Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ (1919)

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ - ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δημοκρατία της Βαϊμάρης ονομάστηκε η σύντομη σε διάρκεια δημοκρατία στη Γερμανία του μεσοπολέμου, δηλαδή από το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου (1918) μέχρι την επικράτηση του Χίτλερ και του Ναζιστικού κόμματος το 1933. Πήρε αυτή την ιδιαίτερη ονομασία γιατί η πρώτη ελεύθερα εκλεγμένη κυβέρνηση της Γερμανίας, που μόλις είχε υπογράψει ανακωχή, ηττημένη στον πρώτο μεγάλο πόλεμο, θεώρησε σκόπιμο, τουλάχιστον τους πρώτους μήνες, να συνεδριάσει σε αυτή τη μικρή πόλη της κεντροανατολικής Γερμανίας. Η Βαϊμάρη, μία πόλη με πανεπιστήμιο, 100 περίπου χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, που ήταν γνωστή ως η γενέτειρα του Γκαίτε και του Σίλερ, στάθηκε το ασφαλές καταφύγιο για τη Γερμανική εθνοσυνέλευση, γιατί ακόμη η πρωτεύουσα ήταν επικίνδυνη. Και ήταν επικίνδυνη γιατί είχαν προηγηθεί συγκρούσεις από το Νοέμβριο του 1918 μέχρι τον Ιανουάριο του 1919, κυρίως μεταξύ μετριοπαθών αριστερών κομμάτων και του ριζοσπαστικού κινήματος των «Σπαρτακιστών» του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Ο Λίμπκνεχτ είχε φύγει από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD), επειδή το κόμμα συναίνεσε στον πόλεμο και ίδρυσε το «Σύνδεσμο Σπάρτακος», με τη σύντροφό του Λούξεμπουργκ, μία Πολωνή πρόσφυγας, οποία ήταν ο ιθύνων νους της οργάνωσης. Εκμεταλλευόμενοι την δραματική επιδείνωση της ποιότητας ζωής των εργατών του Βερολίνου ήθελαν να καταλάβουν την εξουσία και να διαμορφώσουν ένα κομμουνιστικό καθεστώς, όπως έκανε ο Λένιν στη Ρωσία. Ο Λένιν, για να ανταποδώσει τη βοήθεια που του είχαν προσφέρει το 1917 οι Γερμανοί στρατηγοί (τον είχαν πάρει από την Ελβετία, που ήταν εξόριστος, και τον έστειλαν στην Ρωσία για να ρίξει το καθεστώς και έτσι να αποσχιστεί η Ρωσία από τις δυνάμεις τις Αντάντ), έστειλε 12 εκατομμύρια μάρκα και Ρώσους «διπλωμάτες» για να οργανώσουν το Γερμανικό προλεταριάτο.

Στις 9 Νοεμβρίου, δηλαδή τη μέρα που ιδρύθηκε η Γερμανική Δημοκρατία, οι Σπαρτακιστές κηρύττουν τη Γερμανική Σοσιαλιστική Δημοκρατία υψώνοντας μια κόκκινη κουβέρτα στα Ανάκτορα. Χάος επικράτησε στους δρόμους του Βερολίνου, συγκρούσεις, πυροβόλα και επεισόδια. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1918 οι Σπαρτακιστές κηρύττουν γενική απεργία και στις συμπλοκές σκοτώνονται 20 άνθρωποι. Εντωμεταξύ 3.000 πρώην στρατευμένοι ναύτες, με την ονομασία Λαϊκή Ναυτική Μοίρα, είχαν καταλάβει τα Ανάκτορα και στις 23 Δεκεμβρίου του 1918 καταλαμβάνουν και την Καγκελαρία πιάνοντας ομήρους.

Στις 5 Ιανουαρίου του 1919 αρχίζει η επονομαζόμενη «εβδομάδα του Σπάρτακου» με διαδηλώσεις και καταλήψεις κτηρίων (ακόμη και του αρχηγείου της Αστυνομίας). Οι Σπαρτακιστές δεν είχαν όμως οργανωμένο και καλά εξοπλισμένο στρατό και επιπλέον είχαν να αντιμετωπίσουν τα Freikorps (Ελεύθερα Σώματα), που ήταν άτακτα σώματα στρατιωτών του Α' Παγκόσμιου Πολέμου και τα οποία υπέγραψαν συμφωνία με τη Δημοκρατική κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Έκμπερτ, για να καταστείλουν την εξέγερση των Σπαρτακιστών. Με την εντολή να πυροβολούν τον οποιοδήποτε σε ακτίνα 3 μέτρων τα Freikorps εισβάλλουν στο Βερολίνο και καταπνίγουν στο αίμα την εξέγερση των κόκκινων.

Για τις 19 Ιανουαρίου του 1919 προκηρύχτηκαν εκλογές. Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κερδίζει την πλειοψηφία και στην επαρχιακή πόλη της Βαϊμάρης ψηφίζεται νέο σύνταγμα. Όμως η νέα δημοκρατικά εκλεγμένη πολιτική τάξη της χώρας ήταν άτολμη, γιατί φοβήθηκε να αντικαταστήσει την παλιά Αυτοκρατορική τάξη πραγμάτων στο δημόσιο τομέα και στο δικαστικό σώμα. Επιπλέον η καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών ακολουθήθηκε από μία εκστρατεία τρόμου (έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο) με τα Freikorps να τρομοκρατούν και ουσιαστικά η Δημοκρατία να στηρίζεται σε παραστρατιωτικά σώματα αντί να δημιουργήσει δικό της, αφοσιωμένο στη δημοκρατία, σώμα ασφάλειας.

Έτσι «η ένοπλη τρομοκρατία της Δημοκρατίας αποτελούσε απόδειξη της παταγώδους αποτυχίας της, της υποταγής της στις ίδιες δυνάμεις που η επανάσταση υποτίθεται ότι θα κατέστελλε». Ακολούθησε η υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλιών σύμφωνα με την οποία η Γερμανία έχανε το 13% των εδαφών της (να σημειωθεί εδώ ότι οι Σύμμαχοι δεν είχαν κατακτήσει Γερμανικό έδαφος στα 4 χρόνια του πολέμου), το 10% του πληθυσμού της και τους πιο σημαντικούς φυσικούς πόρους της χώρας, με τους οποίους η Γερμανία θα αποπλήρωνε τις πολεμικές αποζημιώσεις. Πολλοί, κυρίως οι στρατιωτικοί, οι οπαδοί του παλαιού καθεστώτος και οι ακροδεξιοί κύκλοι στη χώρα θεώρησαν ότι η υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλιών ήταν προδοσία της Δημοκρατίας.

Μάλιστα ο Ματίας Έρτσμπεργκερ, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας που υπέγραψε τη Συνθήκη, δολοφονήθηκε το 1921. Ο χειμώνας του 1919 - 1920 έφερε μεγάλη πείνα και το Μάρτιο του 1920 έγινε  ένα πραξικόπημα. Επειδή η Συνθήκη των Βερσαλιών προέβλεπε διάλυση των ταγμάτων Freikorps, η κυβέρνηση, που τόσους μήνες τα ανέχτηκε ή και στηρίχτηκε σε αυτά, προσπάθησε να εφαρμόσει τον όρο της Συνθήκης, αλλά τα τάγματα αντέδρασαν και στις 13 Μαρτίου μπήκαν στο Βερολίνο, με τη βοήθεια του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Η κυβέρνηση διέφυγε στη Δρέσδη και ο Πρώσος πολιτικός Βόλφγκανγκ Καπ αυτοανακηρύχτηκε καγκελάριος.

Τελικά όμως το όλο εγχείρημα αποδείχτηκε φαρσοκωμωδία, ο στρατός απέσυρε την υποστήριξη στο πραξικόπημα και τα Freikorps αποσύρθηκαν από την πρωτεύουσα. Αλλά για μία ακόμη φορά η δημοκρατική κυβέρνηση δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να απαλλαγεί από τα τάγματα. Όχι μόνο δεν τιμώρησε κανέναν για το πραξικόπημα (ο επικεφαλής του στρατού Ζέεκτ, μάλιστα, παρέμεινε στη θέση του), αλλά τις ίδιες μονάδες τις χρησιμοποίησε για να καταστείλει εξέγερση των Σπαρτακιστών στην κεντρική Γερμανία. Στις 6 Ιουνίου 1920 οι νέες εκλογές έφεραν στο Ράιχσταγκ με πλειοψηφία το συνασπισμό των κεντροδεξιών κομμάτων.

Ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και ο αντισημιτισμός άρχισε να αυξάνει μετά και την εμφάνιση εκατοντάδων χιλιάδων ανατολικοεβραίων διωγμένων από το χάος της Ρωσικής Επανάστασης. Οι επιθέσεις εναντίον τους άρχισαν να γίνονται καθημερινό φαινόμενο και αναγκάστηκε η Γερμανική Εβραϊκή κοινότητα να ξεχωρίσει τη θέση της από τους ανατολικούς Εβραίους. Ήδη από το 1917 Γερμανικοί κύκλοι είχαν αρχίσει να θεωρούν τους Εβραίους κεφαλαιοκράτες υπεύθυνους για την ήττα στο μέτωπο, αν και πρέπει να τονίσουμε ότι στην έναρξη του μεγάλου πολέμου χιλιάδες Εβραίοι έσπευσαν να καταταγούν στο Γερμανικό στρατό. Τους θεωρούσαν εγκληματίες, ανήθικους, προαγωγούς.


Οι «άνθρωποι της πόλης», όπως έλεγαν τους Εβραίους οι Γερμανοί, θεωρούσαν ότι ήταν απειλή για τον απλό και αγνό κόσμο της Γερμανικής επαρχίας. Τώρα όμως, δηλαδή το 1920, ο αντισημιτισμός δεν ήταν μία αντιπαράθεση πόλης με επαρχία, όπως ήταν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά στόχο είχε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, γιατί θεωρούνταν Εβραιοκρατούμενη και υπεύθυνη για την ήττα. Τότε (1920) ήταν που δημοσιεύτηκαν στη Γερμανία «Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», ένα Ρωσικό πλαστογράφημα, που περιέγραφε μια υποτιθέμενη συνωμοσία για την εδραίωση της Εβραϊκής παγκόσμιας κυριαρχίας και αυτό το παραμύθι έγινε αμέσως πιστευτό στη Γερμανική επικράτεια.

Στις 24 Ιουνίου του 1922 δολοφονείται από έναν πρώην αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού, τον Έρβιν Κέρν, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Βάλτερ Ρατενάου. Ο υπουργός ήταν Εβραϊκής καταγωγής και είχε παραιτηθεί από τη θέση του επικεφαλής της AEG και γι΄ αυτό στα μάτια των Γερμανών ήταν ένας Εβραίος καπιταλιστής σύμβολο της Εβραϊκής διακυβέρνησης της Βαϊμάρης. Ήταν πραγματική τρέλα να αναλάβει ένας Εβραίος δημόσιο αξίωμα εκείνη ιδιαίτερα την περίοδο της Γερμανικής ιστορίας και, παρόλο που όλοι φοβόντουσαν ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο, η δολοφονία του συντάραξε το Βερολίνο και μάλιστα τα εργατικά σωματεία κήρυξαν ημέρα πένθους γι’ αυτόν τον πλούσιο βιομήχανο της Γερμανίας.

Το 1921 το μάρκο έχασε τη μισή αξία του, αλλά μετά τη δολοφονία Ρατενάου κατέρρευσε πραγματικά. Η ισοτιμία του με το δολάριο από 4,2 προς 1 έφτασε 493 προς 1 και το 1922 1.134 προς 1. Τον Ιανουάριο του 1923 οι Γάλλοι και οι Βέλγοι καταλαμβάνουν το Ρουρ, το βιομηχανικό κέντρο γαιάνθρακα της Γερμανίας, γιατί νόμιζαν ότι η Γερμανική κυβέρνηση χρησιμοποιούσε το μεγάλο πληθωρισμό για να μην καταβάλει τις πολεμικές αποζημιώσεις. Η εισβολή αυτή προκάλεσε έλλειψη κάρβουνου το χειμώνα και εκτόξευση της ισοτιμίας σε 4.620.455 μάρκα προς 1 δολάριο. Τότε ήταν που εκδόθηκε και χαρτονόμισμα του 1 δισεκατομμυρίου και τον Οκτώβριο του 1923 χαρτονόμισμα 100 δισεκατομμυρίων, πράγμα που σήμαινε ότι το μάρκο δεν υπήρχε πια.

Όσοι είχαν «σκληρό» νόμισμα πλούτισαν σε μια νύχτα, ενώ η μεσαία τάξη εξαφανίστηκε. Ο πληθωρισμός βοήθησε την κυβέρνηση να αποπληρώσει τα περισσότερα πολεμικά της χρέη ξεπληρώνοντας Γερμανούς, που είχαν αγοράσει ομόλογα, με ρευστό πληθωριστικό, δηλαδή ανύπαρκτο. Τα όποια οφέλη όμως είχε η κυβέρνηση και κάποιες επιχειρήσεις, που εξασφάλισαν φτηνές πιστώσεις, ήταν πρόσκαιρα, γιατί τότε σημειώθηκε μία τεράστια μεταφορά πλούτου από τη μεσαία τάξη της Γερμανίας σε μια μικρή μερίδα νεόπλουτων και επήλθε έτσι μια εντυπωσιακή κοινωνική μεταβολή. Ταυτόχρονα η ανεργία μάστιζε την εργατική τάξη, ενώ δημόσιοι υπάλληλοι, δάσκαλοι, καθηγητές έπεσαν στην ανέχεια, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η δυσαρέσκεια στην κυβέρνηση.

Οι μισθοί μεταφέρονταν με καρότσια από τις τράπεζες στις επιχειρήσεις με τέτοιο τεράστιο πληθωρισμό που υπήρχε. Πολλές εταιρείες πλήρωναν σε κοφίνια τους υπαλλήλους τους δύο φορές την ημέρα, για να προλαβαίνουν να ψωνίζουν το μεσημέρι είδη πρώτης ανάγκης πριν τους προλάβει ο απογευματινός πληθωρισμός. Οι έμποροι χαρτιού συγκέντρωναν τα χαρτονομίσματα, που τυπώνονταν την εβδομάδα και τα πουλούσαν για απλές κόλλες. Μέχρι και τα εμφιαλωμένα μπουκάλια κρασί είχαν ετικέτες από χαρτονομίσματα. Αναφέρεται ότι το 1923 το ¼ των μαθητών του Δημοτικού ήταν κάτω από το μέσο όρο ύψους και βάρους. Τα κρούσματα φυματίωσης εξαπλασιάστηκαν και αυξήθηκαν κατά 1.000% τα παιδιά που έπασχαν από ραχίτιδα.

