Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Η αιματηρή θυσία στην αρχαία Ελλάδα


ΣTH ΣYZHTHΣH περί ευσεβείας ανάμεσα στον Σωκράτη-Πλάτωνα και στον μάντη Ευθύφρονα η θυσία ορίζεται ως προσφορά δώρων στους θεούς (το θύειν δωρείσθαι εστί τοις θεοίς), ενώ η προσευχή που κατά κανόνα τη συνοδεύει ως αίτημα για κάποιο αντάλλαγμα.

Η πρακτική της θυσίας εντάσσεται λοιπόν σ' αυτό που θα οριστεί παρακάτω ως τέχνη εμπορική από τον Σωκράτη. Για τους αρχαίους Έλληνες οι θεοί είναι οι κατ' εξοχήν δωρητές (δωτήρες εάων) και ο τρόπος να εξασφαλίσει κανείς την εύνοιά τους είναι να δεχτεί αυτό το είδος αμοιβαιότητας που η προσευχή θεμελιώνει άλλοτε στη μελλοντική προσδοκία (do ut des, «δίνω, για να μου δώσεις» ή da ut dem, «δώσε, για να σου δώσω»), άλλοτε στο παρελθόν μιας ιδρυμένης σχέσης (da quia dedisti, «δώσε, γιατί έχεις ξαναδώσει» ή da quia dedi, «δώσε, γιατί σου έχω δώσει»).
Είναι φανερό ότι μόνο αυθαίρετα μπορούμε να απομονώσουμε μία από τις εκφάνσεις της σχέσης αμοιβαιότητας μεταξύ θεών και θνητών που περιέγραψα. Αναθήματα, αναίμακτες προσφορές, απαρχές της σοδειάς καθώς και ύμνοι προς τιμήν των θεών φαίνεται συχνά να τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο από την αρχαία Ελληνική γλώσσα.
Έτσι, το ρήμα θύειν, μολονότι αρχικά συνδέεται με τις έμπυρες προσφορές, όπως η αιματηρή θυσία, χρησιμοποιείται και για αναίμακτες μέσω κατάθεσης προσφορές. Εξάλλου, τόσο τα θύματα όσο και τα αναθήματα προσφέρονται ως αγάλματα, αντικείμενα που έχουν σκοπό να τέρψουν. Στην πράξη, η αιματηρή θυσία ξεχωρίζει κυρίως γιατί συχνά θεωρείται η πολυτιμότερη προσφορά και γιατί, ακολουθούμενη από συμπόσιο, αποτελεί κανονικά την κορύφωση κάθε γιορτής.
Τα ρήματα σφάζειν ή δειροτομείν περιγράφουν την τομή με τη μάχαιρα ή τον πέλεκυ, που κάνει το αίμα να αναπηδήσει. Στη συνηθέστερη μορφή αιματηρής θυσίας που ακολουθείται από γεύμα αντιτίθενται οι θυσίες στους νεκρούς, που χαρακτηρίζονται και ως εναγισμοί, καθώς και ορισμένα σφάγια (τελετουργικές θανατώσεις που δεν απευθύνονται κατ' ανάγκην σ' ένα θεϊκό αποδέκτη, αλλά δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο του αίματος και χαρακτηρίζουν περιπτώσεις έναρξης μάχης, καθαρμού, όρκου και διαβατηρίων τελετών· πρόκειται για ιερά άδαιτα ή και ολόκαυστα, εφόσον τα θύματα παραδίδονται ολοσχερώς στη φωτιά. Δε θα ασχοληθούμε με αυτή τη δεύτερη κατηγορία τελετουργιών.
Στις μυθικές παραδόσεις η αρχή της θυσίας συμπίπτει συνήθως με την αρχή της ανθρώπινης ζωής όπως τη γνωρίζουμε. Το επεισόδιο της ίδρυσης της αιματηρής θυσίας με ανθρώπινη συμμετοχή στην κατάλωση του θύματος από τον Προμηθέα βρίσκεται στο κέντρο της Θεογονίας του Ησιόδου και είναι ένα από τα ελάχιστα σημεία όπου γίνεται λόγος για τους ανθρώπους.
Το θέμα της μοιρασιάς των τιμών (κοσμικών βασιλείων, αρμοδιοτήτων, εξουσιών) που διατρέχει όλο το ποίημα εμφανίζεται κι εδώ: η άνιση και απατηλή μοιρασιά ενός ζώου θα καθορίσει και το μερίδιο, τη μοίρα, θεών και ανθρώπων. Προσπαθώντας να εξαπατήσει τον Δία εις όφελος των ανθρώπων ο γιος του Τιτάνα Ιαπετού θα υπονομεύσει άθελά του την κατάστασή τους: το πλούσιο σε κρέας μερίδιο που προορίζεται γι' αυτούς σφραγίζει την εξάρτησή τους από τη γαστέρα: πρέπει να τρώνε για να ζήσουν, άρα και να εργάζονται και να θυσιάζουν ζώα χάρη στη φωτιά (την οποία και θα κρατήσουν, με το κόστος ενός καλού κακού, δηλαδή της γυναίκας).
Αντίθετα, η φτωχή μερίδα, τα καλυμμένα με λίπος μηριαία οστά, που καίγονται στη φωτιά, γίνονται σύμβολο της αθανασίας των θεών. Το επεισόδιο υπογραμμίζει τον ρόλο της θυσίας ως πράξης που θέτει όρια ανάμεσα σε θεούς, θνητούς και ζώα, σημαίνει την έξοδο από τη χρυσή εποχή της σύγχυσης, κατά την οποία οι άνθρωποι κάθονταν στο ίδιο τραπέζι με τους θεούς, και τη θεσμοθέτηση μιας από απόσταση «κάθετης» επικοινωνίας μέσω του καπνού που ανεβαίνει από τον βωμό.
Ωστόσο, η μυθική μοιρασιά του Προμηθέα δεν αποτελεί με κανένα τρόπο περιγραφή του τυπικού μιας θυσίας. Αποκλίσεις από το ησιοδικό σχήμα που πλουτίζουν με σάρκα τη θεϊκή μερίδα σημειώνονται ήδη από τον Όμηρο, χωρίς αυτό να προσκρούει στην ομηρική αντίληψη περί δίαιτας των αθανάτων βασιζόμενης σε νέκταρ και αμβροσία. Παρά την πολυμορφία του φαινομένου (οι θυσίες ποικίλλουν ανάλογα με το ιερό, την πόλη, τον ιδιωτικό ή δημόσο χαρακτήρα τους) και τον αποσπασματικό χαρακτήρα των πηγών, οι οποίες, ανάλογα με το είδος στο οποίο ανήκουν, τονίζουν το ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε κάποια στοιχεία.
Το ενενήντα τοις εκατό των προσφερόμενων ζώων είναι βοοειδή, αιγοπρόβατα ή χοίροι. Τα μικρότερα ζώα ανταποκρίνονται στις δυνατότητες των ιδιωτών, ενώ άλλα συνδέονται με τις προτιμήσεις κάποιου θεού (ταύρος για τον Ποσειδώνα, σκυλί για την Εκάτη κ.λπ.). Τα ψάρια, αν και σπάνια, δε λείπουν, ενώ τα μη οικόσιτα ζώα συναντώνται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Μεγάλη προσοχή δίνεται στην επιλογή του εκάστοτε θύματος (είδος, χρώμα, ηλικία, φύλο), το οποίο δεν πρέπει να παρουσιάζει κανένα ψεγάδι (μερικές φορές οργανώνονται πραγματικά καλλιστεία ζώων προκειμένου να επιλεγεί το θύμα), ενώ στη συνέχεια στεφανώνεται, στολίζεται με γιρλάντες και ταινίες ή ακόμα και με επίχρισμα χρυσού στα κέρατα.
