυτές, βασίζονται μια πληθώρα στρατιωτικών και όχι μόνο εφαρμογών, είτε αυτές έχουν αποστολή την έγκαιρη προειδοποίηση επερχόμενου αεροσκάφους, είτε παρατήρησης καιρικών φαινομένων.

Το ραντάρ λοιπόν είναι ένα σύστημα ελέγχου αντικειμένων και μετρά την απόσταση, το ύψος, την διόπτευση και την ταχύτητα του αντικειμένου που ανιχνεύεται. Το RADAR (RAdio Detection And Ranging) αναπτύχθηκε μυστικά πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ και χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία από τις ένοπλες δυνάμεις και των συμμάχων αλλά και των Γερμανών.
Τι γινόταν όμως πριν την ανακάλυψη και την εφαρμογή του Ραντάρ;
Είναι άξιο προσοχής να δούμε πως και με τι συσκευές, οι στρατοί, πριν από τον Β’ ΠΠ, προσπάθησαν να έχουν έγκαιρη προειδοποίηση για τα επερχόμενα αεροσκάφη.
Στην παρακάτω εικόνα φαίνεται ένα από τα πρώτα ακουστικά συστήματα, που χρησιμοποιήθηκαν την περίοδο αμέσως μετά τον Α’ ΠΠ.
Και σε αυτήν την εικόνα ένα από τα Ιαπωνικά ακουστικά συστήματα εντοπισμού αεροσκαφών. Στην φωτογραφία φαίνεται ο Αυτοκράτορας Χιροχίτο να επιθεωρεί τα γιγάντια ακουστικά συστήματα και τα Α/Α πυροβόλα στο βάθος.
Βέβαια ενώ οι επιστήμονες ερευνούσαν τις αρχές των μικροκυμάτων, οι ακουστικοί αισθητήρες εκείνη την εποχή – αν και φαινόταν ότι δεν είχαν μεγάλο μέλλον, ήταν οι μόνες συσκευές εντοπισμού των αεροσκαφών, με βάση τον ήχο του επερχόμενου αεροσκάφους.
Σε αυτή την εικόνα – που είναι από μια εφημερίδα της εποχής λίγο πριν από την λήξη του Α΄ΠΠ, με τίτλο “Balloon Microphones to Warn of Air Raids” - απεικονίζεται καθαρά η διάταξη και το δόγμα χρησιμοποίησης των ακουστικών αισθητήρων. Εδώ βλέπουμε τους ακουστικούς αισθητήρες να έχουν τοποθετηθεί πάνω σε στατικά αερόστατα.
Μία άλλη εφαρμογή των ακουστικών αισθητήρων ήταν η κατασκευή (μεταξύ του 1916 και του 1930), σε πολλά σημεία της νότιας Αγγλίας τσιμεντένιων ‘’ακουστικών αυτιών’’, ή ‘’ακουστικών κατόπτρων’’ ύψους τουλάχιστον 30 ποδών, όπως αυτά που βλέπουμε παραπάνω στο Denge της Αγγλίας.
Κατασκευάσθηκαν γύρω στο 1915 και χρησιμοποιούνταν για την ανίχνευση εχθρικών αεροσκαφών.