Ασιτία, θάνατοι και αυτοκτονίες παντού. Ουρές στα καταστήματα να προλάβουν βασικά προϊόντα διατροφής πριν εξαντληθούν. Το κόστος ζωής μιας τετραμελούς οικογένειας έφτασε τα 15 τρισεκατομμύρια μάρκα το μήνα (π.χ. ένα γραμματόσημο στοίχιζε 40.000 μάρκα και ένα τηλεφώνημα 100.000 μάρκα). Ξαφνικά, όμως, όλα άλλαξαν. Καγκελάριος ανέλαβε ο συντηρητικός Γκούσταφ Στρέζεμαν, ο οποίος προώθησε την ιδέα ίδρυσης νέας τράπεζα, που θα αναλάμβανε να εκδώσει χρήμα, που θα αντικαθιστούσε τα υπάρχοντα, χωρίς αξία, χαρτιά. Το νέο νόμισμα ονομάστηκε «Ρέντενμαρκ» και η αξία του καλυπτόταν από υποθήκη στα αποθέματα χρυσού της Γερμανίας.

Έκλεισε τα πιεστήρια, που τύπωναν χρήμα και περιόρισε την πίστωση. Εξαφανίστηκαν έτσι τα μηδενικά στα χρήματα και η ισοτιμία του νέου νομίσματος με το δολάριο έφτασε στα επίπεδα του 1914 (4,2 προς 1). Τα θετικά αποτελέσματα, όμως, θα άρχιζαν να φαίνονται μετά από καιρό, ενώ στο μεταξύ η ακροδεξιά με το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα και ένα νέο ηγέτη, τον Χίτλερ, αρχίζει να έχει μεγάλες συμπάθειες. Κατηγορήθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης για τον τεράστιο πληθωρισμό. Η βασική συμμορία των κακών ήταν οι δημοκράτες, οι σοσιαλιστές και οι Εβραίοι, οι οποίοι είχαν συνωμοτήσει για το κακό της Γερμανίας. Στις πρώτες εκλογές, μάλιστα, μετά την κρίση του πληθωρισμού, ο Χίτλερ κέρδισε 2 εκατομμύρια ψήφους, ενώ πριν η δύναμή του περιοριζόταν μόνο στη Βαυαρία.

Με τη βοήθεια του αξιωματικού του στρατού και στενού του συνεργάτη Έρνστ Ρεμ ιδρύει τα τάγματα εφόδου (SA), που από 55 μέλη έφτασαν να αριθμούν σε λίγο καιρό τα 15.000 μέλη και τα χρησιμοποιεί για εκφοβισμό. Η ηγεσία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης κατηγορήθηκε επιπλέον για τη δειλία που έδειξε στην κατοχή της Ρουρ από Γάλλους και Βέλγους. Στην αρχή η κυβέρνηση επέλεξε την παθητική αντίσταση σε αυτή την εισβολή σε Γερμανικό έδαφος, με διαδηλώσεις και απεργίες, αλλά στη συνέχεια ο νέος καγκελάριος Γκούσταφ Στρέζεμαν συνδύασε τη νίκη του επί του πληθωρισμού με αλλαγή της πολιτικής πάνω στην ξένη κατοχή ακυρώνοντας την παθητική αντίσταση, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια.

Ο Χίτλερ επιχείρησε μάλιστα και πραξικόπημα στις 8 Νοεμβρίου του 1923, το «πραξικόπημα της μπιραρίας», που τελικά αποδείχτηκε πραγματικό φιάσκο. Όμως, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έδειξε ανοχή σε τέτοια φαινόμενα. Ο Χίτλερ τιμωρήθηκε με μόνο 5 χρόνια κάθειρξη κι όχι με απέλαση, όπως θα όφειλε να του επιβληθεί, καθώς ήταν Αυστριακός. Και μάλιστα εξέτισε την ποινή του σε 13 μήνες, κατά τη διάρκεια τη οποίας άρχισε να γράφει το βιβλίο «ο Αγών μου». Η περίοδος από το τέλος του υπερπληθωρισμού το 1924 έως το μεγάλο κραχ του 1929 ήταν η μοναδική περίοδος σταθερότητας της Δημοκρατίας, «η χρυσή εποχή της Βαϊμάρης».

Παράλληλα με το τέλος της οικονομικής κρίσης οι παλιοί σύμμαχοι της Αντάντ, με την πίεση των Αμερικανών, δέχονται τη μείωση των ετήσιων πολεμικών αποζημιώσεων (Σχέδιο Ντέιβις) και επιπλέον άρχισαν να εισρέουν πολλά χρήματα από δάνεια των πρώην εχθρών της Γερμανίας. Τα παραπάνω έδωσαν εντυπωσιακή ώθηση στη Γερμανική οικονομία, αλλά, παρά τη βελτίωση, η κοινή γνώμη της χώρας δεν αναγνώριζε πια στη Δημοκρατία καμιά επιτυχία. Επιπλέον εκείνη την περίοδο είχαμε τη σεξουαλική απελευθέρωση στη Γερμανία με το γυμνό ως θέαμα να είναι ιδιαίτερα δημοφιλές. Τότε ήταν που εμφανίστηκε και η περίφημη Ζοζεφίν Μπέικερ, η οποία χόρευε γυμνή στα καμπαρέ.


Ταυτόχρονα συνέβησαν και σεξουαλικά εγκλήματα και όλα αυτά επέτειναν την εντύπωση της κοινής γνώμης ότι υπεύθυνη ήταν η Δημοκρατία. Ακόμη κι όσοι γνώρισαν την ευημερία εκείνη την εποχή ελάχιστα εκτιμούσαν την δημοκρατική κυβέρνηση. Το δημοκρατικό καθεστώς θεωρούνταν ο δούρειος ίππος των προδοτών πολιτικών και των Εβραίων, φυσικά, να κάνουν κακό στη Γερμανία. Από τη μια, λοιπόν, οι υποστηρικτές της Δημοκρατίας αδυνατούσαν να την υποστηρίξουν και από την άλλη υπήρχαν κάποιοι που καιροφυλακτούσαν να την καταλύσουν. Το Ναζιστικό κόμμα μέχρι το 1926 ήταν ανοργάνωτο και ήταν ένα νέο πρόσωπο, ο Γιόζεφ Γκέμπελς, ο πιο έξυπνος του κόμματος.

Οργάνωσε το κόμμα με γραφεία, ταμείο, εφημερίδα και προπαγάνδα, προσπαθώντας να εξωραΐσει το αντιεβραϊκό μένος του κόμματος. Εντωμεταξύ το 1925 πεθαίνει ξαφνικά ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος Έμπερτ και προκηρύχτηκαν εκλογές με τα δεξιά κόμματα να κατεβάζουν και να κερδίζουν με υποψήφιο τον στρατηγό Χίντενμπουργκ, τον υπεύθυνο της ήττας στο μεγάλο πόλεμο, ενώ οι εθνικοσοσιαλιστές κατέβασαν τον επιτελάρχη του, τον Λούντεντορφ. Ο Χίντενμπουργκ, που με επιδέξιο τρόπο είχε καταφέρει να αποσείσει από πάνω του τις ευθύνες της ήττας και της ντροπιαστικής Συνθήκης των Βερσαλιών, παρόλο που ήταν ήρωας των εθνικιστών, λειτούργησε ως πραγματικός υποστηρικτής της Δημοκρατίας.

Όμως με την ανεργία από τη μια, που προκάλεσε την Πρωτομαγιά του 1929 τεράστιες διαδηλώσεις με 19 νεκρούς και 65.000 συλληφθέντες και τους ακραίους του Χίτλερ, από την άλλη, να προσπαθούν να αναστατώσουν το σύστημα της Βαϊμάρης βάζοντας βόμβα με τον Γκαίμπελς στο Ράιχσταγκ, η Γερμανία έρχεται αντιμέτωπη με το μεγάλο κραχ του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης στις 22 Οκτωβρίου του 1929. Μόλις 6 χρόνια από το τέλος της φοβερής περιόδου του υπερπληθωρισμού η ζωή των Γερμανών έγινε πάλι αβίωτη. Οι Αμερικανοί, που είχαν χορηγήσει βραχυπρόθεσμα δάνεια στη Γερμανία, τα ανακάλεσαν και έπαψαν να χορηγούν νέα, θορυβημένοι κιόλας από την εντεινόμενη βία της ακροδεξιάς, με αποτέλεσμα την έλλειψη ρευστού.

Οι καταυλισμοί αντίσκηνων άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση στις παρυφές των Γερμανικών πόλεων. Τότε ήταν που επήλθε και πολιτική κρίση, με την αδυναμία των δημοκρατικών κομμάτων να συνεργαστούν, με αποτέλεσμα να προκηρυχτούν εκλογές πρόωρα (1930), που στάθηκε μία μοναδική ευκαιρία για να αναδειχτεί ο Χίτλερ. Οι δημοκρατικές δυνάμεις της Βαϊμάρης δεν εκτίμησαν σωστά τη δυναμική των ακροδεξιών, πράγμα που θα τους έκανε να συνασπιστούν έγκαιρα και να αποτρέψουν την άνοδό τους στην εξουσία. Οι εθνικοσοσιαλιστές, με έντονη προεκλογική εκστρατεία και προβάλλοντας τους τρεις εχθρούς, που ευθύνονταν για τα δεινά της Γερμανίας.

Δηλαδή τους Εβραίους, τη Βαϊμάρη και τις ξένες δυνάμεις, κατέλαβαν τη δεύτερη θέση σε ψήφους, με πρώτο το σοσιαλδημοκρατικό και τρίτο, τη μεγάλη έκπληξη, το Γερμανικό Κ. Κ. Τα λάθη και οι κόντρες των δημοκρατικών κομμάτων, αριστερών και δεξιών, συνεχίστηκαν και τα επόμενα 2 χρόνια. Δεν μπορούσαν να σχηματίσουν σταθερή κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να φτάσουμε το μεσημέρι της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου 1933 που ο Χίτλερ ορκίστηκε καγκελάριος της Γερμανίας, αν και ποτέ δεν κέρδισε τις εκλογές. Αυτό σήμανε το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ (1918 - 1933)

Νοέμβριος 1918 - Ιούλιος 1919 

Στις 9 Νοεμβρίου 1918 ανακηρύσσεται από το σοσιαλδημοκράτη Φίλιπ Σάιντεμαν, ένα από τα έξι μέλη της προσωρινής κυβερνητικής επιτροπής, η Γερμανική Δημοκρατία. Σε όλη τη χώρα έχουν συγκροτηθεί επαναστατικά συμβούλια (Raete) ενώ οι σοσιαλδημοκράτες διακηρύσσουν πως όλη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των συμβουλίων. Από τις 4 Οκτώβρη καγκελάριος είναι ο Μαξ φον Μπάντεν, μοναρχικός. Η Γερμανία είναι σε διαδικασία υπογραφής συνθηκών ανακωχής και ειρήνης έχοντας πληρώσει βαρύ τίμημα (1,8 εκατομμύρια νεκροί) για τη συμμετοχή της σε αυτό που αποκαλέστηκε Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και στο οποίο είχε συμμετάσχει από τον Αύγουστο του 1914.

Στις 28 Οκτωβρίου του 1918 στασίασαν οι ναύτες του Κιέλου. Η αφορμή δόθηκε όταν η στρατιωτική διοίκηση απαίτησε από αυτούς να ανοίξουν πυρ ενάντια στον Αγγλικό στόλο με κίνδυνο να χαθούν 80,000 ναύτες, παρότι ο πόλεμος είχε ήδη κριθεί. Οι αξιωματικοί αντιδρούν και σκοτώνουν 8 άνδρες. Οι στρατιώτες που καταφτάνουν την άλλη μέρα συναδελφώνονται τελικά με τους εξεγερμένους και έτσι, στις 4 του Νοέμβρη του 1918 σχηματίζονται στο Κίελο συμβούλια εργατών και στρατιωτών. Ο επαναστατικός πυρετός εξαπλώνεται σε πολλές πόλεις και παντού ξεφυτρώνουν επαναστατικά συμβούλια.

Στο Βερολίνο στις 9 Νοεμβρίου γίνεται τεράστια διαδήλωση και καταλαμβάνονται το παλάτι, η διοίκηση της Χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια, τυπογραφεία εφημερίδων, δημόσια κτίρια και εργοστάσια. Ο Αυτοκράτορας Γουλιέλμος ο Β' εξαναγκάζεται σε παραίτηση και φεύγει στην Ολλανδία. Ο καγκελάριος Μαξ ορίζει διάδοχό του τον σοσιαλδημοκράτη ηγέτη Φρίντριχ Έμπερτ. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) έχει ήδη διασπαστεί από το 1914, λόγω του γεγονότος πως υπερψήφισε τις πολεμικές δαπάνες συνηγορώντας στη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο, γεγονός με τεράστια σημασία για το έως τότε παγκόσμιο εργατικό κίνημα.

Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ στις 25 Ιουλίου του 1914 το SPD καλούσε τα εκατομμύρια των μελών του να αντισταθούν στον πόλεμο, μόλις δέκα μέρες μετά, στις 4 Αυγούστου, το κόμμα ψήφιζε υπέρ των πολεμικών πιστώσεων. Οι διαφωνούντες δημιούργησαν το 1917 το ανεξάρτητο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (USPD) στο οποίο συμμετείχε και η φράξια των Σπαρτακιστών με ηγέτες την Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λήμπκνεχτ. O Λήμπκνεχτ ήταν ο μόνος βουλευτής του SPD που το 1914 είχε καταψηφίσει το νομοσχέδιο για την έξοδο της χώρα στον πόλεμο. Εκτός από το USPD υπήρχαν επίσης κάποιες μικρότερες ομάδες με αναφορά στην προλεταριακή επανάσταση.