Τα μέλη της πομπής που θα οδηγήσει το θύμα στον βωμό (πέμπειν τα ιερεία), καθαρά από κάθε μίασμα, είναι κι αυτά στεφανωμένα και σε μερικές περιπτώσεις ντυμένα με ιδιαίτερα ρούχα. Η κανηφόρος, κόρη ευγενικής οικογένειας, φέρει το κανούν, το κάνιστρο, που περιέχει χοντροαλεσμένο κριθάρι και αλάτι (ουλοχύται ή προχύται) καθώς και την μάχαιρα ή σφαγίδα. Αναπόσπαστο στοιχείο της πομπής αποτελεί βέβαια και η μουσική συνοδεία.
Ο χώρος και ο χρόνος της θυσίας οριοθετείται μέσω κυκλικής πορείας του ιερέα γύρω από τον βωμό από τα αριστερά προς τα δεξιά, όπως φαίνεται τουλάχιστον να δείχνει η έκφραση ενδεξιούσθαι βωμόν. Η οριοθέτηση αυτή ολοκληρώνεται με τον τελετουργικό καθαρμό, που περιλαμβάνει όχι μόνο τη νίψη των χεριών, αλλά και το ράντισμα (με τη βοήθεια ενός κλαδιού που αφαιρείται από τον βωμό) του ζώου, του βωμού και των παρευρισκομένων.
Τόσο το ράντισμα με τη χέρνιβα όσο και με τους σπόρους του κριθαριού που περιέχει το κάνιστρο (άρχεσθαι χέρνιβα / κανά) δηλώνουν την αμετάκλητη πλέον αρχή της θυσίας και ενώνουν ήδη τα πρόσωπα σε μια θυσιαστική κοινότητα.
Λίγες τρίχες κόβονται από το κεφάλι του ζώου, για να καούν στην πυρά ως απαρχές, μερική προσφορά που καθαγιάζει το όλον. Η ιερή σιωπή (ευφημία) διακόπτεται από την προσευχή που εκφωνείται από τον ιερέα. Υστερα από το αρχικό χτύπημα, που θανατώνει το ζώο, τη σφαγή μπορεί να αναλάβει ο μάγειρος (ο οποίος κάνει στη συνέχεια και τη δουλειά του χασάπη). Μερικές πηγές αναφέρουν την ολολυγή, τελετουργική κραυγή τη στιγμή της σφαγής.
Το κεφάλι του ζώου ανασηκώνεται, για να του κόψουν τον λαιμό και να τρέξει το αίμα· ένα μέρος τουλάχιστον πρέπει να τρέξει στον βωμό (αιμάσσειν τους βωμούς). Όταν για πρακτικούς λόγους η σφαγή δεν μπορεί να γίνει ακριβώς πάνω από τον βωμό, τότε το αίμα μαζεύεται μάλλον στο σφαγείον, και από εκεί, ένα μέρος, χύνεται στον βωμό· ορατά ίχνη αίματος στους βωμούς δηλώνουν ότι η λατρεία είναι ζωντανή και προσδίδουν ιερότητα. Επιπλέον, τίποτα δε φαίνεται να απαγορεύει τη χρήση των υπολοίπων του αίματος για διατροφικούς σκοπούς, λουκάνικα αίματος και άλλα παρασκευάσματα.
Ακολουθεί ο τεμαχισμός του ζώου στην τράπεζα, κατ' αρχήν με βάση τις αρθρώσεις του ζώου. Αρχικά αφαιρούνται τα σπλάγχνα και τα μηριαία οστά. Εκτός απ' αυτά, στον βωμό ρίχνονται παραδοσιακά η χολή και η οσφυϊκή χώρα μαζί με την ουρά (την καμπύλη της ουράς, που θα πρέπει να αποτελούσε σημάδι για την αποδοχή ή όχι της θυσίας από τον αποδέκτη θεό, βλέπουμε να εξέχει από την πυρά σε πολλές αγγειογραφίες). Η εξέταση των σπλάχνων, κυρίως του ήπατος (ιεροσκοπία), είναι συχνή σε πολεμικά συμφραζόμενα.
Ένα μέρος από τα σπλάχνα δίδεται στους θεούς (τοποθετούνται μάλλον κατευθείαν στα χέρια ή και τα γόνατα των αγαλμάτων). Τα υπόλοιπα, αφού περαστούν σε οβελούς, ψήνονται στις φλόγες του βωμού και καταναλώνονται όσο είναι ακόμη ζεστά από ένα στενό κύκλο προσώπων που εμπλέκεται άμεσα στη θυσία, τους συσπλαγχνεύοντες. Η άμεση κατανάλωσή τους γύρω από τον βωμό (σπλάγχνων μετουσία), πέρα από την επικοινωνία με τους θεούς, δημιουργεί πολύ ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των όσων συμμετέχουν σ' αυτό το πρώτο γεύμα.
Ακολουθεί η εκδορά του ζώου και το τομάρι του προσφέρεται ως γέρας στον ιερέα. Το υπόλοιπο κρέας τεμαχίζεται κατά τρόπο γεωμετρικό σε ίσες μερίδες διαφορετικής αξίας ανάλογα με το μέρος του ζώου από το οποίο προέρχονται και συνήθως βράζει σε λέβητες. Στη δημόσια θυσία η διανομή του αποτυπώνει τόσο σχέσεις ισότητας όσο και τις εκάστοτε τιμητικές διακρίσεις. Το κοινό γεύμα μπορεί να λάβει χώρα επί τόπου και πολλές φορές απαγορεύεται ρητά η μεταφορά του κρέατος εκτός του ιερού (ου φορά). Άλλοτε πάλι το κρέας μεταφέρεται ή και διατίθεται σε κρεοπωλεία για μεταπώληση.
Απ' ό,τι φαίνεται (χωρίς να μπορούμε να θίξουμε εδώ το πρόβλημα της κατανάλωσης ζώων από κυνήγι), το κρέας που καταναλωνόταν από τους αρχαίους Έλληνες είχε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περάσει από τους τελετουργικούς μηχανισμούς.
Το μερίδιο των θεών περιλαμβάνει εντέλει πολύ περισσότερα απ' όσα το πιάτο που ετοίμασε για τον Δία ο Προμηθέας: τα λευκά οστά των μηρών δεν είναι πάντοτε απεκδυμένα από σάρκα· μαζί τους ρίχνονται στη φωτιά κομμάτια ωμού κρέατος παρμένα από διάφορα μέρη του θύματος (την κίνηση περιγράφει το ρήμα ωμοθετείν)· για τους θεούς προορίζονται επίσης ένα μέρος των σπλάγχνων, καθώς και άλλα επίλεκτα κομμάτια, που τοποθετούνται σε τράπεζες προσφορών (τραπεζώματα ή θεομοίρια) και καταλήγουν μάλλον στους ιερείς τους ίδιους· τέλος, το «θεϊκό τραπέζι» περιλαμβάνει πολλές αναίμακτες προσφορές, από τους απλούς ουλοχύτας και τα θυλήματα, τα άλευρα δηλαδή με τα οποία αλείφονταν τα μήρια, μέχρι αρτοσκευάσματα και γλυκίσματα διαφόρων τύπων, που είτε καίγονταν είτε αφιερώνονταν μέσω κατάθεσης δίπλα στον βωμό, ενώ δεν λείπουν και οι σπονδές κρασιού που συνοδεύουν το γεύμα.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι γίνεται προσπάθεια να προσφερθούν στους θεούς όλες οι βασικές τροφές που διασφαλίζουν τη ζωή και αποτελούν σύμβολα του ανθρώπινου πολιτισμού: κρέας, δημητριακά, κρασί.
Η συμμετοχή στη θυσιαστική πρακτική αποτελεί τόσο συνειδητοποίηση της σωστής απόστασης που χωρίζει τους ανθρώπους αφενός από τους θεούς αφετέρου από τα ζώα, όσο και ισχυρό παράγοντα συνοχής της πόλεως και των υποομάδων που εντάσσονται σ' αυτήν (οίκος, φρατρία, δήμος...).