Οι σημαντικότερες ήταν η Εργατική Πολιτική και οι μαχητικοί Εργοστασιακοί Αντιπρόσωποι, μια ομάδα επαναστατών συνδικαλιστών στο Βερολίνo. «Οι συνθήκες του πολέμου, η καταστολή αλλά και οι έντονες πολιτικές μεταστροφές συνέτειναν σε μια σχετικά ασαφή οργανωτική οριοθέτηση αυτών των ομαδοποιήσεων. Θα μπορούσε ένας εργάτης να συνεργάζεται στο εργοστάσιο του με τους Εργατικούς Αντιπροσώπους, στη γειτονιά του με τους Ανεξάρτητους και ταυτόχρονα να δήλωνε οπαδός του Λήμπκνεχτ και της Ρόζας». 8 Στις 10 Νοεμβρίου ο Έμπερτ σχηματίζει μια εξαμελή προσωρινή κυβέρνηση που πρόκειται να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές τον Ιανουάριο του 1919.


Η κατάσταση παραμένει έκρυθμη αλλά στο παγγερμανικό συνέδριο των συμβουλίων οι συσχετισμοί είναι υπέρ των σοσιαλδημοκρατών. Ο Σπάρτακος είναι μόνο μια ολιγομελής οργανωμένη κομμουνιστική φράξια στο εσωτερικό του USPD. Τελικά οι αποφάσεις που παίρνονται ευνοούν τη συμμετοχή στην μελλοντική εθνοσυνέλευση, απόφαση που θα προβεί σε βάρος της εξουσίας των συμβουλίων. Ο Έμπερτ συμφωνεί με το στρατηγό Γκραίνερ στη διάθεση του στρατού για τη διατήρηση της τάξης σε αντάλλαγμα με τη πολιτική στήριξη της κυβέρνησης στη αντιμετώπιση του «μπολσεβικισμού» μέσα στο στράτευμα. Η αντεπανάσταση επιτίθεται. Παράλληλα στις 30 Δεκέμβρη αρχίζει τις εργασίες του το πρώτο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD).

Στις 4 του Γενάρη του 1919 ο διευθυντής της αστυνομίας του Βερολίνου, ο ανεξάρτητος Άϊχγκορν, απολύθηκε από τη θέση του και αντικαταστάθηκε από το σοσιαλδημοκράτη Έρνστ. Αυτό θεωρήθηκε πρόκληση καθώς ο Άϊχγκορν ήταν από τα πιο αριστερά στελέχη του USPD ενώ ήταν εκλεγμένος απευθείας από τα συμβούλια. Σε σύσκεψη των εκπροσώπων του Σοβιέτ του Βερολίνου, αποφασίστηκε να καλεστούν οι εργάτες του Βερολίνου σε διαδήλωση στις 5 του Γενάρη και σε περίπτωση ανάγκης να αρχίσουν αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Στις 5 του Γενάρη έγινε μια μεγαλειώδης διαδήλωση.

Η επαναστατική επιτροπή, που αποτελούταν από τον Λέντεμπουρ (Ανεξάρτητοι), τον Σόλτσε (Εργ. Αντιπρόσωποι) και τον Λήμπκνεχτ (KPD), κάλεσε τους εργάτες να αγωνιστούν για τη διάλυση των ενόπλων τμημάτων των «εθελοντών» (Freikorps9 ), για τον οπλισμό του προλεταριάτου και για την επαναφορά του Άϊχγκορν στη θέση του. Οι μάχες είναι σκληρές και πολύνεκρες. Ο σοσιαλδημοκράτης Νόσκε αναλαμβάνει να επαναφέρει την τάξη. Απευθύνεται στα Freikorps και έτσι η επανάσταση καταπνίγεται στο αίμα και η Λούξεμπουργκ με τον Λήμπκνεχτ, οι δύο ηγέτες των Σπαρτακιστών, δολοφονούνται από τις ακροδεξιές συμμορίες. Η απόπειρα της Γερμανικής εργατικής τάξης να επαναλάβει τον Σοβιετικό Οκτώβρη πέφτει στο κενό.

Οι εκλογές γίνονται στις 19 Γενάρη 1919. Οι κομμουνιστές δεν συμμετέχουν παρά την αντίθετη άποψη της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Ψηφίζουν 30 εκατομμύρια Γερμανοί και πρώτο κόμμα έρχεται το SPD. Η Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 του Φλεβάρη στη μικρή πόλη της Θουριγγίας, Βαϊμάρη. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες της Συνέλευσης, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών αποφάσισε να της παραδώσει την εξουσία με βάση όσα είχαν συμφωνηθεί στο Παγγερμανικό Συνέδριο των Συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών. Στις 9 Φεβρουαρίου 1919 σχηματίζεται κυβέρνηση συνεργασίας από το SPD, το κεντρώο και το δημοκρατικό κόμμα.

Η Γερμανική κυβέρνηση καλείται να συνυπογράψει τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διαπραγμάτευσης και έτσι στις 28 Ιουνίου βάζει την υπογραφή της μέσω του σοσιαλδημοκράτη υπουργού εξωτερικών Χέρμαν Μύλλερ. Το τίμημα είναι βαρύ και βρίσκει τη Γερμανία «εθνικά» ταπεινωμένη. Η συνθήκη επιβάλλει δυσβάστακτους οικονομικούς όρους αποπληρωμής των πολεμικών αποζημιώσεων ενώ το Γερμανικό κράτος «χάνει» πολλά εδάφη της (τέως ) Δυτικής Πρωσίας και της Αλσατίας. Επίσης αναγκάζεται σε ελαχιστοποίηση του στρατού της (100,000 άτομα) και σε απώλεια αποικιών και εμπορικών δικαιωμάτων σε τρίτες χώρες.

Στις 31 Ιουλίου 1919 ψηφίζεται το νέο Σύνταγμα. Στη δημοκρατία της Βαϊμάρης το Ράιχσταγκ (νομοθετικό σώμα) εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία, η κυβέρνηση αποτελεί το εκτελεστικό σώμα ενώ ο πρόεδρος παραμένει ο απόλυτος κυρίαρχος, εκλεγόμενος με 7ετή θητεία απευθείας από το λαό. Διατηρούσε το δικαίωμα να διαλύσει το Ράιχσταγκ, να επιλέξει και να απολύσει τον καγκελάριο, να αναλάβει τον έλεγχο αν «η δημόσια τάξη και ασφάλεια αναστατωνόταν ή διέτρεχαν κίνδυνο. Αυτό ήταν το περιβόητο άρθρο 48». 12 Ο πρώτος γύρος στη μάχη ανάμεσα στην εργατική και αστική τάξη τελειώνει με νικήτρια τη δεύτερη.

Αύγουστος 1919 - Δεκέμβριος 1923

Το Μάρτιο του 1920 καγκελάριος αναλαμβάνει ο Μπάουερ διαδεχόμενος τον Μύλλερ που είχε οριστεί τον Ιούνιο του 1919.΄Εχει προηγηθεί στις 13 Μαρτίου του 1920 το αποτυχημένο πραξικόπημα του Καπ, ενός Πρώσου ακροδεξιού γραφειοκράτη, ο οποίος συνοδευόμενος από μια ταξιαρχία του ναυτικού βαδίζει προς το Βερολίνο. Ο στρατός δεν τον χτυπά και έτσι η κυβέρνηση φεύγει. Όμως το πραξικόπημα καταρρέει υπό το βάρος μιας γενικής απεργίας τέσσερις μέρες μετά. Ο Καπ καταφεύγει στην Ολλανδία και η εκκαθάριση στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού δε γίνεται ποτέ.

Στις 6 Ιουνίου 1920 γίνονται εκλογές και έπειτα από μακρές διαπραγματεύσεις, κυβέρνηση σχημάτισε ο κεντρώος Κονσταντίν Φέρενμπαχ τον οποίο διαδέχτηκε στις 10 Μαΐου 1921 ο Γιόσεφ Βιρθ, επίσης κεντρώος, ενώ τον Οκτώβριο του 1921 ακολούθησε η δεύτερη θητεία Βιρθ που διήρκεσε μέχρι το Νοέμβριο του 1922. Οι απαιτήσεις των νικητών για την καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων παραμένει μια μεγάλη πληγή. Ο Βιρθ παραδίδει άλλο ένα δις σε χρυσό (από το σύνολο των 132 δις που οφείλονται ) και ο πληθωρισμός εκτινάσσεται στα ύψη. Παράλληλα δολοφονείται ο Ματίας Έρτσεμπεργκ, κεντρώος μετριοπαθής πολιτικός που είχε συνυπογράψει την ανακωχή της χώρας, από δύο πρώην αξιωματικούς που κατέφυγαν τελικά στην Ουγγαρία.

Η Ουγγαρία δεν τους παραδίδει, οι συνεργάτες τους αθωώνονται και χιλιάδες άνθρωποι γιορτάζουν την δολοφονία χωρίς καμία ενοχή. Τον Οκτώβριο του 1921 ο Βιρθ σχηματίζοντας τη δεύτερη κυβέρνηση του, τοποθέτησε υπουργό εξωτερικών τον Βάλτερ Ράτεναου, έναν Εβραίο ιδεαλιστή πολιτικό με σκοπό να διαπραγματευθεί αποτελεσματικά την καταβολή των αποζημιώσεων με τους «αντιγερμανούς» Άγγλους και Γάλλους πολιτικούς. Στις 24 Ιουνίου 1922 ο Ράτεναου δολοφονείται από τρεις νεαρούς εθνικιστές ωθώντας τον Βιρθ να αναφωνήσει πως «ο εχθρός είναι στα δεξιά». Παρόλα αυτά ο μόνος δολοφόνος που φυλακίζεται (ο ένας σκοτώθηκε στη καταδίωξη και ο άλλος αυτοκτόνησε) μένει στη φυλακή μόνο εφτά χρόνια.

Η δεξιά έχει αρχίσει να κερδίζει σημαντικό έδαφος ενώ η αστική τάξη συζητά την αντικατάσταση του οκταώρου από το δεκάωρο. Στις 22 Νοεμβρίου ο Βιρθ παραιτείται και τον διαδέχεται ο Wilhelm Cuno, εφοπλιστής. Οι Γάλλοι συνεχίζουν την πιεστική τους εξωτερική πολιτική. Η καθυστέρηση στην καταβολή των δυσβάσταχτων πολεμικών αποζημιώσεων προσλαμβάνεται ως πρόκληση και έτσι ο γαλλικός στρατός καταλαμβάνει την βιομηχανική περιοχή του Ρουρ για να λειτουργήσει τα εργοστάσια και τα ορυχεία προς όφελος των νικητριών δυνάμεων. Οι εργάτες προχωρούν σε λευκή απεργία και η παραγωγή σταματά. Σημειώνονται αιματηρές συγκρούσεις. Ο πληθωρισμός εξαιτίας της κατοχής εκτινάσσεται.


Τον Οκτώβριο του 1923 χρειάζονται τρισεκατομμύρια μάρκα για να αγοραστεί ένα καρβέλι ψωμί. Ο Κούνο παραιτείται τον Ιούλιο του 1923 και τον διαδέχεται ο Στρέζεμαν του συντηρητικού λαϊκού κόμματος. Η πολιτική του Στρέζεμαν χαρακτηρίζεται από τους δεξιούς συμφιλιωτική και έτσι στις 8 Νοεμβρίου 1923 ο Χίτλερ, ο Γκαίρινγκ και ο Λούντεντορφ κάνουν πραξικόπημα στο Μόναχο. Είναι το περίφημο ''Πραξικόπημα της Μπυραρίας'' το οποίο αποτυγχάνει. Ο Χίτλερ καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλακή (η ελάχιστη ποινή) με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας αλλά μένει στη φυλακή μόνο για εφτά μήνες και αποφυλακίζεται ως σημαντικό πολιτικό πρόσωπο.

Ο Χίτλερ είναι ήδη ενταγμένος από το 1919 σε μια μικρή δεξιά ομάδα αντισημιτών αντιδημοκρατών. Το 1920 διατύπωσε το πρόγραμμα του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP). Ακόμα θεωρείται ένας γραφικός, εκκεντρικός τύπος.

Δεκέμβριος 1923 - Οκτώβριος 1929 

Ανάμεσα στα χρόνια αυτά εναλλάσσονται στη κυβέρνηση έξι σχηματισμοί. Η κυβέρνηση Στρέζεμαν θεωρήθηκε πολύ ήπια απέναντι στο δεξιό εξτρεμισμό. Οι νικήτριες δυνάμεις παράλληλα απεργάζονται κάποια σχέδια αποχώρησης από το Ρουρ, μείωσης τους ύψους του χρέους και χορήγησης στη Γερμανία νέων δανείων. Ο πρόεδρος Έμπερτ πέθανε στις 28 Φεβρουαρίου 1925 και στις εκλογές τον διαδέχεται ο μοναρχικός γηραιός «ήρωας του πολέμου» αρχιστράτηγος Χίντενμπουργκ. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους υπογράφεται η συνθήκη του Λοκάρνο μεταξύ της Γερμανίας και των Συμμάχων, που τακτοποιούσε το θέμα του Ρουρ και επιχειρούσε να διευθετήσει ειρηνικά όλες τις διαφορές.

Ο Στρέζεμαν παρέμεινε υπουργός εξωτερικών όλων των κυβερνήσεων και προχώρησε σε συνθήκη φιλίας με την ΕΣΣΔ το 1926 ενώ συνυπέγραψε με τον Γάλλο διπλωμάτη Αριστείδη Μπριάν τη συνθήκη Kellog-Brand που καταδίκαζε τον πόλεμο ως όργανο εθνικής πολιτικής. Στο εσωτερικό, η προσωρινή ευμάρεια είναι μόνο εικονική. Παρά τη μείωση της ανεργίας και τη μείωση του πληθωρισμού, η συγκέντρωση του κεφαλαίου ήταν πρωτοφανής. Οι βιομήχανοι και η αστική τάξη γενικότερα βρίσκονταν σε πλήρη πολιτική δραστηριότητα ενισχύοντας την άκρα δεξιά η οποία απεργαζόταν συνεχώς σχέδια ανατροπής ενός καθεστώτος που πάντα την αντιμετώπιζε σκανδαλωδώς ευνοϊκά.

Στις εκλογές του 1928 οι σοσιαλδημοκράτες αυξάνουν τις έδρες τους από 131 σε 152 και αναλαμβάνουν ξανά ηγετικό ρόλο. Ο Χέρμαν Μίλερ σχημάτισε μια κυβέρνηση προσωπικοτήτων, οι περισσότεροι ήταν σοσιαλδημοκράτες. Οι Ναζί κάνουν την πρώτη τους κομματική συγκέντρωση τον Αύγουστο του 1927. Παράλληλα η ηγεσία των ναζί ξεκινά επαφές με ''ευυπόληπτους'' κύκλους, με αντιδημοκράτες στρατιωτικούς, με Πρώσους γαιοκτήμονες (Γιούνγκερς) και βιομήχανους που ήθελαν να «ξεμπερδέψουν με τα σοσιαλιστικά συνδικάτα». Η δεξιά εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται τα διεθνή θέματα για να επεκτείνει την επιρροή της. Την Πρωτομαγιά του 1929 το KPD κατεβαίνει σε διαδήλωση παρά την απαγόρευση της αστυνομίας.

31 διαδηλωτές δολοφονούνται ενώ απαγορεύεται προσωρινά η κομματική εφημερίδα. Στις 7 Ιουνίου του 1929 υπογράφεται μια οριστική συμφωνία για τις πολεμικές αποζημιώσεις. Η Γερμανία όφειλε να πληρώνει περίπου 2 δις μάρκα ετησίως μέχρι το 1988. Αυτό ήταν το σχέδιο Young. Σύντομα αποδεικνύεται πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Ένας από αυτούς που το υπέγραψαν, ο Σαχτ, πρόεδρος της Reichsbank παραιτείται και προσχωρεί στην άκρα δεξιά. Μετέπειτα αναλαμβάνει διευθυντής της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 υπουργός Οικονομικών των Ναζί.

Οκτώβριος 1929 - Μάιος 1932 

Στα τέλη του Οκτωβρίου του 1929 καταρρέει η Wall street και η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία βυθίζεται στην ύφεση. Η γερμανική οικονομία κινδυνεύει με κατάρρευση καθώς η ανεργία εκτινάσσεται, οι εξαγωγές μειώνονται και τα ξένα δάνεια σταματούν. Σε αυτές της συνθήκες οι σοσιαλδημοκράτες ζητούν αύξηση του επιδόματος ανεργίας κάτι που δεν δέχονται ούτε το Κεντρώο ούτε το Λαϊκό κόμμα. Η κυβέρνηση διαλύεται στις 27 Μαρτίου 1930 κι σχηματίζεται νέα υπό τον Heinrich Bruening. Αυτός επιχειρεί πολιτική περιορισμού των δημοσίων δαπανών και αύξησης των έμμεσων φόρων και των δασμών. Οι Ναζί κατεβαίνουν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για την εθνικά ταπεινωτική πολιτική που ακολουθείται.

Ο Bruening μετά από μια πολιτική ήττα του στο Ράιχσταγκ, πραγματοποιεί μια απειλή που έχει εκτοξεύσει και νωρίτερα. Προσφεύγει στο άρθρο 48. Η Γερμανία κυβερνιέται πλέον με προεδρικά διατάγματα. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1930 διεξάγονται νέες εκλογές. Το προεκλογικό καλοκαίρι του 1930 είναι μια εμφυλιοπολεμική βίαιη διαμάχη. Το KPD είχε ήδη δημιουργήσει από τον Ιούλιο του 1924 ένοπλες πολιτοφυλακές (Rote Frontkämpferbund) μέσα από τις γραμμές του, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις συγκρούστηκαν με τις ομάδες εφόδου των Ναζί. Μόνο τον Ιούνη - Ιούλη του 1932 έπεσαν 30 νεκροί σε συγκρούσεις με φασίστες.

Οι κομμουνιστές κερδίζουν 23 έδρες παραπάνω και φτάνουν τους 77 βουλευτές, το SPD διατηρείται σε υψηλά ποσοστά, το Κεντρώο κόμμα αυξάνει τις έδρες του από 78 σε 87 αλλά πραγματικός νικητής είναι το ναζιστικό κόμμα. Οι 800.000 ψήφοι που είχε έγιναν τώρα 6,5 εκατομμύρια, φτάνοντας τις 107 έδρες. Ο Bruening συνεχίζει να κυβερνά εκδίδοντας το ένα προεδρικό διάταγμα μετά το άλλο. Κάθε επίφαση δημοκρατίας έχει πια χαθεί. Οι Ναζί ξεκινούν τις επιθέσεις τους απέναντι στα Εβραϊκά καταστήματα και τον Οκτώβριο του 1931 συναντώνται ηγετικά στελέχη τους με βιομήχανους όπως ο Τύσσεν και ο Χούγκενμπεργκ, στρατιωτικούς όπως ο Seecht και χρηματιστηριακούς παράγοντες όπως ο Schacht, συνολικά τριακόσιους εκπρόσωπους του κεφαλαίου.

Ο Χίτλερ υπόσχεται να ξεριζώσει το μαρξισμό από τη Γερμανία. Η συμμαχία της αστικής τάξης με το Ναζιστικό κόμμα είναι πια και επίσημα γεγονός. Το Κομμουνιστικό Κόμμα στις 28 Γενάρη του 1932 σε μήνυμα «Προς τους εργάτες της Γερμανίας και τους εργαζόμενους της πόλης και του χωριού» τόνιζε πως «το φλέγον ζήτημα είναι η δημιουργία ενιαίου εργατικού μετώπου, ο ενεργός αγώνας εναντίον της μείωσης του μεροκάματου, των έκτακτων φόρων, για να αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες και για να οργανωθούν στα εργοστάσια και στις συνοικίες ομάδες ένοπλης αυτοάμυνας που να αποκρούουν τις φασιστικές τρομοκρατικές συμμορίες».

Στις προεδρικές εκλογές που γίνονται στις αρχές του 1932 ο Χίντεμπουργκ επανεκλέγεται στο δεύτερο γύρο, υποστηριζόμενος και από το SPD με 19 εκατομμύρια ψήφους έναντι 13,5 του Χίτλερ και 4 του Τέλμαν, γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος. Το KPD τηρεί γραμμή ταυτίσεως του Χίτλερ με τον Χιντενμπουργκ. Τρεις μέρες μετά, ο νεοεκλεγής πρόεδρος διέλυσε τις δύο Ναζιστικές παραστρατιωτικές ομάδες, τους SA και τους SS.


Ιούνιος 1932 - Ιανουάριος 1933 

Η κυβέρνηση Bruening απομακρύνεται από τον πρόεδρο και καγκελάριος αναλαμβάνει ο αντιδραστικός κεντρώος πολιτικός Φον Πάπεν. Η κυβέρνηση που συγκροτείται αποτελείται από Γιούνγκερς, βιομήχανους και αριστοκράτες. Η επανάσταση του 1918 είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Στις 4 Ιουνίου προκηρύσσονται ξανά εκλογές για τις 31 Ιουλίου ενώ λίγες μέρες αργότερα νομιμοποιούνται ξανά οι SA και οι SS. Οι συγκρούσεις μεταξύ Ναζί και κομμουνιστών είναι πλέον σφοδρές. Στις εκλογές οι ναζί κερδίζουν 230 έδρες και οι κομμουνιστές 89. Το Κέντρο και οι σοσιαλδημοκράτες παραμένουν στα ίδια επίπεδα ενώ τα άλλα κόμματα ουσιαστικά εξαφανίζονται.

Ο Χίτλερ διαπραγματεύεται με τον Φον Πάπεν την είσοδο Ναζί στην κυβέρνηση απαιτώντας τη θέση του καγκελαρίου. Προς το παρόν δεν την παίρνει. Ο Φον Πάπεν διαλύει εκ νέου το κοινοβούλιο και νέες εκλογές διεξάγονται στις 6 Νοεμβρίου του 1932. Οι Ναζί φαίνεται προσωρινά να υποχωρούν. Χάνουν 23 έδρες ενώ οι κομμουνιστές κερδίζουν 11. Η κτηνωδία των Ναζί είχε θορυβήσει αρκετούς και η αίσθηση της αποδυνάμωσης επιβεβαιώθηκε από μια σειρά ήττες σε τοπικές εκλογές. Παράλληλα ο Χίτλερ είχε να αντιμετωπίσει την εσωτερική αντιπολίτευση από παλιούς συνοδοιπόρους του, εμποτισμένους με το πνεύμα του πάλαι ποτέ αντιμαρξιστικού (μεν) «σοσιαλιστικού» (δε) προγράμματος του κόμματος.

Η ανάγκη για ανοικτές συμμαχίες με την αστική τάξη είχε απογοητεύσει όσους εξακολουθούσαν να δίνουν κάποια σημασία στο δεύτερο συνθετικό του όρου εθνικοσοσιαλισμός. Ο Φον Πάπεν παραιτείται αλλά συνεχίζει να κυβερνά μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης. Ο στρατηγός Σλάιχερ που κατέχει τα περισσότερα υπουργεία δεν είναι κατάλληλος.Ο Φον Πάπεν συναντάται με τον Χίτλερ ενώ πιέζει τον Χίντεμπουργκ να ορίσει καγκελάριο τον Χίτλερ και τον ίδιο αντικαγκελάριο. Όλοι υποτιμούν τον Χίτλερ ακόμα και τώρα. Κάποιοι πιστεύουν πως περιτριγυρισμένος από «σοβαρούς» συντηρητικούς θα είναι ελεγχόμενος. Ακόμα και ο Σλάιχερ υποστηρίζει αυτή τη λύση.

Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι κεφαλαιοκράτες Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ. Ο γέρος υποχωρεί και ορίζει το Χίτλερ καγκελάριο στις 30 Ιανουαρίου 1933. Το ΚΚΓ πραγματοποιεί στροφή 180 μοιρών, καλώντας το SPD να οργανώσουν μαζί γενική απεργία. Ήταν όμως πια αργά. Οι γραφειοκράτες του SPD αντιτίθενται, ελπίζοντας ακόμη ότι η αστική τάξη θα στραφεί ενάντια στον φασισμό αν οι εργάτες δείξουν μετριοπάθεια και νομιμοφροσύνη.

Στις 20 Φεβρουαρίου 1933, λίγο πριν από τις Γερμανικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, μετά από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομήχανους της Γερμανίας, μαζί με τον Σαχτ, συναντήθηκαν στο Βερολίνο. Στη συνάντηση αυτή ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των Ναζί να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, να χτυπήσουν κάθε αντιπολίτευση με βία και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. Είπε μάλιστα πως «οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια».

Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Γουστάβος Κρουπ, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας Alfried Krupp A.G. και πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων, τέσσερα ηγετικά στελέχη της I. G. Farben, μιας εκ των μεγαλυτέρων βιομηχανιών χημικών στον κόσμο, ο Αλβέρτος Βόγκλερ, επικεφαλής της United Steel Works και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι. Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των ναζί στις επερχόμενες εκλογές του Μάρτη, ύψους 3.000.000 μάρκων. Στις 27 Φλεβάρη του 1933 οργανώνεται η γνωστή προβοκάτσια της πυρκαγιάς στο Ράιχσταγκ. Αμέσως καταργούνται με αναγκαστικό διάταγμα τα κυριότερα πολιτικά δικαιώματα.

Εξαπολύεται κύμα συλλήψεων, ενώ συλλαμβάνεται και ο Τέλμαν. Απαγορεύεται ο τύπος του ΚΚΓ, αλλά και του SPD. Στις εκλογές του Μάρτη του 1933, το Εθνοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ πήρε το 43,9% των ψήφων και την πλειοψηφία στη Βουλή. Οι Ναζί ενώνουν τις 288 έδρες τους με τις 52 των Εθνικιστών Γερμανών και τις 83 του καθολικού Κέντρου και σχηματίζουν κυβέρνηση. Την άλλη μέρα καταργούνται οι 81 έδρες του ΚΚ. Τα πράγματα από κει και πέρα παίρνουν το δρόμο τους. Όπως σημειώνει ο Τρότσκι το 1933 «το χρονικό διάστημα που μας χωρίζει από μία νέα Ευρωπαϊκή καταστροφή καθορίζεται από τον αναγκαίο χρόνο επανεξοπλισμού της Γερμανίας».

Γενικεύονται οι διώξεις όλων των αντικαθεστωτικών, διαλύονται τα συνδικάτα και την θέση τους παίρνει το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας, ενώ μέχρι τον Ιούνη διαλύονται όλα τα πολιτικά κόμματα εκτός του Ναζιστικού και οργανώνονται τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης (Νταχάου). Στις 30 Γενάρη του 1934 ο Χίτλερ εξοντώνει τους αντιπάλους του (Σλάιχερ, Ρεμ, Στράσσερ) μέσα στο κόμμα, διαλύοντας τα ''απείθαρχα'' SA. Είναι η «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών». Μετά το θάνατο του Χίντεμπουργκ, ο Χίτλερ γίνεται καγκελάριος του Ράιχ. Ακολουθεί το πρόγραμμα για την οικονομική αυτάρκεια με αύξηση των φόρων και εντατικοποίηση της παραγωγής ενώ γίνονται μεγάλα δημόσια έργα µε βάση την πολεμική βιομηχανία.

Θεσμοθετούνται οι Φυλετικοί Νόµοι της Νυρεμβέργης, η απαγόρευση γάμων μεταξύ «Άριων» και Εβραίων καθώς και η απαγόρευση κάθε δημόσιου λειτουργήματος στους τελευταίους. Γίνονται μαζικές εκκαθαρίσεις αντικαθεστωτικών ενώ στις 9 Νοεμβρίου 1938 εξαπολύεται πογκρόμ κατά των Εβραίων, είναι η περίφημη «Νύχτα των Κρυστάλλων». Παράλληλα διεξάγεται γενική προετοιμασία για τον επερχόμενο ολοκληρωτικό πόλεμο.

A' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Πολιτικές Κοινωνικές και Οικονομικές Συνέπειες

Στις αρχές του 20ου αιώνα η Ευρώπη βρισκόταν στο απόγειό της χωρίς αντίπαλο. Η παγκόσμια ηγεμονία της ήταν αδιαμφισβήτητη, ο Ευρωπαϊκός καπιταλισμός είχε κατακλύσει όλες τις αγορές, ενώ ο πολιτισμός της είχε κατακτήσει όλο τον κόσμο μέσω των αποικιών. Όμως, το 1914 ξέσπασε ένας πόλεμος που ήταν ο τρομακτικότερος και ο καταστροφικότερος που είχε γνωρίσει η Ευρωπαϊκή ήπειρος μέχρι τότε. Ο «Μεγάλος Πόλεμος» (1914 - 1919), όπως ονομάσθηκε από τους σύγχρονούς του ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ήταν ο πρώτος ολοκληρωτικός πόλεμος. Οι κυβερνήσεις διέθεσαν όλους τους πόρους των κρατών τους και επιστράτευσαν όλες τους τις δυνάμεις για να αντεπεξέλθουν.