Ερευνητές από την Οξφόρδη ζωντανεύουν την αρχαία Ελληνική μουσική

Την αρχαία Ελληνική μουσική η οποία δεν έχει ακουστεί εδώ και χιλιάδες «ζωντανεύει» το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης σύμφωνα με το BBC, το οποίο φιλοξενεί εκτενές ρεπορτάζ για τον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθεί το τολμηρό αυτό εγχείρημα.
«Φανταστείτε σε 2.500 χρόνια από τώρα, να είχαν από μείνει μόνο μερικοί στίχοι των Beatles και μερικές λέξεις από τις όπερες του Μότσαρτ και του Βέρντι χωρίς την μουσική. Φανταστείτε πόσο ενθουσιώδες θα ήταν να αναδημιουργήσουμε την μουσική, να ανακαλύψουμε εκ νέου τα όργανα που την έπαιζαν και να ακούγαμε τις λέξεις με την ορθή τους σειρά.
Αυτό θα γίνει και με τα κλασσικά κείμενα της αρχαίας Ελλάδας. Συχνά οι Δυτικοί λογογράφοι ξεχνούν ότι τα έπη του Ομήρου, τα ερωτικά ποιήματα της Σαπφούς και οι τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη ήταν όλα αρχικά μουσική» δηλώνει ο Armand D' Angour, μουσικός και καθηγητής κλασσικής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Πως θα δημιουργήσουν ξανά την μουσική
«Δεν είναι όμως αυτή η μουσική χαμένη πολύ μακριά από οποιαδήποτε ανάσυρση;», αναρωτιέται το BBC και απαντά: «Η απάντηση είναι όχι. Οι ρυθμοί- ίσως το πιο σημαντικό κομμάτι της μουσικής έχουν διατηρηθεί στις λέξεις αυτές καθ αυτές, σε τμήματα μακρών και συρτών συλλαβών. Τα όργανα είναι γνωστά από περιγραφές, πίνακες και αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία μας επιτρέπουν να επαναφέρουμε το βάθος και το εύρος των ήχων που δημιουργούσαν».
Οι νέες ανακαλύψεις
Στη συνέχεια, το BBC υποστηρίζει πως έχουν έρθει στην επιφάνεια νέες ανακαλύψεις σχετικά με την αρχαία ελληνική μουσική από μερικές δεκάδες αρχαία κείμενα χαραγμένα με μια φωνητική σημειογραφία η οποία επινοήθηκε γύρω στο 450 π.Χ., αποτελείται από αλφαβητικά γράμματα και σημεία τα οποία τοποθετούνται πάνω από τα φωνήεντα των Ελληνικών λέξεων, ενώ μάλιστα επισημαίνει πως «οι Έλληνες είχαν επεξεργαστεί τις μαθηματικές αναλογίες μουσικά διαστήματα - μια οκτάβα είναι 2:1, το ένα πέμπτο 3:2, ένας τέταρτος 4:3, και ούτω καθεξής.
Ο συμβολισμός δίνει μια ακριβή ένδειξη της σχετικής γραμμής: Το γράμμα Α στην κορυφή της κλίμακας, για παράδειγμα, αποτελεί μια μουσική νότα ένα πέμπτο υψηλότερο από N μέχρι τη μέση του αλφαβήτου. Απόλυτη γραμμή μπορεί να πραγματοποιηθεί από τις φωνητικές κλίμακες που απαιτούνται για να τραγουδήσει τα σωζόμενα μελωδίες».
Πως αξιολογούνται τα έγγραφα
«Αν και τα έγγραφα, που βρέθηκαν σε πέτρα στην Ελλάδα και σε παπύρους στην Αίγυπτο, είναι εδώ και πολύ καιρό είναι γνωστά στους κλασικιστές, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αυξηθεί τα νέα ευρήματα. Χρονολογούμενα γύρω στο 300 π.Χ. έως το 300 μ.Χ., τα θραύσματα αυτά μας προσφέρουν μια σαφέστερη εικόνα της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα», αναφέρει το BBC.
Πως ακουγόταν η Ελληνική μουσική
Οι ερευνητές, επισημαίνουν πως μερικές από τις μελωδίες που έχουν επιβιώσει, είναι πολύ ελκυστικές για τα μοντέρνα αυτιά. Ένα ολοκληρωμένο κομμάτι χαραγμένο σε μαρμάρινη στήλη και χρονολογούμενο γύρω στο 200 μ.Χ., είναι ένα σύντομο τραγούδι των τεσσάρων γραμμών το οποίο έχει συνθέσει ο Σείκιλος. Τα λόγια του τραγουδιού μπορούν να μεταφραστούν:
«Αν είσαι ζωντανός, λάμπεις,
μην αφήνεις να πέφτει η διάθεσή σου
Έχουμε μια σύντομη ζωή να ζήσουμε
Ο χρόνος πάντα απαιτεί ένα τέλος»
«Ο συμβολισμός είναι σαφής. Σηματοδοτεί μια τακτική ρυθμικού beat, και δείχνει μια πολύ σημαντική αρχή της αρχαίας σύνθεσης. Στην αρχαία Ελληνική η φωνή ανέβηκε στη γραμμή για ορισμένες συλλαβές και έπεσε σε άλλες», σημειώνουν οι ερευνητές.

Η γλώσσα των "Βυζαντινών" (ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία)


H ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν κράτος πολυεθνικό. Στην τεράστια επικράτειά της, η οποία απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, συμβίωναν Έλληνες και εξελληνισμένοι λαοί, αυθεντικοί Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Σύροι, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι, υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών (Ίσαυροι, Φρύγες, Καππαδόκες),στη Χερσόνησο του Αίμου, καθώς επίσης υπολείμματα νεώτερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων.
Όλοι αυτοί αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, στον βαθμό που ήταν αφοσιωμένοι στην Εκκλησία και στον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα, και ασφαλώς μιλούσαν τις δικές τους γλώσσες.
Γνωστότερες από αυτές ήταν η λατινική, στην οποία γράφονταν οι νόμοι του κράτους και οι αποφάσεις των αυτοκρατόρων και των δικαστών, και η ελληνική, την οποία μιλούσε το μεγάλο μέρος των κατοίκων της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα των ανατολικών περιοχών.
Η Ελληνική γλώσσα κυριαρχούσε στις ανατολικές επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους, η λατινική επικρατούσε στη διοίκηση  αλλά ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα επέτρεψε τη σύνταξη των δικαστικών αποφάσεων και στην ελληνική γλώσσα.
Από τον 5ο αιώνα άρχισε να επεκτείνεται  και η σύνταξη των νόμων στην ελληνικά και η οποία γενικεύτηκε προς τα τέλη του 6ου αιώνα. Η λατινική γλώσσα εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται στη διοίκηση και στη διπλωματία, αλλά σταδιακά υποχωρούσε διότι οι υπάλληλοι του κράτους επιλέγονταν μέσα από τους μορφωμένους αστούς που είχαν λάβει ελληνική μόρφωση. Η γλώσσα της εκκλησίας ήταν η Ελληνική. Τελικά, από τον 7ο αιώνα η λατινική γλώσσα παραχώρησε τη θέση της στην ελληνική σε όλα  τα πεδία.
Πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι η Ελληνική γλώσσα του Βυζαντίου δεν ήταν η αρχαία ελληνική γλώσσα, δεν ήταν δηλαδή επιβίωση κάποιας από τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, αλλά η συνέχεια της Κοινής, της γλώσσας που δημιουργήθηκε στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, όταν η Ελληνική γλώσσα έγινε μέσο έκφρασης μη ελληνόφωνων πληθυσμών. Ήταν η απλή  εύκολη γλώσσα όλης της Μεσογειακής λεκάνης.
Α) Ήταν γλώσσα του Ευαγγελίου,
Β) απλή λεξιλογικά – συντακτικά,
Γ) με ευκολία την χρησιμοποιούσαν οι Ελληνικοί – ελληνίζοντος πληθυσμού.
Πιστεύεται ότι η γλώσσα των Βυζαντινών έμοιαζε πολύ περισσότερο με την νέα ελληνική παρά με την αρχαία Ελληνική.
Παράλληλα με την καθημερινή γλώσσα διατηρήθηκαν και κάποια γλωσσικά ιδιώματα της αρχαιότητας, όπως η αττική διάλεκτος. Αυτή δεν είχε καμιά σχέση με την αττική διάλεκτο του 5ου αιώνα αλλά ήταν η αττικίζουσα των ρωμαϊκών χρόνων.
Οι Βυζαντινοί λόγιοι προσκολλήθηκαν σε αυτήν τη γλώσσα, περιφρονώντας την απλή λαϊκή.Το μεγαλύτερο μέρος της Βυζαντινής γραμματείας γράφτηκε υπό την επίδραση Αρχαϊσμού – αττικισμού. Η επίμονη προσπάθεια μιμήσεως ύφους – ρητόρων, το κυνήγι σπανίων λέξεων, οδήγησε στην απώλεια επαφής με τον καθημερινό λόγο, έτσι ο αττικισμός εξελικτικά είχε αρνητική σημασία.
Ουσιαστικά από τότε και για πρώτη φορά  θα ξεκινήσει ο γλωσσικός διχασμός. Το πρόβλημα της διγλωσσίας ανάγεται στην Ύστερη Αρχαιότητα, όταν εξαφανίζεται η προσωδιακή προφορά και απλοποιείται η ελληνική, καθώς γίνεται γλώσσα διεθνούς επικοινωνίας. Ωστόσο, οι κλασικοί φιλόλογοι της εποχής επέμειναν να γράφουν στην αρχαία αττική διάλεκτο.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας πάλι επέλεξαν να γράφουν στην ομιλούμενη γλώσσα της εποχής τους, την ελληνιστική κοινή. Οι βυζαντινοί συγγραφείς κληρονόμησαν την παράδοση και συνέχισαν να γράφουν σε αττικίζουσα γλώσσα ορισμένα λογοτεχνικά είδη, ως επί το πλείστον εκείνα που είχαν τις καταβολές τους στην αρχαία λογοτεχνία, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η ελληνιστική κοινή, η γλώσσα της Αγίας Γραφής και των λειτουργικών βιβλίων, πρόσφερε μια αποδεκτή λύση. Με το πέρασμα του χρόνου όμως και αυτή η γλώσσα απομακρύνεται από την ομιλουμένη.
Από το 12ο αιώνα και εξής εμφανίζεται και λογοτεχνία γραμμένη στη δημώδη γλώσσα που πλησιάζει την κοινή, σε κείμενα όπως ο Διγενής Ακρίτης και τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα.
Πρόκειται για «βυζαντινά λογοτεχνικά έργα» με μια σημασία κάπως ευρύτερη από τα αυστηρά χωρικά και χρονικά όρια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και συμπεριλαμβάνει και έργα που γράφτηκαν σε περιοχές που είχαν περιέλθει σε δυτική κυριότητα (όπως το Χρονικό του Μορέως και την πρώιμη κρητική λογοτεχνία).

Δέκα καταστροφικά λάθη στον τρόπο σκέψης μας


Το ανθρώπινο μυαλό είναι υπέροχο και ισχυρό, αλλά απέχει πολύ από το τέλειο. Υπάρχουν πολλά κοινά λάθη στην λήψη αποφάσεων και όλοι είμαστε επιρρεπείς στο να τα κάνουμε.

Στον τομέα της ψυχολογίας αυτά είναι γνωστά ως γνωστικές προκαταλήψεις ή λογικά σφάλματα. Συμβαίνουν σε όλους ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο, την εκπαίδευση ή τη νοημοσύνη.
Κατά τους τελευταίους μήνες έχω γοητευτεί από αυτές τις προκαταλήψεις, έτσι έχω διαβάσει αρκετά βιβλία για αυτό. Σήμερα θέλω να μοιραστώ μαζί σας 10 καταστροφικά λάθη στον τρόπο σκέψης μας. Είναι αυτά που παρατηρώ συχνότερα σε εμένα και τα κοντινά μου πρόσωπα.
Ελπίζω να χρησιμοποιήσετε αυτές τις πληροφορίες του άρθρου και να εντοπίσετε αυτές τις καταστροφικές συνήθειες στο δικό σας τρόπο σκέψης και να απαλλαγείτε από αυτές προτού σας στείλουν στον λάθος δρόμο.
1. Αρνητικές αυτοεκπληρούμενες προφητείες. – Μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία είναι μια πρόβλεψη που παρακινεί ένα άτομο να λάβει μέτρα που κάνουν αυτή την πρόβλεψη να γίνει πραγματικότητα. Αυτό το είδος σκέψης συχνά καταστρέφει σχέσεις και κάνει τους ανθρώπους να αποτυγχάνουν στους στόχους τους. Ορίστε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: 1) Ένας άντρας πιστεύει ότι η σχέση του με την νέα του κοπέλα «δεν πρόκειται να κρατήσεις». Έτσι, σταματάει να καταβάλλει προσπάθειες, αποτραβιέται συναισθηματικά και ένα μήνα αργότερα, η σχέση αποτυγχάνει. 2) Μια τελειόφοιτη στον τομέα της υγείας πείθει τον εαυτό της ότι «δεν έχει ότι χρειάζεται» για να γίνει γιατρός, έτσι ποτέ δεν ολοκληρώνει τις σπουδές της και ως εκ τούτου, ποτέ δεν γίνεται γιατρός.
2. Λαμβάνοντας εύσημα μόνο για τα θετικά αποτελέσματα. – Αυτό το καταστροφικό μοτίβο σκέψης συμβαίνει όταν παίρνουμε πλήρη πίστωση για τις επιτυχίες μας, αλλά αρνούμαστε την ευθύνη για τις αποτυχίες μας. Ένα τέλειο παράδειγμα μπορεί να βρεθεί στις σχολικές αίθουσες σε όλο τον κόσμο. Όταν οι μαθητές λαμβάνουν έναν καλό βαθμό, συχνά το αποδίδουν στην ευφυΐα τους και την άριστη μαθησιακή τους ικανότητα.
Αλλά όταν παίρνουν έναν κακό βαθμό, αποδίδουν την αποτυχία τους σε έναν κακό δάσκαλο, σε κάποιες άδικες ερωτήσεις ή στο «δεν θα μου χρειαστεί πουθενά έτσι και αλλιώς». Για να αναπτυχθεί λοιπόν ένα άτομο συναισθηματικά, πρέπει να είναι πρόθυμο να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για όλες τις δράσεις και τα αποτελέσματα – τόσο τις επιτυχίες όσο και τις αποτυχίες.
3. Πιστεύοντας ότι έχεις ανοσία στον πειρασμό. – Έχουμε πολύ λιγότερο έλεγχο στις παρορμητικές μας επιθυμίες από ότι συχνά πιστεύουμε. Σεξ, φαγητό, ναρκωτικά, είναι ακραία παραδείγματα αυτού του γεγονότος. Πολλοί τοξικομανείς πιστεύουν ότι μπορούν να σταματήσουν οποιαδήποτε στιγμή θέλουν, αλλά στην πραγματικότητα απλά κοροϊδεύουν τον εαυτό τους. Αλλά δεν χρειάζεται να είσαι εξαρτημένος για να είσαι ευάλωτος στους πειρασμούς.
Πολλοί έξυπνοι άνθρωποι καταλήγουν αυθόρμητα να ενδίδουν σε ένα πειρασμό απλά επειδή είναι ο ευκολότερος τρόπος να τον ξεφορτωθείς. Αν κάποιος θέλει να ξεφορτωθεί την σεξουαλική επιθυμία, ο ευκολότερος τρόπος είναι το σεξ. Αν κάποιος θέλει να απαλλαγεί από την πείνα, ο ευκολότερος τρόπος είναι να φάει. Το να αντισταθείς από την παρορμητική συμπεριφορά μπροστά στο πρόσωπο του πειρασμού δεν είναι εύκολο.
Χρειάζεται αρκετό αυτοέλεγχο. Για αυτό πρόσεχε, επειδή όταν έχουμε μια διογκωμένη αίσθηση του ελέγχου των παρορμήσεων μας, τείνουμε να υπερεκθέτουμε τους εαυτούς μας στον πειρασμό.
4. Βγάζοντας ένα συμπέρασμα από ένα μεμονωμένο περιστατικό. – Μια ανακριβής πρώτη εντύπωση είναι ένα αξιοπρεπές παράδειγμα για αυτό. Πρόκειται για την φυσική μας ανθρώπινη τάση  να αξιολογούμε ένα άτομο ή μια κατάσταση από μια πρώτη όψη και στην συνέχεια να υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε αρκετά για να έχουμε μια εύλογη κρίση.
Αυτό συμβαίνει αρκετά στον κόσμο των επιχειρήσεων και την εργασία. Ένας νέος υπάλληλος μπορεί να εμφανιστεί αργοπορημένος μετά από ένα πρόβλημα με το αυτοκίνητο, αλλά το αφεντικό του υποπτεύεται αμέσως ότι είναι ανεύθυνος, και τον μεταχειρίζεται ως τέτοιο για αρκετές εβδομάδες μετά. Η προφανής λύση εδώ είναι να δούμε την μεγαλύτερη εικόνα πριν ξεκινήσουμε να δείχνουμε με το δάχτυλο και να κάνουμε υποθέσεις.
5. Πιστεύοντας ότι μπορούμε να ελέγξουμε το ανεξέλεγκτο. – Αυτή η λανθασμένη σκέψη εμφανίζεται όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να πιστεύουν ότι μπορούν να έχουν κάποιο είδος άμεσης επιρροής ή εξουσίας σχετικά με ένα εξωτερικό γεγονός που είναι εντελώς τυχαίο. Είναι ιδιαίτερα εμφανές στο μυαλό των ερασιτεχνών τζογαδόρων, ειδικά αυτών που είναι πρόσφατα αρκετή τύχη.
Για παράδειγμα, αν πέταγες ένα νόμισμα και ζητούσες από κάποιον να μαντέψει κορώνα ή γράμματα, και το έβρισκε δέκα φορές στη σειρά, πιθανόν να άρχιζε να πιστεύει ότι η καλή του τύχη είναι επιβεβαίωση ότι έχει τον έλεγχο πάνω στην έκβαση του κάθε ριξίματος του κέρματος. Αλλά η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πάντα μια 50% πιθανότητα η απάντηση του να είναι η σωστή, και οι τελευταίες δέκα απαντήσεις του ήταν καθαρά τύχη.
6. Αγνοώντας πληροφορίες που δεν υποστηρίζουν μια πεποίθηση. – Οι ψυχολόγοι αναφέρονται συνήθως σε αυτό με τον όρο «πόλωση επιβεβαίωσης». Εμείς, ως ανθρώπινα όντα, τείνουμε να αναζητάμε πληροφορίες που επιβεβαιώνουν και υποστηρίζουν τις πεποιθήσεις μας, και έχουμε την τάση να παραβλέπουμε τις πληροφορίες που δεν το κάνουν.
Είμαστε επιλεκτικοί στα στοιχεία που επιλέγουμε να συλλέξουμε έτσι ώστε να να μην πρέπει να αμφισβητήσουμε τον τρόπο σκέψης μας, επειδή αυτό είναι το ευκολότερο. Αυτή η καταστροφική παγίδα σκέψης είναι πολύ συχνή και μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα μας όταν λαμβάνουμε μεγάλες αποφάσεις που βασίζονται σε ψευδείς πληροφορίες.
7. Αισιοδοξία αρχάριων. – Η αισιοδοξία του αρχάριου είναι η ανθρώπινη τάση να υποτιμάμε τον χρόνο που χρειάζεται για να ολοκληρωθεί ένα άγνωστο έργο. Συμβαίνει λόγω έλλειψης σχεδιασμού και έρευνας από κάποιον που είναι ενθουσιασμένος για να κάνει κάτι που δεν έχει κάνει ποτέ πριν.
Με άλλα λόγια, όταν μας ανατίθεται μια νέα εργασία για την οποία είμαστε αγχωμένοι, αντί να αντί να καθυστερήσουμε το ξεκίνημα για να αξιολογήσουμε με ακρίβεια το επίπεδο δυσκολίας και τους πόρους που απαιτούνται, απλά μαντεύουμε και ξεκινάμε.
Έτσι, η προσδοκία μας για τον φόρτο εργασίας βασίζεται στην αισιοδοξία αντί για την εμπειρία του παρελθόντος και αξιόπιστα στοιχεία. Και όλο αυτό μας γυρίζει μπούμερανγκ λίγο αργότερα όταν βρίσκουμε τους εαυτούς μας «πνιγμένους» στην δουλεία για την οποία ήμασταν απροετοίμαστοι.
8. Επαναστατώντας απλά για να αποδείξουμε την προσωπική ελευθερία. – Αν και είναι πιο κοινό στα παιδιά, αυτή η πλάνη σκέψης μπορεί να επηρεάσει άτομα κάθε ηλικίας. Είναι βασικά η επιθυμία ενός ατόμου να κάνει κάτι που του έχουν πει να μην κάνει, από φόβο μήπως του στερηθεί η ελευθερία της επιλογής. Αυτό το άτομο μπορεί να μην θέλει καν να κάνει αυτό για το οποίο επαναστατεί, ωστόσο, απλά το γεγονός ότι υποτίθεται ότι δεν πρέπει να το κάνει τον παρακινεί να το κάνει έτσι και αλλιώς.
9. Κρίνοντας τις ικανότητες κάποιου με βάση μόνο την εμφάνιση του. – Αυτό συμβαίνει χιλιάδες φορές την ημέρα σε όλο τον κόσμο, όταν ένα άτομο υποθέτει κάτι σχετικά με κάποιον άλλο βασιζόμενο στην εμφάνιση του και μόνο. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να δει έναν ψηλό, καλλωπισμένο άνθρωπο, γύρω στα πενήντα, που φοράει κοστούμι και αμέσως υποθέτει ότι είναι επιτυχημένος και αξιόπιστος, ακόμα και αν δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο να υποστηρίζει αυτή την υπόθεση. Συμπέρασμα: Δεν μπορείς να κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλο του.
10. Προσπαθώντας να μειώσεις τις απώλειες, κυνηγώντας μια προηγούμενη αποτυχία. – Μερικές φορές αυτός είναι ένας λάθος τρόπος σκέψης που μας δίνει κίνητρο να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε μια προηγούμενη ανεπιτυχή προσπάθεια. Δικαιολογούμε την απόφαση μας να συνεχίζουμε το ίδιο πράγμα, παρά τα νέα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το κόστος του να συνεχίσουμε να το κάνουμε είναι μεγαλύτερο από το αναμενόμενο όφελος.
Το λογικό πράγμα θα ήταν να αλλάξουμε πορεία δράσης. Ωστόσο, λόγω της προσπάθειας που έχουμε ήδη καταβάλλει, αισθανόμαστε δεσμευμένοι στην προσπάθεια μας, έτσι επενδύουμε ακόμα περισσότερο χρόνο, χρήμα και ενέργεια σε αυτό, με την ελπίδα ότι οι πρόσθετες προσπάθειες μας θα ανατρέψουν το αποτέλεσμα. Αλλά ποτέ δεν θα το κάνουν.