Ήταν ένας πόλεμος που θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν δεν επικρατούσε ο υπέρμετρος, αλαζονικός, ζηλότυπος και επιθετικός εθνικισμός. Και ενώ οι ηγέτες των εμπλεκόμενων χωρών πίστευαν ότι ο πόλεμος ήταν υπόθεση λίγων εβδομάδων, κατέληξε να τελειώσει μετά από μια πενταετία, αφού μετατράπηκε από ευρωπαϊκή αναμέτρηση σε παγκόσμια, με την εμπλοκή των αποικιών, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας. Η διεξαγωγή του πολέμου αποκλειστικά σε Ευρωπαϊκό έδαφος και η απρόσμενη παράτασή του, δημιούργησαν στους εμπλεκόμενους σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, ενώ οι ανθρώπινες απώλειες ήταν τρομακτικές.

Η περίοδος μέχρι τον επόμενο πόλεμο (μεσοπόλεμος) ήταν εποχή δοκιμασίας για την κοινωνία, η οικονομία παράπαιε και οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας παρήκμασαν.

Α. Οι Συνθήκες Ειρήνης

Ο Μεγάλος Πόλεμος κατέστρεψε νικητές και ηττημένους και μετά τη λήξη του τίποτε δεν ήταν όπως πριν. Οι συνθήκες ειρήνης που υπεγράφησαν, έμοιαζαν περισσότερο με καταδικαστικές αποφάσεις για τους ηττημένους, παρά με διευθέτηση των διαφορών. Αποδείχθηκαν μοιραίες για το μέλλον, καθώς οι ηττημένοι αρνήθηκαν να τις αναγνωρίσουν, γεγονός που καθόρισε την μετέπειτα πορεία τους. Οι σκληροί όροι των συνθηκών άνοιξαν μια περίοδο οικονομικής δυσπραγίας, κοινωνικών προβλημάτων και πολιτικής αστάθειας για το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Ειδικότερα η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε σκοπό την πλήρη εξασθένιση της Γερμανίας.

Τέλος, ο επαναπροσδιορισμός της Ευρώπης με βάση την αρχή των εθνοτήτων, που κυριάρχησε κατά την κατανομή των εδαφών των τεσσάρων Αυτοκρατοριών που διαλύθηκαν, καθώς και η επιλεκτική εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των εθνών, προκάλεσε αντιπαραθέσεις και αμφισβητήσεις, που έφθασαν μέχρι τις μέρες μας - με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Παρόλο που οι εταίροι προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα είδος ειρήνης, που θα απέτρεπε ένα νέο ενδεχόμενο πόλεμο, εντέλει απέτυχαν γιατί επικράτησε ο εθνικισμός, η μισαλλοδοξία, η εκδίκηση, η αδικία και η αρπακτική διάθεση.

Απόρροια όλων αυτών ήταν, η επιδείνωση της κατάστασης που ήδη είχε δημιουργήσει ο πόλεμος, η εμφάνιση νέων προβλημάτων, αλλά και το ξέσπασμα ενός ακόμα πολέμου σε διάστημα είκοσι ετών.

Β. Τα Κοινωνικά Προβλήματα

Μια ολόκληρη γενιά χάθηκε στη μηχανή σφαγής, όπως ονομάσθηκαν τα χαρακώματα του «Δυτικού Μετώπου». Οι ανθρώπινες απώλειες για όλες τις χώρες ήταν μεγάλες. Παρατηρήθηκε σημαντική λειψανδρία, το ποσοστό των γεννήσεων μειώθηκε, ενώ η θνησιμότητα ήταν μεγάλη, καθώς θύματα υπήρξαν και πολλοί άμαχοι. Οι Γάλλοι έχασαν το 20% των ανδρών στρατεύσιμης ηλικίας. Εάν συμπεριλάβουμε τους τραυματίες, τους ανάπηρους και τους αιχμαλώτους, τότε μόνο ένας στους τρεις Γάλλους επέστρεψε σώος από τον πόλεμο. Οι Βρετανοί έχασαν τους γόνους των ανώτερων κοινωνικά τάξεων, που έδιναν το παράδειγμα στους άνδρες τους ορμώντας πρώτοι στη μάχη, ως επικεφαλής αξιωματικοί.

Οι Γερμανοί είχαν τους περισσότερους νεκρούς, συγκριτικά όμως έχασαν λιγότερους άνδρες στρατεύσιμων ηλικιών. Μεγάλες ήταν οι απώλειες και για τη Ρωσία, που έφθασαν τα 6,5 εκατομμύρια αν συνυπολογισθούν και τα θύματα των επαναστάσεων. Σε πολλούς άνδρες που επέζησαν, ήταν διάχυτο το αίσθημα της απόγνωσης και της απογοήτευσης. Αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα κοινωνικής ενσωμάτωσης εξαιτίας των ψυχολογικών τραυμάτων, της κοινωνικής απομόνωσης και της απαξίωσης. Έτρεφαν μίσος και καχυποψία για τους πολιτικούς που τους έσυραν σ’ αυτή τη σύγκρουση. Τα αντιπολεμικά αισθήματα ώθησαν τους απόστρατους στα σοσιαλιστικά κόμματα που είχαν αντιπολεμικές θέσεις.

Η αποκτήνωση του πολέμου τους έκανε να μισήσουν ενσυνείδητα τον πόλεμο. Όσοι όμως δεν στράφηκαν εναντίον του, άντλησαν απ’ αυτόν μια έπαρση και ένοιωθαν μια ανωτερότητα, που τους οδήγησε στην ένταξή τους σε ριζοσπαστικά κινήματα ακροαριστερών ή φασιστικών οργανώσεων. Ο Χίτλερ ήταν ένας από αυτούς. Σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα δημιουργήθηκε με τα εκατομμύρια προσφύγων, που εμφανίσθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά απ’ αυτόν, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των συνθηκών ειρήνης. Ο απρόσωπος πόλεμος και οι απόμακρες συνέπειές του για όσους λάμβαναν αποφάσεις σε γραφεία, οδήγησαν σε λυπηρές και επιχειρησιακά αναγκαίες λήψεις αποφάσεων.

Νέοι όροι εμφανίσθηκαν για να περιγράψουν φαινόμενα που δεν είχαν προηγούμενο στην Ευρώπη. Η φράση «ανταλλαγή των πληθυσμών» επινοήθηκε, για να περιγράψει τον ξεριζωμό χιλιάδων κατοίκων της Βαλκανικής Χερσονήσου -με αποκορύφωμα τους 1.200.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας- προκειμένου να δημιουργηθούν τα «εθνικά» κράτη των συνθηκών, χωρίς την ύπαρξη μειονοτήτων. Η λέξη «άπατρις» χαρακτήριζε τους πρόσφυγες είτε από τις ανταλλαγές πληθυσμών είτε αυτούς που οικειοθελώς εκπατρίστηκαν, εξαιτίας του πολέμου και των επαναστάσεων -υπολογίζεται ότι πάνω από 1.500.000 Ρώσοι εκπατρίστηκαν κατά τη διάρκεια της Ρώσικης επανάστασης.

Το μεγαλύτερο μέρος των νεκρών στρατιωτών προερχόταν από την αγροτική και αστική τάξη, οι οποίες επλήγησαν ανεπανόρθωτα από τον πόλεμο. Η τάξη των μικροεισοδηματιών (βιοτεχνών, εμπόρων, μικρογαιοκτημόνων) λύγισε από τον πληθωρισμό αλλά και από τις νέες συνθήκες που επέβαλε ο πόλεμος, με την ανάπτυξη της παραγωγής αλλά και την αύξηση της παραγωγικότητας. Η εργατική τάξη καθώς και οι μεσαίες τάξεις των μισθοσυντήρητων και ελεύθερων επαγγελμάτων, υπέφεραν από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών τους. Υπολογίζεται ότι στη Γαλλία και στη Βρετανία η αγοραστική δύναμη των μισθωτών μειώθηκε κατά 15%, ενώ στη Γερμανία και την Ιταλία κατά 25%.

Ορισμένοι όμως επωφελήθηκαν από τον πόλεμο και άντλησαν τεράστια κέρδη, όπως τραπεζίτες, βιομήχανοι, ιδιοκτήτες γης, δημιουργώντας έντονες κοινωνικές αντιθέσεις και μια τάξη «νεόπλουτων». Μια ακόμα μετεξέλιξη ήταν η εμφάνιση της γυναίκας στο κοινωνικό προσκήνιο. Υπερτερώντας αριθμητικά των ανδρών οι γυναίκες, χρησιμοποιήθηκαν στα μετόπισθεν, κυρίως από τις πολεμικές βιομηχανίες και τα αγροκτήματα και συνέβαλαν αποτελεσματικά στη διεξαγωγή του πολέμου. Βελτίωσαν την κοινωνική τους θέση και το κύρος τους, με αποτέλεσμα να χειραφετηθούν, αποκτώντας μέχρι και δικαίωμα ψήφου σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, με πρώτη τη Βρετανία το 1918.

Γ. Οι Οικονομικές Δυσπραγίες

Ο Κρατικός Παρεμβατισμός 

Ο πόλεμος άφησε τις οικονομίες των κρατών που ενεπλάκησαν προβληματικές, καθώς η διεξαγωγή του υπερέβαινε τις δυνάμεις τους. Οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να λύσουν το δημοσιονομικό πρόβλημα με τον κρατικό παρεμβατισμό και την κεντρική διεύθυνση της οικονομίας -ένα μέτρο που είχε ληφθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου- τη σύναψη εσωτερικών και εξωτερικών δανείων -τα οποία ανήλθαν σε τρομερά ύψη- και την επιβολή άμεσης φορολογίας. Οι κυβερνήσεις καθόριζαν τον όγκο της βιομηχανικής παραγωγής, είχαν τον έλεγχο των εισαγωγών και των εξαγωγών, ρύθμιζαν τις τιμές και τα ημερομίσθια.


Η προσπάθεια για κοινωνική πολιτική αύξησε τα εξόδων έναντι των εσόδων και δημιουργήθηκε πληθωρισμός, ο οποίος σε συνδυασμό με την έλλειψη αγαθών και την μείωση των ημερομισθίων, επέφεραν σοβαρά προβλήματα επισιτισμού στους πληθυσμούς. Η αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος, χωρίς αντίκρισμα, οδήγησε στην υποτίμηση των κυριότερων Ευρωπαϊκών νομισμάτων, ενώ η αλλαγή του νομίσματος που υιοθετήθηκε από ορισμένες κυβερνήσεις έπληξε κυρίως τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις. Παράδειγμα, στη Γερμανία η κυκλοφορία του χρήματος ήταν πενταπλάσια σε σύγκριση με το 1914, ενώ η Γαλλία και η Βρετανία συγκλονίσθηκαν από απεργίες, εξαιτίας της αντιπληθωριστικής πολιτικής των κυβερνήσεών τους.

Η Σοβιετική Ένωση για να αντιμετωπίσει την οικονομική κατάρρευση εφάρμοσε μέχρι το 1924 τη Νέα Οικονομική Πολιτική, επιτρέποντας την ιδιωτική βιομηχανία και το εμπόριο, καθώς και την πώληση σίτου στην ελεύθερη αγορά, κατόπιν όμως προχώρησε στην κολεκτιβοποίηση.

Οι Πολεμικές Αποζημιώσεις

Οι συνθήκες ειρήνης δεν ενσωμάτωσαν στην Ευρωπαϊκή οικονομία τη Γερμανία, αλλά της επέβαλαν υπέρμετρες πολεμικές αποζημιώσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει σταθερότητα. Η Βρετανία και η Γαλλία έχασαν, κατά τη διάρκεια του πολέμου, τις επενδύσεις που είχαν στο εξωτερικό, ενώ οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις σε πολλές χώρες εξαφανίσθηκαν εντελώς. Αυτή η απώλεια των κεφαλαίων κίνησης οδήγησε στην απαίτηση επιβολής στην Γερμανία, πολεμικών επανορθώσεων με αγαθά, χρεόγραφα και χρυσό, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η ανοικοδόμησή τους και οι κοινωνικές παροχές.

Οι ΗΠΑ για να βοηθήσουν τη Γερμανία να αναρρώσει από τον πληθωρισμό και να αντεπεξέλθει στην πληρωμή των αποζημιώσεων, ώστε να μπορέσουν και οι Σύμμαχοι να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς τις ΗΠΑ, έθεσαν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης της Ευρώπης. Η Γερμανία, που δέχθηκε το μισό της παγκόσμιας εξαγωγής κεφαλαίων το 1928, ανέκαμψε και έγινε κέντρο αναδιανομής κεφαλαίων των ΗΠΑ. Το δολάριο συγκάλυψε τις πηγές ανωμαλίας στην Ευρώπη και η περίοδος ευφορίας συνέπεσε με μια βιομηχανική ανάπτυξη. Και ενώ οι ΗΠΑ είχαν μετατραπεί σε ρυθμιστή της Ευρωπαϊκής οικονομίας δημιουργώντας μια εικονική ευημερία, ολόκληρο το σύστημα κατέρρευσε μετά την οικονομική κρίση της χώρας τους, το 1929.

Η Απώλεια της Οικονομικής Πρωτοκαθεδρίας

Μετά τον πόλεμο παρατηρήθηκε μείωση της Ευρωπαϊκής αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, εξαιτίας των υλικών καταστροφών και της λειψανδρίας. Το παγκόσμιο εμπόριο διαταράχθηκε, εφόσον μειώθηκαν οι εξαγωγές των Ευρωπαϊκών χωρών και έτσι δόθηκε η δυνατότητα σε τοπικές αγορές να αναπτυχθούν, καθώς και η ευκαιρία στις ΗΠΑ να εισχωρήσουν στο διεθνές εμπόριο. Οι οικονομίες που ανέκαμψαν, όπως της Βρετανίας και της Γαλλίας, ήρθαν αντιμέτωπες με τον συνδικαλισμό που απαιτούσε καλύτερα ημερομίσθια, γεγονός που αύξανε το κόστος της παραγωγής των προϊόντων. Τα λίγα Ευρωπαϊκά αγαθά έπαψαν να είναι ανταγωνιστικά. Η Βρετανικές εξαγωγές ήταν οι μισές το 1921 σε σύγκριση με το 1913, ενώ η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ ήταν κατά 22% μεγαλύτερη στο αντίστοιχο διάστημα.

Επιπλέον, τα Ευρωπαϊκά κράτη προχώρησαν σε εισαγωγές βιομηχανικών πρώτων υλών και ειδών διατροφής, ενώ οι νέοι δασμολογικοί φραγμοί που προέκυψαν με τη δημιουργία νέων κρατών, παρεμπόδισαν τη ροή της παραγωγής και της διανομής. Ο φόβος της πολιτικής αστάθειας που παρεμπόδιζε τη σύναψη διεθνών δανείων, τα ελλειμματικά ισοζύγια, οι διαταραγμένες διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και η διαστρεβλωμένη εικόνα από τις επανορθώσεις και τα πολεμικά χρέη, έκαναν αδύνατη της επιστροφή της Ευρώπης στην προ του 1913 διεθνή οικονομική δραστηριότητα. Μετά την απώλεια και των παγκόσμιων αγορών, η Ευρώπη έχασε την οικονομική ηγεμονία που είχε πριν τον πόλεμο, προς όφελος των ΗΠΑ.

Δ. Οι Πολιτικές Συνέπειες

Οι Επαναστάσεις

Η έκρηξη της επανάστασης στην Τσαρική Ρωσία, μέσα στη δίνη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο. Η επανάσταση του 1905 δεν είχε αλλάξει σημαντικά πράγματα στη Ρωσία. Ο πόλεμος όμως έδωσε τη χαριστική βολή στο Τσαρικό καθεστώς. Η Ρωσία με φανερή την κόπωση του πολέμου και στα πρόθυρα της ήττας, ήταν ώριμη για κοινωνική επανάσταση. Ο λαός μετρούσε τους νεκρούς του από την πείνα και τον πόλεμο. Οι λιποταξίες, οι απεργίες, οι καταλήψεις κτημάτων, καθώς και η αδυναμία της προσωρινής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, οδήγησαν το 1917 τη μειοψηφία των σοσιαλιστών μπολσεβίκων, με επικεφαλής το Λένιν, να «μαζέψουν» την εξουσία που στην ουσία είχε εγκαταλειφθεί.

Τα συνθήματα για «ψωμί - ειρήνη - γη» ήταν τα μόνα όπλα που διέθεταν, είχαν όμως απήχηση στο λαό γιατί αυτές ακριβώς ήταν οι ανάγκες του. Ο Λένιν -με βαρύτατους όρους για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας- εξασφάλισε την ειρήνη, επέτρεψε στους αγρότες να καταλάβουν τη γη και εξοικονόμησε τα είδη διατροφής με επιτάξεις. Μολονότι οι Σύμμαχοι βοήθησαν τους οπαδούς του τσαρισμού στην αντεπανάσταση -θεωρώντας προδοσία την έξοδο της Ρωσίας από τον πόλεμο και τη χωριστή ειρήνη- το καθεστώς του Λένιν άντεξε και επέζησε, καθώς ήταν η μόνη ικανή και πρόθυμη κυβέρνηση να κρατήσει ενιαία τη Ρωσία και να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις της.

Η επανάσταση στη Ρωσία απελευθέρωσε επαναστατικές δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη. Σ’ αυτό συνέβαλε η Τρίτη Διεθνής (Κομιντέρν) που ίδρυσε το 1919 ο Λένιν. Σκοπό της είχε να διαδώσει την επανάσταση σε όλη την Ευρώπη, ιδρύοντας και ενισχύοντας οικονομικά, Κομμουνιστικά Κόμματα. Στη Γερμανία, που ήδη συγκλονιζόταν από απεργίες και ταραχές, εξαιτίας των στερήσεων του αποκλεισμού, οι Σπαρτακιστές, που είχαν σχηματίσει το Κομμουνιστικό Κόμμα, διοργάνωσαν μαζική απεργία και έδωσαν το σήμα της ένοπλης εξέγερσης το 1919. Στην Ουγγαρία, το ίδιο έτος ο Μπέλα Κουν έφερε τους κομμουνιστές στην εξουσία, ενώ στην Αυστρία ιδρύθηκε το Αυστριακό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Στις χώρες των Συμμάχων ξέσπασαν δυναμικές απεργίες και τα εργατικά κόμματα διασπάστηκαν κάτω από την πίεση της Κομιντέρν. Σε όλες τις χώρες δημιουργήθηκαν Κομμουνιστικά Κόμματα πιστά στη Σοβιετική Ένωση. Βέβαια, τελικά όλα τα επαναστατικά κινήματα απέτυχαν και η αντεπανάσταση θριάμβευσε. Όμως, ο σπόρος της Κομιντέρν ρίζωσε στην Ευρώπη, παρόλο που οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να απομονώσουν τη Σοβιετική Ένωση, περιχαρακώνοντάς την από εχθρικά κράτη.

Το Πλήγμα του Φιλελευθερισμού

Από τις πρώτες κιόλας εκλογικές αναμετρήσεις που διεξήχθησαν στη μεταπολεμική Ευρώπη, η φιλελεύθερη δημοκρατία δέχθηκε διμέτωπη επίθεση. Τα αριστερά κινήματα των θαυμαστών της Ρωσικής επανάστασης, κυρίως όμως τα δεξιά κινήματα των εθνικιστών, είχαν μεγάλη απήχηση στις μεσαίες και στις αναδυόμενες τάξεις, εφόσον αυτές είχαν πληγεί περισσότερο. Σε χώρες που δεν είχαν μακρά δημοκρατική παράδοση (Αυστρία, Ουγγαρία, Πορτογαλία), σ’ αυτές που είχαν συντηρητικό ή αγροτικό πληθυσμό (Ισπανία, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία) και τέλος σε χώρες με πληγωμένο εθνικισμό και τεράστια οικονομικά προβλήματα (Γερμανία, Ιταλία), η δημοκρατία αμφισβητήθηκε.


Στην Ισπανία (1923), στην Πορτογαλία (1926), και τη Λιθουανία (1926), εκλέχθηκαν αυταρχικά καθεστώτα. Στην Γιουγκοσλαβία (1929) και στην Ουγγαρία εγκαταστάθηκαν μοναρχίες. Η Πολωνία είχε από το 1926 μια ήπια στρατιωτική δικτατορία, ενώ η Ελλάδα αντικατέστησε τη μοναρχία με δημοκρατία το 1924, για να την επαναφέρει το 1935. η πολιτική σκηνή της Ευρώπης υπέθαλπε σημαντικές αλλαγές, καθώς πολλά καθεστώτα αποδείχθηκαν ευάλωτα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, κυρίως εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης και της ανόδου των ριζοσπαστικών κινημάτων.

Στην Ιταλία, όπου η εκλεγμένη κυβέρνηση παράπαιε, ο πρώην σοσιαλιστής Μουσολίνι και το φασιστικό κίνημά του προσέγγιζε την εξουσία το 1922, ενώ στο Μόναχο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το 1923, ο Χίτλερ έγραφε το βιβλίο ''Ο Αγών μου''.

Η Άνοδος του Φασισμού

Ο Ιταλικός φασισμός είχε τις ρίζες του στα προβλήματα που ενέκυψαν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Προκειμένου να πάρει η Ιταλία το μέρος των Συμμάχων το 1915, μετά την έναρξη του πολέμου, της υποσχέθηκαν εδαφικές παραχωρήσεις «αλύτρωτων» περιοχών με Ιταλικούς πληθυσμούς. Μετά τη σύναψη των Συνθηκών, οι Ιταλοί θεώρησαν ότι δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως από τις παραχωρήσεις, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός συναισθήματος ντροπής και ταπείνωσης, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους. Επιπλέον, ο βαρύς φόρος αίματος, η ανεργία, ο πληθωρισμός, οι ρημαγμένες από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις βόρειες επαρχίες και το καταχρεωμένο κράτος που επέβαλε αύξηση της φορολογίας και των τιμών, δημιούργησαν απογοήτευση και αντιπάθεια για την ανεπαρκή κυβέρνηση.

Η δυσαρέσκεια του πληθυσμού δημιούργησε ένα κλίμα αναταραχής, που αποτυπώθηκε στις εκλογές του 1919 με την ανάδειξη σε τρίτο κόμμα, του κόμματος των σοσιαλιστών, που έτρεφαν συμπάθεια προς τον κομμουνισμό. Την ίδια χρονιά έκανε την εμφάνισή του το κόμμα του Μουσολίνι που είχε σοσιαλιστικές κατευθύνσεις και διακατεχόταν από εθνικισμό. Τα μέλη του προέρχονταν από τις μεσαίες και κατώτερες μεσαίες κοινωνικές τάξεις, ενώ ισχυρή αντιπροσώπευση είχαν οι απογοητευμένοι από την πεζότητα της πολιτικής ζωής, πρώην αξιωματούχοι και στρατιώτες του Μεγάλου Πολέμου. Μετά τις εκλογές η χώρα εισήλθε σε μια περίοδο αναταραχών, με απεργίες υποκινούμενες από τους σοσιαλιστές, καταλήψεις εργοστασίων και αγροκτημάτων.

Η ιθύνουσα τάξη χρηματοδότησε το κόμμα του Μουσολίνι και το χρησιμοποίησε για να καταστείλει τα εργατικά κινήματα και να συγκρατήσει την άνοδο του κομμουνισμού. Οι ομάδες που οργανώθηκαν σε όλη τη χώρα και ονομάσθηκαν «fasci», στελεχώθηκαν από νεαρούς εθνικιστές. Εξαπέλυαν διώξεις, κακοποιούσαν και δολοφονούσαν κομμουνιστές, συνδικαλιστές, φιλελεύθερους και καθολικούς. Η άνοδος του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, όπως το είχε ονομάσει ο Μουσολίνι, ήταν ραγδαία. Στις εκλογές του 1924 κέρδισε απόλυτη πλειοψηφία με τη βοήθεια της χρηματοδότησης των μεγαλοβιομήχανων. Η λειτουργία των υπόλοιπων κομμάτων απαγορεύθηκε και το Κοινοβούλιο παραγκωνίσθηκε.

Το 1926 ο Μουσολίνι είχε ολοκληρώσει τον Ιταλικό φασισμό. Η άλλοτε κραταιά Γερμανία αντιμετωπίσθηκε από τους Συμμάχους, ως η αποκλειστικά υπεύθυνη για τον πόλεμο και ερήμην της καταδικάσθηκε σε ηθική ταπείνωση, οικονομική εξόντωση και κοινωνική απομόνωση. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών ουδέποτε έγινε αποδεκτή στη συνείδηση των Γερμανών. Δημιούργησε μια απογοήτευση, μια πικρία και ένα συναίσθημα εκδίκησης στους πολίτες, για την αποστερημένη αξιοσέβαστη θέση που κατείχε η χώρα τους. Τα αναδυόμενα κόμματα της ριζοσπαστικής δεξιάς απευθύνονταν σ’ αυτούς τους ανθρώπους με εθνικιστικές θεωρίες και προσέλκυσαν οπαδούς από τα κατώτερα και μεσαία στρώματα, με σημαντική αντιπροσώπευση πρώην αξιωματικών.

Αναπτύχθηκαν ως αντίδραση απέναντι στα σοσιαλιστικά εργατικά κινήματα και στον φόβο του κομμουνισμού. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, μια αναγκαστική κυβέρνηση συνασπισμού των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων της χώρας, που συγκροτήθηκε το 1918, χρεώθηκε με όλα τα δεινά που ακολούθησαν τον πόλεμο: την κομμουνιστική επανάσταση των Σπαρτακιστών, το 1919, τα εθνικιστικά και στρατιωτικά κινήματα -όπως αυτό του Χίτλερ το 1923 στο Μόναχο- και τέλος την οικονομική κρίση της χώρας μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Στην τελευταία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό η πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, γιατί η αδυναμία συνεννόησης κράτους -εργοδοτών- εργατών, είχε σαν αποτέλεσμα οικονομικές και κοινωνικές περικοπές.

Η μαζική ανεργία έδωσε τη χαριστική βολή. Αυτό το κλίμα εκμεταλλεύθηκε ο Χίτλερ με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Εργατών. Η έξυπνη εθνικιστική προπαγάνδα που εφάρμοσε -ανατροπή του Ευρωπαϊκού status quo υπέρ της Γερμανίας και εδαφική επέκταση, οικονομική ανόρθωση, κοινωνικές παροχές, πλήρη απασχόληση για όλους- είχε πλατιά απήχηση μετατρέποντάς το σε μαζικό κόμμα. Στις εκλογές του 1932 έλαβε την πλειοψηφία κερδίζοντας την εμπιστοσύνη και της μεγαλοαστικής τάξης. Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες δεν φρόντισαν να συσπειρωθούν εναντίον του. Ο Χίτλερ διέλυσε τα κόμματά τους το 1933, όταν τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός.

Τα κοινωνικά προβλήματα και οι οικονομικές κρίσεις που δημιουργήθηκαν μετά τον πόλεμο, αλλά και η εφαρμογή των αμφισβητούμενων συνθηκών ειρήνης, έφεραν τα κράτη στα όριά τους και προλείαναν το έδαφος για την επικράτηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Οι οπαδοί τους προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις των ανέργων και των βετεράνων στρατιωτών. Οι μάζες αμφισβητούσαν αυτούς που τους έσυραν στον πόλεμο και αδυνατούσαν να τους βγάλουν από τις οικονομικές κρίσεις, ενώ ταυτόχρονα αναζητούσαν κυβερνήσεις που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την ασφάλεια και την πρόοδό τους.

Οι επαναστάσεις και οι απεργίες κατέληξαν να είναι ενδημικά φαινόμενα των Ευρωπαϊκών χωρών, ενώ τα φιλελεύθερα καθεστώτα και οι θεσμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αμφισβητήθηκαν. Ενισχύθηκαν τα μειοψηφικά κόμματα, ενώ νέα έκαναν της εμφάνισή τους. Οι ιδεολογίες του σοσιαλισμού, του εθνικισμού, του μιλιταρισμού, η πειθώ των ηγετών -Μουσολίνι, Χίτλερ, Λένιν- σε συνδυασμό με τα αντιπολεμικά ή φιλοπόλεμα συναισθήματα, καθώς και η μεγάλη οικονομική κρίση, οδήγησαν στον ολοκληρωτισμό του κομμουνισμού, του φασισμού και του Ναζισμού.


Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος διαμόρφωσε ένα νέο πρότυπο βίας, που χαρακτήρισε τον 20ο αιώνα και έσπειρε διχόνοιες και μίση, απ’ όπου ξεπήδησαν νέες και μεγαλύτερες συγκρούσεις στο μέλλον. Επιπλέον, διέλυσε το δυτικό πολιτισμό του 19ου αιώνα που ήταν καπιταλιστικός, φιλελεύθερος, αστικός και ένδοξος, καθώς και την πεποίθηση που είχε η Ευρώπη, ότι ήταν το κέντρο του κόσμου. Τα νέα δεδομένα, όπως διαμορφώθηκαν, την οδήγησαν να χάσει αργότερα και την ανεξαρτησία της, καθώς υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης. Ένας Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν προ των πυλών.

Ε. Το Τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου

«Ο πόλεμος αυτός έγινε για να ξαναμοιραστεί όλος ο κόσμος. Ο πόλεμος αυτός έγινε για να ορισθεί ποια από τις μηδαμινές σε αριθμό ομάδες των μεγάλων κρατών -η Αγγλική ή η Γερμανική- θα αποκτήσει τη δυνατότητα και το δικαίωμα,της καταδυνάστευσης και της εκμετάλλευσης όλης της Γης. Ο πόλεμος έλυσε το ζήτημα αυτό υπέρ της Αγγλικής ομάδας. Και το αποτέλεσμα του πολέμου αυτού ήταν να έχουμε ασύγκριτα μεγαλύτερη όξυνση όλων των καπιταλιστικών αντιθέσεων». Στις 11 Νοέμβρη του 1918 υπογράφηκε στην Κομπιένη, ανάμεσα στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ και στη Γερμανία, ανακωχή με την οποία έμπαινε ουσιαστικά τέλος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι όροι της ανακωχής προέβλεπαν πως μέσα σε 15 ημέρες η Γερμανία όφειλε να παραδώσει τα εδάφη που είχε υπό την κατοχή της στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο, να αδειάσει την Αλσατία και τη Λωραίνη, να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Αυστροουγγαρία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Ακόμη, τα Γερμανικά στρατεύματα θα άδειαζαν το έδαφος στο μάκρος της αριστερής όχθης του Ρήνου και τις ζώνες μπροστά από τις γέφυρες στη δεξιά όχθη και θα τις καταλάμβαναν στρατεύματα της ΑΝΤΑΝΤ, τα οποία θα συντηρούσε η Γερμανία. Τέλος, η Γερμανία θα παρέδιδε στους αντιπάλους της 5 χιλιάδες πυροβόλα, 30 χιλιάδες πολυβόλα, 2 χιλιάδες αεροπλάνα, 3 χιλιάδες ολμοβόλα.

Ο στόλος της θα παροπλιζόταν και θα περιοριζόταν, ο αποκλεισμός της θα συνεχιζόταν και οι πολεμικές επιχειρήσεις θα σταματούσαν έξι ώρες μετά την υπογραφή της ανακωχής. Στο επιχείρημα των Γερμανών ότι ο στρατός τους έπρεπε να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερα όπλα για τον αγώνα εναντίον του κινδύνου από τους μπολσεβίκους, οι σύμμαχοι της ΑΝΤΑΝΤ έδειξαν κατανόηση και περιόρισαν τις απαιτήσεις τους όσον αφορά την παράδοση γερμανικού οπλισμού. Ακόμη στους όρους της ανακωχής συμπεριέλαβαν και σημεία που στρέφονταν ευθέως εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας.

Το άρθρο 12, για παράδειγμα, προέβλεπε πως τα Γερμανικά στρατεύματα θα εγκαταλείψουν το Ρωσικό έδαφος τη στιγμή που οι σύμμαχοι της ΑΝΤΑΝΤ «θα κρίνουν πως έφτασε γι' αυτό η στιγμή, αφού πάρουν υπόψη τους την εσωτερική κατάσταση στα εδάφη αυτά».

Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος με Αριθμούς

Από το φθινόπωρο του 1917 είχε φανεί πως ο πόλεμος όδευε ταχύτατα προς το τέλος του. Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων που προκάλεσε σ' όλο το μήκος και το πλάτος του καπιταλιστικού κόσμου πυροδότησε τις επαναστατικές διαθέσεις των μαζών. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η έξοδος της Ρωσίας από τα πεδία των μαχών δεν ήταν μόνο μια αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων, αλλά και μια σαφής προειδοποίηση προς τους ιμπεριαλιστές -και στα δύο στρατόπεδα- για την επερχόμενη επαναστατική θύελλα. Η επανάσταση χτυπούσε την πόρτα σε κάθε γωνιά της Ευρώπης ως η εναλλακτική λύση στον πόλεμο. Σε λίγο, αν δε βρισκόταν τρόπος να σταματήσει η σφαγή, οι πεινασμένοι και λεηλατημένοι λαοί θα έπαιρναν το λόγο.

Στη Γερμανία, όπου ο τιμάριθμος κόστους ζωής στα 1913 ήταν 130 μονάδες, το 1918 έφτασε στις 407, ενώ ο δείκτης του γενικού μισθού εργασίας σε χρήμα, από τις 132 μονάδες που ήταν το 1914 ανέβηκε μόνο στις 292 μονάδες το 1918. Ανάλογη ήταν η κατάσταση στη Γαλλία, όπου ο δείκτης μισθού στη βιομηχανία και στην αγροτική οικονομία από τις 117 μονάδες που ήταν το 1914 ανέβηκε στις 219 το 1918, ενώ για την ίδια περίοδο ο τιμάριθμος από τις 111 μονάδες σκαρφάλωσε στις 264. Στην Αγγλία ο ονομαστικός μισθός από τον Ιούλη του 1914 ως τον Ιούλη του 1918 αυξήθηκε κατά 52-70%, ενώ η αύξηση στις τιμές των ειδών κατανάλωσης έφτανε τα 110 - 114%.

Η κατάσταση αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστες ούτε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, παρόλο που μπήκαν πολύ αργά στον πόλεμο (6 Απρίλη 1917) και κέρδισαν όσο κανείς άλλος, παρόλο που δεν υπέφεραν γιατί δεν είχαν πολεμικές αναμετρήσεις στο έδαφός τους. Ο ονομαστικός εργατικός μισθός στις ΗΠΑ αυξήθηκε μόνο κατά 33% στο διάστημα 1913 - 1917 τη στιγμή που η αντίστοιχη αύξηση του ψωμιού έφτασε τα 75% και των ειδών ιματισμού τα 149%. Δε χωράει αμφιβολία πως ο πόλεμος είχε οδηγήσει εκατομμύρια εργαζομένων σε όλο τον πλανήτη στην καταστροφή και στην εξαθλίωση. Το ίδιο αναμφισβήτητο είναι, όμως, πως είχε αποφέρει τεράστια πλούτη στην τάξη των κεφαλαιοκρατών.

Τα κέρδη των Αγγλικών μονοπωλίων, για παράδειγμα, στη διάρκεια του πολέμου είχαν αυξηθεί κατά 4 δισεκατομμύρια λίρες στερλίνες, ενώ τα κέρδη των Αμερικανών κεφαλαιοκρατών, στα 1916 - 1918 ήταν κατά μέσο όρο 4,8 δισεκατομμύρια δολάρια μεγαλύτερα απ' ό,τι στα τρία τελευταία χρόνια πριν την κήρυξη του πολέμου. Είχε απόλυτο δίκιο, επομένως, η Ρόζα Λούξεμπουργκ όταν μέσα στη φωτιά του πολέμου φώναζε:

«Οι μετοχές ανεβαίνουν και οι προλετάριοι πέφτουν, και μαζί με καθέναν από αυτούς είναι ένας μελλοντικός αγωνιστής, ένας στρατιώτης της επανάστασης που κατεβαίνει στον τάφο. Αυτή η τρέλα, αυτή η ματωμένη κόλαση, θα πάψει να υπάρχει, από τη μέρα που οι εργάτες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας θα βγουν επιτέλους από τη μέθη όπου σήμερα είναι βουτηγμένοι, θα τείνουν αδελφικά το χέρι, σκεπάζοντας ταυτόχρονα την κτηνώδικη κραυγή των θηρίων του ιμπεριαλιστικού πολέμου με την παλιά και δυνατή φωνή του πολέμου της εργασίας: προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!».

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στοίχισε τεράστιες καταστροφές στην ανθρωπότητα. Στη δίνη του συμπαρέσυρε 38 χώρες με συνολικό πληθυσμό, περίπου, 1,5 δισεκατομμύριο κατοίκους. Οι άνθρωποι που επιστρατεύτηκαν έφτασαν τα 74 εκατομμύρια. Από αυτούς, 10 εκατομμύρια ήταν οι νεκροί και 20 εκατομμύρια οι τραυματίες. Αναλυτικότερα η Ρωσία είχε 2 εκατομμύρια 300 χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες στα πεδία των μαχών, η Γερμανία 2 εκατομμύρια νεκρούς, η Αυστροουγγαρία 1 εκατομμύριο 440 χιλιάδες, η Γαλλία 1 εκατομμύριο 383 χιλιάδες, η Αγγλία 747 χιλιάδες, η Ιταλία 700 περίπου, χιλιάδες και οι ΗΠΑ 53 χιλιάδες. Οι πολεμικές επιχειρήσεις έγιναν σε έδαφος που η έκτασή του ξεπερνούσε τα 4 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα και οι καθαρά στρατιωτικές δαπάνες των εμπόλεμων κρατών έφτασαν τα 208 δισεκατομμύρια δολάρια.


Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ (1919)

ΒΑΪΜΑΡΗ 

Η Βαϊμάρη (Weimar) είναι μια παλιά και ιστορική πόλη στο κρατίδιο της Θουριγγίας στην Γερμανία. Ο πληθυσμός της ανέρχεται στους 64.361 κατοίκους. Το παλαιότερο αρχείο της πόλης χρονολογείται στο έτος 899 μ.Χ. H Βαϊμάρη είναι μια από τις μεγάλες πολιτιστικές περιοχές της Ευρώπης, με συγγραφείς και φιλοσόφους όπως ο Γκαίτε, ο Φρίντριχ Σίλλερ, και ο Γιόχαν Χέρντερ. Σήμερα είναι μια τουριστική περιοχή για τους Γερμανούς διανοούμενους και όχι μόνο, δεδομένου ότι ο Γκαίτε κατοικούσε αρχικά στη Βαϊμάρη προς το τέλος του 18ου αιώνα. Οι τάφοι των Γκαίτε, Σίλλερ και Νίτσε, καθώς επίσης και τα αρχεία τους, διατηρούνται και είναι επισκέψιμοι από το κοινό.

Η περίοδος στη Γερμανική ιστορία από το 1919 - 1933 αναφέρεται συνήθως ως Δημοκρατία της Βαϊμάρης, καθώς το σύνταγμα της Δημοκρατίας συντάχθηκε εδώ, τον Ιούλιο του 1919 επειδή το Βερολίνο, μετά από τη Γερμανική επανάσταση του 1918, θεωρήθηκε πάρα πολύ επικίνδυνο για την εθνική συνέλευση. Η Βαϊμάρη ήταν, πριν από το Ντεσάου, το κέντρο του κινήματος του Μπαουχάους. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επέλεξε την πόλη αυτή ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1999. Ο όρος Δημοκρατία της Βαϊμάρης επεκράτησε, ως ιστορικός και πολιτικός όρος στη σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία να εννοείται η (συμβατική) ονομασία του πολιτεύματος της Γερμανίας από το 1919 έως την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933.

Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το Γερμανικό Ράιχ (εθνικό κράτος) απαρτίζεται από 17 ομόσπονδα κρατίδια, το καθένα με δική του κυβέρνηση και κοινοβούλιο, τα οποία εκπροσωπούνταν στο κεντρικό συμβούλιο. Το σύνταγμα καθορίζει ένα πολιτικό σύστημα με στοιχεία της κοινοβουλευτικής και της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Το κοινοβούλιο είναι το λεγόμενο Ράιχσταγκ και η πρωτεύουσα το Βερολίνο. Η πρώτη αυτή Γερμανική δημοκρατία πήρε το όνομά της από την πόλη Βαϊμάρη (Weimar), όπου συνήλθε η Γερμανική Εθνοσυνέλευση για να δημιουργήσει ένα νέο Σύνταγμα μετά την κατάλυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.

Η δημιουργία της δημοκρατικής αυτής κυβέρνησης είναι άμεση συνέπεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η κυβέρνηση αυτή, που υπέγραψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, αποτελούμενη από σοσιαλιστές της αριστεράς, σοσιαλδημοκράτες και αντιπροσώπους του καθολικού Κέντρου, πολύ γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπη με την κομμουνιστική εξέγερση των Σπαρτακιστών του Βερολίνου, την οποία κατέστειλε με βιαιότητα και δολοφόνησε τους ηγέτες της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ (15 Ιανουαρίου 1919).

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ (1919)

Καρπός ενός συμβιβασμού μεταξύ των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων, (Απρίλιος 1919), το σύνταγμα αντιπροσώπευε ό,τι πιο προοδευτικό και δημοκρατικό μπορούσε να υπάρξει εκείνη τη στιγμή. Έθετε επίσης με σαφήνεια τα όρια των διαφόρων εξουσιών και περιείχε τις θεμελιώδεις διατάξεις που αφορούσαν την παιδεία, την κοινωνική πολιτική, τις σχέσεις εργασίας κ.α. Ωστόσο, η οικονομική κρίση που αντιμετώπιζε η Γερμανία, το πολεμικό χρέος που υποχρεωνόταν να καταβάλει και η διατήρηση των οργάνων εξουσίας του παλαιού καθεστώτος μέσα στο σώμα της νέας δημοκρατίας ευνοούσαν την αναβίωση του εθνικισμού και έφθειραν τα δημοκρατικά κόμματα.