Το φαρμακείο των αρχαίων Ελλήνων ήταν η φύση


Έβαφαν και οι αρχαίες Ελληνίδες τα μαλλιά τους; Πολύ πιθανόν, διότι γνώριζαν το μυρτίτη. Αν και η Κοσμετολογία δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη, το φαρμακείο των αρχαίων Ελλήνων διέθετε κάθε λογής σκευάσματα, από κείνα που κάνουν «κεφάλι», βλέπε όπιο, μέχρι υπόθετα, έμπλαστρα, καθαρτικά, ως και βότανα για εκτρώσεις! Όσο για τους γιατρούς, είχαν από τότε τις διαμάχες τους, εξαιτίας της πολυφαρμακίας...
Το Ελληνικό φαρμακείο της φύσης, που αριθμεί περίπου 6.500 αυτοφυή φυτά, αποτέλεσε διαχρονικά πραγματικό θησαυρό υγείας, ευεξίας και θεραπείας για την επούλωση τραυμάτων. Στο φαρμακευτικό κατάλογο θα μπορούσαν κάλλιστα να προστεθούν επίδεσμοι για τραύματα, θεραπευτικοί ζωμοί, λίπη, προϊόντα της κυψέλης κ.ά., αλλά και συγκροτημένες ομάδες που ασχολούνταν με την Υγεία.
«Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί πως υπήρχαν ιατρικές σχολές και πριν από την ιπποκρατική περίοδο -Κυρήνης, Ρόδου, Κρότωνα, Κνίδου κ.ά.- όπου οι Ασκληπιάδες δίδασκαν μυστικώς στους απογόνους τους την ιατρική, αλλά σταδιακά τη μάθαιναν και ξένοι», εξηγεί στην «Ε» η Ελένη Σκαλτσά, καθηγήτρια στον Τομέα Φαρμακογνωσίας και Χημείας στη Φαρμακευτική Σχολή Αθηνών, μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας της Ιστορίας της Φαρμακευτικής.
Οι περιοδευτές
«Η θεραπευτική διδασκόταν κι από περιοδευτές, που ήταν πλανόδιοι θεραπευτές και ιατροσοφιστές, οι οποίοι δεν ήταν γιατροί, αλλά σοφιστές που εκμεταλλεύονταν την αμάθεια και την ευπιστία. Υπήρχαν οι στρατιωτικοί ιατροί, οι αλειπτές ή μιγματοπώλες, που εμπορεύονταν φάρμακα, δηλητήρια, καλλυντικά κ.λπ., οι φαρμακείς ή φαρμακίδες, γυναίκες που ασχολούνταν με τη συλλογή βοτάνων, οι μυροπώλες, που πωλούσαν μύρα, αλοιφές, θυμιάματα κ.λπ., και οι μαίες, γυναίκες καταγόμενες συνήθως από τη Φρυγία και τη Θεσσαλία, που εκτός των άλλων ασχολούνταν με τα εκτρωτικά φάρμακα».
Βεβαίως, όσο η μαγικοθρησκευτική αντίληψη επικρατούσε, η θεραπευτική ήταν αποκλειστικά κτήμα των ιερέων. Για χιλιάδες χρόνια, η φαρμακευτική χρήση των φυτών περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στη θεραπεία πληγών και τραυμάτων, αφού όλες οι μη τραυματικές παθήσεις αποδίδονταν σε πράξεις των θεών, άποψη που ίσχυε πριν από τον Ιπποκράτη και στην αρχαία Ελλάδα.
Επιγραφές, αναθηματικές πλάκες των Ασκληπιείων, χειρόγραφα της εποχής, η Θεογονία του Ησιόδου τον 8ο αιώνα π.Χ., τα Ομηρικά και τα Ορφικά έπη περιέχουν σημαντικές πληροφορίες για την ιατρική περίθαλψη της εποχής.
Από τους υστερομινωικούς χρόνους ήταν γνωστή η χρήση του οπίου, όπως μαρτυρεί αγαλματίδιο, που ονομάστηκε «η θεά των μηκώνων», εξηγεί η καθηγήτρια Ελένη Σκαλτσά.
Στα Ορφικά έπη (6ος αιώνας π.Χ.) αναφέρονται ο κέδρος, το ψύλλιον, ο κνίκος, η αγχούσα, ο μανδραγόρας, η ανεμώνη κ.ά. Στα Ομηρικά έπη αναφέρονται αρκετά φυτά, με ατελείς περιγραφές, πιθανόν επειδή ο Όμηρος ήταν τυφλός. Τα «ανδροφόνα ή θυμοφθόρα φάρμακα» ήταν δηλητηριώδη βότανα με τα οποία άλειφαν βέλη ή δηλητηρίαζαν την τροφή.
Τα «ήπια ή οδυνήφατα φάρμακα» ήταν παυσίπονα. Τα «λυγρά ή κακά φάρμακα» προκαλούσαν αμνησία.
Τα σιρόπια δεν ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι αντ' αυτών χρησιμοποιούσαν τα οξυμέλιτα (σκευάσματα με κύρια συστατικά το ξίδι και το μέλι). Τα σιρόπια χρησιμοποίησαν στη θεραπευτική οι Άραβες.
Ειδικότερα η θεραπευτική των αρχαίων Ελλήνων χωρίζεται σε τρεις περιόδους:
1 Προϊπποκρατική περίοδος (3000 π.Χ.-5ος αιώνας π.Χ.): προς το τέλος της περιόδου παρατηρείται αλλαγή θεώρησης της θεραπευτικής και οι θεοκρατικές απόψεις αντικαθίστανται από φιλοσοφικές αντιλήψεις.
2 Ιπποκρατική (5ος-3ος αιώνας π.Χ.): συμπίπτει με το απόγειο του Ελληνικού πολιτισμού.
3 Αλεξανδρινή ή ελληνιστική (3ος αιώνας π.Χ.-641 μ.Χ.): σ' αυτήν εντάσσεται και η ελληνορωμαϊκή περίοδος (146 π.Χ., υποταγή των αρχαίων Ελλήνων στους Ρωμαίους, ώς το 395 μ.Χ., που χωρίστηκε το ρωμαϊκό κράτος σε δυτικό και ανατολικό).
Η Οδύσσεια δίνει σημαντικές πληροφορίες για τα βότανα της εποχής, όπως στην δ' ραψωδία, για το νηπενθές, το οποίο αφ' ενός είχε έντονη φαρμακοδυναμική δράση σε συνέργεια με το κρασί, αφ' ετέρου ήταν «κατευναστικόν και παυσίλυπον».
Στον Ομηρο αναφέρεται ένα είδος γάζας, η ονομαζόμενη σφενδόνη, από καλοστριμμένο μαλλί προβάτου, με την οποία έδεναν τα τραύματα. Η σφενδόνη-επίδεσμος αναφέρεται αργότερα κι απ' τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό.
Η παρουσία του Ιπποκράτη βέβαια είναι καταλυτική (460 π.Χ.-377 ή 356 π.Χ.). Η θεραπευτική αποκτά υπόσταση ως ανεξάρτητη επιστήμη, απομακρύνεται από μαγεία και δεισιδαιμονίες και βασίζεται στην άμεση παρατήρηση και το πείραμα.
Εκείνη την περίοδο εμφανίζονται πολλοί «ριζοτόμοι», οι οποίοι φαίνεται πως ασχολούνταν με εξόρυξη ριζών, συλλογή βοτάνων και καλλιέργεια φαρμακευτικών φυτών. Πολλοί ήταν συγχρόνως ιατροί και συγγραφείς βοτανολογίων, που ονομάζονται «Ριζοτομικά» ή «Ριζοτομούμενα». Ορισμένοι ριζοτόμοι, κατά τη συλλογή φυτών, επιδίδονταν και σε μαγικοθρησκευτικές τελετές· γεγονός που δημιούργησε διχογνωμία για το έργο τους. Στο έργο του Ιπποκράτη αριθμούνται 336 δρόγες χωρίς περιγραφή, πιθανόν διότι τις θεωρούσε γνωστές από τους «ριζοτόμους».
Δύο σημαντικές σχολές
Κατά την Eλληνιστική περίοδο, το κέντρο του πολιτισμού από την Αθήνα μεταφέρεται στην Αλεξάνδρεια. Ιδρύεται το «Μουσείο», το πρώτο πανεπιστήμιο, με κυριότερη Σχολή την Ιατρική. Χωρίς να διαχωριστεί η Φαρμακευτική από την Ιατρική γίνεται διάκριση σε τρεις κλάδους: Χειρουργική, Διαιτητική (που ασχολούνταν με την Παθολογία) και Φαρμακευτική, ενώ ιδρύονται και δύο σημαντικές σχολές:
Η Εμπειρική, από τον Ηρόφιλο (3ος αιώνας π.Χ.)
Η Δογματική, από τον Ερασίστρατο (3ος αιώνας π.Χ.).
Οι οπαδοί της Εμπειρικής Σχολής δεν αναζητούν τις αιτίες των ασθενειών, συσχετίζουν απλά τα περιστατικά και χρησιμοποιούν όμοια φάρμακα σε παρεμφερείς περιπτώσεις, καταλήγοντας στην πολυφαρμακία! Ο Ερασίστρατος απέκρουσε την πολυφαρμακία, ήταν υπέρ των απλών φαρμάκων και απέρριπτε το όπιο και τα καθάρσια.
Εξαίρετος ριζοτόμος υπήρξε ο Κρατεύας ο ΙΙ (1ος αιώνας π.Χ.), που έγραψε το πρώτο βοτανολόγιο με έγχρωμες εικόνες.
Είχε τίτλο «Ριζοτομικόν» και περιγράφονταν αλφαβητικά τα φαρμακευτικά φυτά και οι θεραπευτικές τους ιδιότητες. Το έργο έχει χαθεί αλλά γνήσια αποσπάσματα βρίσκουμε στον Κωνσταντινουπολιτικό κώδικα του Διοσκουρίδη. Ο ίδιος ήταν γιατρός του Μιθριδάτη του Ευπάτορος, και με εντολή του παρασκεύασε το «μιθριδάτειο έκλειγμα», αντίδοτο δηλητηρίων, που περιείχε 54 απλά φάρμακα! Αργότερα τροποποιήθηκε απ' τον Ανδρόμαχο τον πρεσβύτερο (1ος αιώνας μ.Χ.), ενώ στο Μεσαίωνα η φήμη του γιγαντώθηκε και χρησιμοποιήθηκε, με συνεχείς αλλαγές, μέχρι και το 18ο αιώνα!

Οι ιερές ελιές (Μορίες) της Αρχαίας Αθήνας


Ο μύθος της διαμάχης μεταξύ Αθηνάς και Ποσειδώνα για την πόλη του Κέκροπα είναι γνωστός. Ο Ποσειδώνας χτυπώντας την τρίαινα του έκανε να αναβλύσει μια πηγή, η Αθηνά εμφάνισε την πρώτη ήμερη ελιά με καρπό. Οι Αθηναίοι επέλεξαν την ελιά, η πόλη τους πήρε το όνομα της θεάς και έκτοτε μπορεί να είχαν πρόβλημα με το νερό αλλά ευδοκίμησαν λόγω του ευλογημένου καρπού.

Από αυτή την πρώτη ιερή ελιά της Αθηνάς, γεννήθηκαν άλλες δώδεκα ελιές τις οποίες οι Αθηναίοι φύτεψαν στις ισάριθμες πύλες της Ακαδημίας, και με την σειρά τους από αυτές τις ιερές, Μορίες, ελιές σιγά σιγά δημιουργήθηκαν οι ιεροί ελαιώνες των Αθηνών. Αιώνες αργότερα οι Αθηναίοι διαπίστωσαν πως υπήρχαν πια ελαιόδεντρα που προέρχονταν από την πρώτη ελιά σε όλη την πόλη διάσπαρτα, αιωνόβια δέντρα τα οποία όρισαν εξίσου ιερά.
Τα δέντρα αυτά τα ονόμασαν Μορίες, μάλλον από το μόριο-κομμάτι καθώς όλα προέρχονταν από μεταφυτεύσεις-μέρη/κομμάτια της πρώτης ελιάς που δέσποζε στον βράχο της Ακροπόλεως. Λέγαν όμως και έναν μύθο. Πως ο γιος του Ποσειδώνα, ο Αλιρρόθιος, με την προτροπή του χολωμένου θεού που είχε χάσει την διαμάχη για την πόλη, βάλθηκε κάποια στιγμή να κόψει όλες τις Μορίες, εκδικούμενος τους Αθηναίους. Αλλά προτού ακόμα ακουμπήσει το υψωμένο τσεκούρι στο πρώτο δέντρο αυτός έπεσε νεκρός. Έτσι λένε πως το όνομα προήλθε από τον Μόρο, τον θάνατο του Αλιρρόθιου.
Και πράγματι οι Αθηναίοι, οι πιο θεοσεβείς των ανθρώπων, είχαν σε τόση εκτίμηση όλες τις Μορίες που με νόμο αποφάσισαν πως τα ιερά δέντρα ανήκαν στην Πόλη ακόμα και αυτά που βρίσκονταν σε ιδιόκτητα κτήματα. Έστω μια Μορία μόνη της στην αυλή του σπιτιού κάποιου Αθηναίου, ήταν ιερή επομένως ανήκε στην πόλη και έπρεπε να προστατεύεται.
Για τον λόγο αυτό γύρω από τις Μορίες που βρίσκονταν εκτός του ιερού ελαιώνα η πόλη σήκωνε έναν σηκό (φράχτη) και αυτός και η ελιά ήταν υπό την ευθύνη του ιδιοκτήτη του κτήματος. Μάλιστα καθώς οι Αθηναίοι ήταν έξυπνοι και γνώριζαν πως και οι ίδιοι όταν δεν επιβάλλεται ο νόμος, ο καθείς κοιτάει το συμφέρον του, είχαν θεσπίσει και ένα ειδικό ελεγκτικό σώμα τους "επιγνώστες", επιφορτισμένο με το καθήκον να ελέγχουν την κατάσταση των Μοριών.
Ο ιδιοκτήτης έπρεπε να φροντίζει την ιερή ελιά και τον φράχτη, πράγμα πολύ σημαντικό καθώς η ποινή σε περίπτωση καταστροφής ήταν θάνατος μετά από απόφαση του ειδικού για ιερά ζητήματα δικαστηρίου, του Αρείου Πάγου. Ακόμα και αν για κάποιο λόγο, παρά της φροντίδες το δέντρο ξεραίνονταν ο κορμός του έπρεπε να παραμείνει εκεί, καθώς μπορεί να πέταγε πάλι βλαστό.
Ένα τέτοιο θαύμα είχε μάλιστα συμβεί με την πρώτη ιερότερη των ιερών ελιά στην Ακρόπολη, όταν αυτή είχε πυρποληθεί από τους Πέρσες. Γυρνώντας οι Αθηναίοι στην κατεστραμμένη και λεηλατημένη πόλη τους είχαν αντικρίσει τα ιερά τους καμένα και διαλυμένα από τους βαρβάρους. Και το χειρότερο..., ή ίδια μοίρα είχε χτυπήσει την πρώτη Μορία, την οποία αντίκρισαν και αυτή να καπνίζει καμένη. Καταρρακώθηκαν οι Αθηναίοι τότε, καθώς η Ελιά αυτή ήταν η ίδια η Πόλη τους και η σύνδεση με την θεά τους.
Όμως ως εκ θαύματος, εκεί μέσα στα ερείπια, από τον καπνισμένο κορμό ένα νέο βλαστάρι ξεπετάχτηκε και πήραν θάρρος. Μάλιστα μέχρι να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους και τα νέα απαραίτητα για την Πόλη τείχη, η ελιά από αυτό το βλαστάρι μεγάλωσε με αφύσικη ταχύτητα. Όταν πια ο καινούργιος Παρθενώνας χτίστηκε στον βράχο η Μορία ήταν πάλι ολόκληρο δέντρο και η αγαπημένη Πόλη της θεάς μεγαλούργησε και πάλι.
Είναι ενδιαφέρον πως ίσως τα μόνα πολιτειακά αξιώματα της Αθηναϊκής δημοκρατίας που δεν είχαν ενιαύσια θητεία ήταν ο άρχων βασιλεύς και οι αθλοθέτες. Ένας από τους λόγους φαίνεται να είναι εντελώς πρακτικός καθώς και ο μεν και οι δε είχαν υπό την ευθύνη τους την οργάνωση της εορτής των Παναθηναίων.
Προφανώς ήταν τόσο σημαντική η εορτή και τόσο πρακτικοί άνθρωποι οι Αθηναίοι που έπρεπε οι υπεύθυνοι αξιωματούχοι να μην αλλάζουν προτού ολοκληρώσουν το έργο τους, την διεξαγωγή δηλαδή της εορτής και των αγώνων. Όπως στις περισσότερες μεγάλες εορτές των Ελλήνων έτσι και στα Παναθήναια δεν υπήρχαν μόνο αθλητικοί διαγωνισμοί αλλά και  μουσικοί, ακόμα και ομορφιάς.
Επειδή μάλιστα η Αθήνα ήταν πλούσια και δυνατή πόλη τα έπαθλα ήταν αξιοσέβαστα. Οι νικητές των μουσικών αγώνων έπαιρναν δώρο χρυσά και ασημένια στεφάνια Αυτοί που κέρδιζαν τον διαγωνισμό ομορφιάς  έπαιρναν πανέμορφες ασπίδες, ενώ τέλος οι νικητές των αθλητικών αγώνων έφευγαν με τους γνωστούς Παναθηναϊκούς αμφορείς γεμάτους λάδι. Καθώς οι αθλητικοί αγώνες είχαν μεγαλύτερη σημασία και ήταν πιο λαοφιλείς από τους άλλους δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε πως οι νικητές ήταν ριγμένοι σε σχέση με τους κιθαρωδούς. Το λάδι που έπαιρναν οι πρώτοι είχε μεγαλύτερη ίσως αξία από τα χρυσά στεφάνια.
Γιατί το λάδι αυτό προέρχονταν από τις Μορίες ελιές, κρατικές και ιδιωτικές. Με την οργανωτική ευθύνη του επωνύμου άρχοντα το μάζευαν οι αθλοθέτες κάθε χρόνο και το τοποθετούσαν στον θησαυρό στην Ακρόπολη μέχρι την διεξαγωγή των αγώνων. Μάλιστα επειδή γνωρίζουμε κάποιους καταλόγους νικητών και πόσους αμφορείς (συνολικά πάνω από 1113) ελάμβαναν ως δώρο μπορούμε να υπολογίσουμε (δεχόμενοι πως το λάδι από τις Μορίες πρέπει να δίνονταν ώς απαρχή/δεκάτη της παραγωγής όπως σε κάθε ιερό), όλα τα ιερά ελαιόδεντρα της Αττικής. 
Το Αττικό λάδι (όπως και τα Σύκα) απαγορευόταν να εξαχθεί. Η μόνη περίπτωση που γινόταν αυτό ήταν με τους Παναθηναϊκούς αμφορείς που λάμβαναν δώρο οι νικητές. Αυτοί οι αμφορείς με τα ~40 λίτρα ιερό λάδι, πωλούνταν σε άλλες πόλεις το βάρος τους χρυσό κάνοντας του νικητές που τους είχαν λάβει πλούσιους. Οι ίδιοι οι αμφορείς και το λάδι τους ήταν τόσο σημαντικοί και για τους μη Αθηναίους, με αποτέλεσμα να έχουμε ταφές πλουσίων της Σικελίας, με τέτοιους αμφορείς ως κτερίσματα για τον τάφο.

Ντε Σαντ: ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΥ

«Ο συγγραφέας (ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ ΝΤΕ ΣΑΝΤ) μέσα από τον στιλιζαρισμένο διάλογο των δυο προσώπων απογυμνώνει ξεδιάντροπα τις θρησκευτικές προκαταλήψεις, το φανατισμό και τη βία της εκκλησιαστικής εξουσίας. Όχι για υπερασπιστεί μέχρις εσχάτων τη «διεφθαρμένη» του φύση και το κύλισμα στις ηδονές, αλλά για να μιλήσει -επιβεβαιώνοντας τον Apollinaire, που τον αποκαλούσε «το πιο ελεύθερο πνεύμα που υπήρξε ποτέ»- με γενναιότητα για σοβαρά φιλοσοφικά ζητήματα, τα συστήματα ηθικής των θρησκειών, τις υλιστικές αντιλήψεις της εποχής του
(απόσπασμα)
ΙΕΡΕΑΣ: «… σ’ αγαπώ όσο και μένα και θέλω να σε πείσω γι’ αυτό που πιστεύω.»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Προτιμώ τότε ν’ αγαπήσουμε λιγότερο ο ένας τον άλλον, παρά ν’ ακούω ανοησίες.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Μα ποιος μπορεί να μένει τυφλός απέναντι στα θαύματα του θείου μας Λυτρωτή;»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «’Όλοι όσοι στο πρόσωπό του δεν βλέπουν παρά μόνο τον πιο πρόστυχο από όλους τους απατεώνες και τον πιο άθλιο από όλους τους λαοπλάνους.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Ω ουρανοί! Πώς τον ακούτε και δεν ρίχνετε τους κεραυνούς σας!»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Όχι αγαπητέ, όλα βρίσκονται σε πλήρη ειρήνη γιατί ο θεός σου, θες από ανικανότητα, θες από την ανυπαρξία του μπροστά στην Λογική, απ’ ό,τι θες τελοσπάντων, ο θεός σου λοιπόν που εγώ δεν τον δέχομαι ούτε μία στιγμή παρά μόνον χάρη στο οίκτο που νοιώθω για σένα, ο θεός σου, λέω, αν υπήρχε όπως εσύ έχεις την τρέλλα να πιστεύεις, δεν μπορεί να μας πείσει ότι είναι τόσο αστείος όσο ο Χριστός σου.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Και οι τόσες προφητείες, τα τόσα θαύματα, οι τόσοι μάρτυρες, όλα αυτά δεν αποτελούν αποδείξεις;»

ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Πώς θέλεις με την απλή λογική να πάρω εγώ σαν δήθεν απόδειξη πράγματα που τα ίδια στερούνται λογικής; Για να γινόταν μία προφητεία απόδειξη, θα ’πρεπε πρώτα από όλα να είχα την ολοκληρωτική βεβαιότητα πως αυτή όντως υπήρξε.
Και βεβαίως ακόμα και εάν την είχα, γραμμένη προφανώς μέσα στις σελίδες της Ιστορίας, δεν θα είχε για εμένα περισσότερη αλήθεια από όλα τα υπόλοιπα ιστορικά γεγονότα, των οποίων τα τρία τέταρτα είναι αμφισβητήσιμα. Και εάν λάβουμε υπ’ όψη μας και τα διάφορα απλώς αληθοφανή γεγονότα που μας παρουσιάζουν σαν αληθινά οι μεροληπτικοί ιστορικοί, θα έχω, όπως καταλαβαίνεις, ακόμα ισχυρότερο δικαίωμα να αμφιβάλλω.
Ποιος θα με διαβεβαιώσει εξάλλου πως η τάδε προφητεία δεν γράφτηκε εκ των υστέρων… Και πώς μπορεί να δέχεται κανείς την κάθε μορφής απόδειξη των προφητειών, όταν αυτές από μόνες τους παρουσιάζονται σαν αποδείξεις;»
«Όσον αφορά τώρα τα θαύματα που επικαλείσαι, κατ’ αρχάς δεν μπορούν ούτε στο ελάχιστο να με πείσουν. όλοι οι απατεώνες έχουν κάνει θαύματα και όλοι οι ηλίθιοι τα έχουν πιστέψει. Για να με πείσεις για την αλήθεια ενός θαύματος, θα ’πρεπε να ήμουν πολύ σίγουρος πως το συμβάν που εσείς παρουσιάζετε σαν θαύμα ήταν απολύτως αντίθετο προς τους νόμους της Φύσης, γιατί μονάχα εκείνο που δεν έχει θέση στην Φύση δικαιούται να περάσει για θαύμα, και επίσης ποιος άραγε γνωρίζει την Φύση τόσο καλά ώστε να τολμήσει να βεβαιώσει ποιοι ακριβώς φυσικοί νόμοι αναστέλλονται ή ποιοι ακριβώς φυσικοί νόμοι παραβιάζονται; Για να διαπιστώσετε όμως εσείς ένα υποτιθέμενο θαύμα, σας αρκούν δύο μόνον παράγοντες, ένας θαυματοποιός και μερικές γυναικούλες.
Μην ψάχνεις λοιπόν άλλη πηγή για τα περίφημα θαύματά σου, όλοι οι νέοι ιδρυτές αιρέσεων έχουν κάνει τέτοια θαύματα και είναι θαυμαστό πραγματικά το ότι όλοι τους έχουν βρει λίγους ή πολλούς ηλίθιους που τους έχουν πιστέψει. Ο Χριστός σου δεν έχει τίποτε παραπάνω από τον Απολλώνιο τον Τυανέα, παρ’ όλο που κανείς σήμερα δεν διανοείται να πάρει εκείνον για θεό. Όσον αφορά δε τους πολυδιαφημισμένους μάρτυρές σου, αυτοί αποτελούν το πιο αδύναμο από όλα τα ούτως ή άλλως αδύναμα επιχειρήματά σου. Για να γίνει κανείς μάρτυρας δεν απαιτείται παρά μόνον ανόητος ενθουσιασμός και μανία για αντίσταση, άσε που προσωπικά θεωρώ ότι και οι δύο περιπτώσεις είναι αξιοθρήνητες.»
«Αγαπητέ μου, εάν αλήθευε πως όντως υπάρχει ο θεός που εσύ κηρύττεις, νομίζεις ότι θα χρειαζόταν θαύματα, μάρτυρες και προφητείες για στηρίξει την αυτοκρατορία του; Και εάν, όπως ισχυρίζεσαι, ήταν δικό του έργο η καρδιά του ανθρώπου, δεν θα βρισκόταν εκεί το άδυτο που θα είχε διαλέξει για την δόξα του; Δεν θα ανάβλυζε από εκεί ένας επιεικής νόμος, φτιαγμένος από έναν δίκαιο θεό, χαραγμένος μέσα σε όλες τις καρδιές με έναν τρόπο ακαταμάχητο και απαράλλαχτα ο ίδιος από το ένα άκρο του σύμπαντος μέχρι το άλλο; Δεν θα ήσαν όλοι οι άνθρωποι όμοιοι χάρη σε αυτό το λεπτό και ευαίσθητο όργανο, και δεν θα έμοιαζαν επίσης ο ένας στον άλλον χάρη στον κοινό σεβασμό που θα έδειχναν στον θεό από τον οποίο όλοι μηδενός εξαιρουμένου θα κατάγονταν; Δεν θα αγαπούσαν όλοι με τον ίδιον τρόπο, δεν θα τον λάτρευαν αυτόν τον θεό όλοι με τον ίδιον τρόπο, δεν θα τον υπηρετούσαν όλοι με τον ίδιον τρόπο και δεν θα ήταν παντελώς αδύνατον να τον περιφρονήσουν ή να αντισταθούν στο μυστικό κήρυγμα της λατρείας του; Κι όμως, αυτό που βλέπουμε μέσα στο σύμπαν είναι τόσοι θεοί όσα και κράτη, τόσοι τρόποι λατρείας όσα σχεδόν είναι τα κεφάλια ή έστω οι διαφοροποιήσεις της φαντασίας. Και έρχεσαι εσύ τώρα να ισχυριστείς ότι όλη αυτή η πολλαπλότητα των γνωμών, μέσα στην οποία εγώ αδυνατώ να διαλέξω με βεβαιότητα μόνον μία, είναι έργο του δικού σου, υποτίθεται δίκαιου, θεού;»
«Πρέπει να ντρέπεσαι, παπά. Παρουσιάζοντας έτσι τον θεό σου, στην πραγματικότητα ασεβείς προς αυτόν. Άφησέ με να τον αρνηθώ ολοκληρωτικά, γιατί εάν όντως υπάρχει, τότε εγώ ασεβώ με την άρνησή μου πολύ λιγότερο από όσο εσύ με την βλάσφημη αντίληψη που έχεις γι’ αυτόν. Σύνελθε παπά, ο Χριστός σου δεν αξίζει περισσότερο από τον Μωάμεθ, ο Μωάμεθ δεν αξίζει περισσότερο από τον Μωϋσή και οι τρεις τους δεν αξίζουν περισσότερο από τον Κομφούκιο, που τουλάχιστον διατύπωσε μερικές καλές αρχές, ενώ οι τρεις άλλοι απλώς παραλογίζονταν. Αλλά γενικά, στο σύνολό τους, όλοι οι ιδρυτές θρησκειών ήσαν αγύρτες, η διδασκαλία τους ήταν απάτη που απλώς την πίστεψε ο συρφετός, ενώ κανονικά η δικαιοσύνη θα ’πρεπε να τους θανατώσει.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Αλίμονο! Η ανθρώπινη δικαιοσύνη συμπεριφέρθηκε πολύ σκληρά σε έναν από τους τέσσερις!»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Αυτός ήταν που το άξιζε περισσότερο! Ήταν κοινός στασιαστής, ταραχοποιός, συκοφάντης, απατεώνας, ανήθικος, θαυματοποιός και σε επικίνδυνο βαθμό αχρείος. Κατείχε την τέχνη να επιβάλλεται στον συρφετό και επομένως ήταν άξιος τιμωρίας στα πλαίσια ενός βασιλείου, όπως ήταν τότε η Ιερουσαλήμ. Ήταν πολύ λογικό να τον ξεκάνουν μετά από μία τέτοια συμπεριφορά και είναι ίσως η μόνη περίπτωση που οι πολύ πράες και ανθρωπιστικές αρχές μου μπορούν να αποδεχθούν την αυστηρότητα της Θέμιδος. Μπορώ να συγχωρέσω αρκετές λάθος συμπεριφορές, εκτός από εκείνες που μπορούν να διαλύσουν την ανθρώπινη κοινωνία…»

Ο Σαντ σε αυτό το φιλοσοφικό παιχνίδι, που γράφτηκε πιθανόν το 1782 –όταν ήταν φυλακισμένος στη Βαστίλλη– και εκδόθηκε μόλις το 1926, κραδαίνει τον αθεϊσμό του, όπως εύστοχαv παρατηρεί ο Jerome Verain, «σαν όπλο, τον εκθέτει σαν πέος».
Ο γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Μαρκήσιος ντε Σαντ (1740-1814) εδώ και μερικούς αιώνες αποτελεί την προσωποποίηση του κακού.
Κάθε σεμνότυφη και τρομαγμένη ψυχή διαρρηγνύει, ακόμα και σήμερα, τα ιμάτιά της για το έργο του ακόλαστου λιμπερτίνου, επειδή νιώθει ότι απειλεί τον κομφορμιστικό της μικρόκοσμο. Υπερβάλλουμε; Καθόλου, αν σκεφτείτε ότι η Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ εκδόθηκε πρώτη φορά στα ελληνικά το 1979 από τις εκδόσεις Εξάντας και απαγορεύτηκε τάχιστα με δικαστική εντολή. Ανάλογη τύχη είχαν και οι 120 μέρες των Σοδόμων, που η έκδοσή τους, δυο χρόνια αργότερα από τον ίδιο οίκο, ήταν απαγορευμένη στη χώρα μας μέχρι και το 1991 (!).
Η λιλιπούτεια και καλαίσθητη έκδοση του βιβλίου Διάλογος ανάμεσα σε έναν ιερωμένο και έναν ετοιμοθάνατο του Μαρκήσιου ντε Σαντ από την Άγρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από ορισμένους νεοσυντηρητικούς κύκλους και τους θρησκόληπτους περισσότερο επικίνδυνη από την περιγραφή και του πιο ακραίου πορνογραφικού συμπλέγματος.
Πρόκειται για ένα διάλογο που καταγράφει τη μάταιη προσπάθεια ενός ιερωμένου, μάλλον αδέξιου υπερασπιστή του καθολικού δόγματος, να σώσει την ψυχή ενός ετοιμοθάνατου με ακόλαστες ορέξεις και πάθη ισχυρότατα.
Ο συγγραφέας μέσα από τον στιλιζαρισμένο διάλογο των δυο προσώπων απογυμνώνει ξεδιάντροπα τις θρησκευτικές προκαταλήψεις, το φανατισμό και τη βία της εκκλησιαστικής εξουσίας. Όχι για υπερασπιστεί μέχρις εσχάτων τη «διεφθαρμένη» του φύση και το κύλισμα στις ηδονές, αλλά για να μιλήσει -επιβεβαιώνοντας τον Apollinaire, που τον αποκαλούσε «το πιο ελεύθερο πνεύμα που υπήρξε ποτέ»- με γενναιότητα για σοβαρά φιλοσοφικά ζητήματα, τα συστήματα ηθικής των θρησκειών, τις υλιστικές αντιλήψεις της εποχής του.
Στον κόσμο του Σαντ, κατά τον Jerome Verain, «οι πράξεις μας καθορίζονται από φυσικούς νόμους όπου η ηθική δεν έχει κανένα λόγο», ενώ ο ηδονοθήρας ετοιμοθάνατος του βιβλίου αποποιείται το Θεό συμπυκνώνοντας όλη την ανθρώπινη ηθική στην, φαινομενικά απλοϊκή, φράση «κάνε τους άλλους τόσο ευτυχείς όσο επιθυμείς να είσαι και μην τους κάνεις ποτέ περισσότερο κακό από εκείνο που θα ήθελες να σου κάνουν».