Οι κυβερνήσεις που ακολουθούσαν ζούσαν υπό το βάρος του πληθωρισμού, τον οποίον τροφοδοτούσε η πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων, ενώ οι δεξιοί εξαπέλυαν τραγική σειρά δολοφονιών.

Αποσπάσματα του Συντάγματος της Βαϊμάρης  

Άρθρο 1 

• Το Γερμανικό Κράτος είναι Δημοκρατία.
• Η κρατική εξουσία πηγάζει από τον λαό.

Άρθρο 4 

• Οι γενικά αναγνωρισμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου ισχύουν ως δεσμευτικά στοιχεία του Γερμανικού κρατικού νόμου.

Άρθρο 102 

• Οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι και υπόκεινται μόνο στο νόμο.

Άρθρο 109 

• Όλοι οι Γερμανοί είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
• Κατ’ αρχήν, άνδρες και γυναίκες έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις.
• Νομικά προνόμια ή μειονεκτήματα που στηρίζονται στη γέννηση ή την κοινωνική θέση πρέπει να καταργηθούν.

Άρθρο 111 

• Όλοι οι Γερμανοί έχουν το δικαίωμα της μετακίνησης και εγκατάστασης.

Άρθρο 112 

• Κάθε Γερμανός έχει το δικαίωμα της μετανάστευσης σε μη γερμανικές χώρες.

Άρθρο 113 

• Αλλόγλωσσες κοινότητες που ζουν εντός του κράτους δεν πρέπει να στερούνται με νόμο την εθνική τους ταυτότητα, ιδιαίτερα όσον αφορά τη χρήση της μητρικής γλώσσας στην εκπαίδευση και την τοπική διοίκηση και αρμοδιότητα.

Άρθρο 114 

• Τα δικαιώματα των ατόμων είναι απαραβίαστα. Περιορισμός ή στέρηση της ατομικής ελευθερίας είναι αποδεκτός μόνο αν βασίζεται σε νόμους.

Άρθρο 115 

• Η οικία κάθε Γερμανού αποτελεί άσυλο και είναι απαραβίαστη. Εξαιρέσεις είναι αποδεκτές μόνο αν βασίζονται σε νόμο.

Άρθρο 116 

• Μια πράξη μπορεί να τιμωρηθεί μόνον όταν περιγράφεται ως τιμωρητέα, προτού διαπραχθεί, από τον νόμο.

Άρθρο 117 

• Η προστασία των προσωπικών δεδομένων της αλληλογραφίας, των ταχυδρομείων, των τηλεγραφημάτων και του τηλεφώνου είναι απαραβίαστη.

Άρθρο 118 

• Κάθε Γερμανός έχει δικαίωμα, μέσα στα όρια που θέτει ο νόμος, να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του προφορικά, γραπτά, με έντυπο, με εικόνα ή οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

Άρθρο 120 

• Είναι υπέρτατο καθήκον και φυσικό δικαίωμα των γονέων να ανατρέφουν κατάλληλα τους απογόνους τους, σωματικά, πνευματικά και κοινωνικά. Η κυβερνητική εξουσία επιβλέπει αυτή την προσπάθεια.


Άρθρο 121 

• Η νομοθεσία πρέπει να δημιουργήσει ίσες προϋποθέσεις για τα τέκνα εκτός γάμου, όσον αφορά τη σωματική, πνευματική και κοινωνική τους ανάπτυξη, όπως αυτές ισχύουν για τα νόμιμα τέκνα.

Άρθρο 123 

• Όλοι οι Γερμανοί έχουν το δικαίωμα να συγκεντρώνονται άοπλα και ειρηνικά. Τέτοιες συγκεντρώσεις δεν απαιτούν κάποια προηγούμενη έγκριση ή ειδική άδεια.

Άρθρο 124 

• Όλοι οι Γερμανοί έχουν το δικαίωμα, για λόγους που δεν αντίκεινται σε ποινικούς νόμους, να συγκροτούν ενώσεις και εταιρείες.

Άρθρο 126 

• Κάθε Γερμανός έχει το δικαίωμα να απευθύνεται στην αντίστοιχη Αρχή ή το Κοινοβούλιο, με αιτήσεις ή παράπονα.

Άρθρο 135 

• Όλοι οι κάτοικοι του κράτους απολαμβάνουν πλήρες δικαίωμα ελευθερίας της συνείδησης. Η ανεμπόδιστη άσκηση της θρησκείας είναι εγγυημένη από το Σύνταγμα και τελεί υπό την προστασία του κράτους.

Άρθρο 136 

• Τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα δεν εξαρτώνται ούτε περιορίζονται από την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας.

Άρθρο 137 

• Δεν υφίσταται κρατική εκκλησία.
• Η ελευθερία συγκρότησης θρησκευτικών κοινοτήτων είναι εγγυημένη.
• Κάθε θρησκευτική κοινότητα διοικεί τις δικές της υποθέσεις χωρίς παρέμβαση του κράτους ή της (διοικητικής) κοινότητας.

Άρθρο 142 

• Οι τέχνες, η επιστήμη και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. Το κράτος παρέχει προστασία και συμμετέχει στην καλλιέργειά τους.

Άρθρο 143 

• Η εκπαίδευση των νέων παρέχεται από δημόσια ιδρύματα.

Άρθρο 148 

• Όλα τα σχολεία πρέπει να εργάζονται αποβλέποντας στην ηθική εκπαίδευση, το πατριωτικό πνεύμα, την προσωπική και επαγγελματική ικανότητα, μέσα στα πλαίσια του πνεύματος της Γερμανικής εθνικότητας και της διεθνούς κατανόησης.

Άρθρο 151 

• Η οικονομία είναι οργανωμένη με βάση τις αρχές της δικαιοσύνης, με σκοπό την επίτευξη αξιοπρεπούς ζωής για τον καθένα. Η οικονομική ελευθερία του ατόμου είναι εξασφαλισμένη μέσα σε αυτά τα όρια.

Άρθρο 153 

• Η ιδιοκτησία είναι εγγυημένη από το Σύνταγμα.

Άρθρο 155 

• Η κατανομή και η χρήση των ακινήτων επιβλέπεται από το κράτος με σκοπό την παρεμπόδιση της κατάχρησης και την επιδίωξη εξασφάλισης υγιούς στέγασης σε όλες τις Γερμανικές οικογένειες, ειδικά τις πολύτεκνες.

Άρθρο 157 

• Η εργασία απολαμβάνει την ειδική προστασία του κράτους. Το κράτος δημιουργεί ενιαία εργατική νομοθεσία.

Άρθρο 158 

• Η πνευματική ιδιοκτησία, τα δικαιώματα των συγγραφέων, εφευρετών και καλλιτεχνών απολαμβάνουν την προστασία και φροντίδα του κράτους.

Άρθρο 159 

• Το δικαίωμα της δημιουργίας ενώσεων, με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών της εργασίας και της οικονομίας, είναι εγγυημένο για κάθε άτομο σε όλα τα επαγγέλματα. Κάθε συμφωνία ή μέτρο που περιορίζει ή παρεμποδίζει αυτό το δικαίωμα είναι παράνομη.

Άρθρο 161 

• Προκειμένου να προστατευθεί η υγεία, η ικανότητα εργασίας, η μητρότητα και να προληφθούν οι οικονομικές επιπτώσεις της ηλικίας, της ασθένειας και οι αντιξοότητες της ζωής το κράτος θεσπίζει ένα ολοκληρωμένο σύστημα ασφάλισης, στηριγμένο στην καθοριστική συμβολή των ασφαλισμένων.

Άρθρο 162 

• Το κράτος υποστηρίζει μια διεθνή ρύθμιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, η οποία να επιδιώκει για την εργατική τάξη της ανθρωπότητας την εξασφάλιση των κοινωνικών δικαιωμάτων.


Το Βαρύ Πολεμικό Χρέος

Το σοβαρότερο πλήγμα κατά της Γερμανικής δημοκρατίας δόθηκε όταν η Γαλλία, για να εξασφαλίσει την πληρωμή των χρεών, κατέλαβε τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ (11 Ιανουαρίου 1923) σε συμφωνία με το Βέλγιο. Η κυβέρνηση, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Βίλχελμ Κούνο, αντέδρασε κηρύσσοντας την παθητική αντίσταση, ενώ η χρηματοδότηση από τη Γερμανική κυβέρνηση οδήγησε στην οριστική κατάρρευση του μάρκου και στην όξυνση του πληθωρισμού. Μέσα στη γενική κρίση, τα αντιδραστικά κινήματα έδωσαν το σύνθημα της εξέγερσης, παρά την αναχαίτιση του πληθωρισμού που οφειλόταν στα μέτρα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που συγκροτήθηκε στις 13 Αυγούστου από τον Γκούσταβ Στρέζεμαν, τον σημαντικότερο πολιτικό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 

Ιστορικό Πλαίσιο 

Η λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει την Αυτοκρατορική Γερμανία με το μέρος των ηττημένων. Τη θέση της μοναρχίας παίρνει το Δημοκρατικό πολίτευμα. Το πολίτευμα αυτό προκύπτει ως αποτέλεσμα των σοσιαλδημοκρατών, των κεντρώων και των φιλελεύθερων. Στη συνέχεια όμως δέχεται επίθεση από ακραίες δυνάμεις των ναζιστών, των εθνικιστών αλλά και των κομμουνιστών. Παράλληλα αναλαμβάνει να διαχειριστεί την οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει στη Γερμανία, η οποία τελεί υπό ένα καθεστώς ταπεινωτικού ελέγχου από τους νικητές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Γερμανία, σε αυτή την χρονική περίοδο, μετρά απώλειες εκατομμυρίων ανθρώπων.

Το γεγονός αυτό οφείλεται στα νέα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον Α' Παγκόσμιο (φλογοβόλα, δηλητηριώδη αέρια, τορπίλες από υποβρύχια, βομβαρδιστικά αεροπλάνα) . Ακολουθεί η υπογραφή της ανακωχής του πολέμου με τη Γερμανία να πορεύεται σε ένα νέο ιστορικό μονοπάτι. Στα ανατολικά της χώρας, στη γραφική πόλη της Βαϊμάρης ο λαός συνέρχεται σε εθνοσυνέλευση προκειμένου να δημιουργήσει ένα νέο Σύνταγμα. Ασυγκράτητοι οι εξεγερμένοι πολίτες και στρατιώτες εκφράζουν έντονα τον ενθουσιασμό τους. Στο συνέδριο συμμετέχουν εργατικά και στρατιωτικά συμβούλια.

Απαιτούν την άμεση κοινωνικοποίηση όλων των κλάδων της βιομηχανίας, την ανάληψη της διοίκησης του στρατού από το κεντρικό σοβιέτ, την εκλογή των ανωτέρων από τους στρατιώτες, την αποστρατεία μονίμων στρατιωτικών, τη συγκρότηση πολιτοφυλακής. Επιπλέον αποφασίζουν να καταργήσουν όλους του διακριτούς βαθμούς. Η πράξη αυτή έχει συμβολικό χαρακτήρα κατά του μιλιταρισμού. Ταυτόχρονα «σβήνει» την αντίληψη περί «τυφλής υπακοής». Βασιζόμενες στις διατάξεις του νέου Συντάγματος οι μετριοπαθείς δυνάμεις της εποχής (σοσιαλδημοκράτες, κεντρώοι και φιλελεύθεροι) επιχειρούν να αποδυναμώσουν το αυταρχικό κράτος.

Η καθιέρωση του εκλεγμένου από το λαό Προέδρου λειτουργεί ως αντίπαλο δέος απέναντι στο Ράιχστανγκ. Με αυτό τον τρόπο αποτρέπεται ο κίνδυνος ενός κοινοβουλευτικού απολυταρχισμού. Κατοχυρώνεται το δικαίωμα στη γενική εκπαίδευση, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, όχι όμως το δικαίωμα της απεργίας. «Το Σύνταγμα χάρισε στους Γερμανούς περισσότερη πολιτική ελευθερία, αλλά, σε περίπτωση που οι καιροί άλλαζαν προς το χειρότερο, δεν θα ήταν σε θέση να τους τη διασφαλίσει», σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου.

Οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν να αποτυπώσουν το νέο Σύνταγμα δεν συμπεριλαμβάνουν σε αυτό διατάξεις - φραγμούς στην κατάλυσή του, υπό το φόβο ότι αυτές ισοδυναμούν με επιστροφή στο προηγούμενο αυταρχικό καθεστώς. Η σημαία της αποδέσμευσης από τη συμφωνία των Βερσαλλιών, η οποία προβλέπει εδαφικές παραχωρήσεις στη Γαλλία, στο Βέλγιο και στην Πολωνία, διοίκηση εδαφών από τους νικητές, αποστρατικοποίηση περιοχών, κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, μείωση των επαγγελματιών στρατιωτών, απαγόρευση οπλικών συστημάτων, είναι σηκωμένη ψηλά.

Τα Γεγονότα 

Είναι απόγευµα της 9ης Νοεµβρίου 1918. Στο Ράιχσταγκ του Βερολίνου συνεδριάζειη ηγεσία των σοσιαλδηµακρατών, του µεγαλύτερου τότε κόµµατος της Γερµανίας υπό τον Φρίντριχ Έµπερτ (σαγµατοποιό) και τον Φίλιπ Σάιντεµαν. Είναι βέβαιο πως δεν ξέρουν τι να κάνουν. Η Γερµανία βγήκε ηττηµένη από τον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο, ο πρίγκιπας Μαξ της Βάδης, καγκελάριος, έχει παραιτηθεί, ο Κάιζερ έχει εκθρονιστεί και η χώρα κινδυνεύει να βυθιστεί στο χάος. Λίγα τετράγωνα παρακάτω, κοντά στην Unter den Linden, οι Σπαρτακιστές, µε επικεφαλής τη Ρόζα Λούξενµπουργκ και τον Καρλ Λίµπκνεχτ, ετοιµάζονται να κηρύξουν τη Γερµανική Σοβιετική δηµοκρατία.

Ξαφνικά ο Σάιντεµαν συλλαµβάνει την «ιδέα»: χωρίς να συµβουλευτεί κανέναν πηγαίνει σε ένα παράθυρο, το οποίο βλέπει στην Koenigsplatz και από εκεί, µπροστά στους χιλιάδες συγκεντρωµένους στην πλατεία, ανακηρύσσει την ίδρυση της ∆ηµοκρατίας που γνωρίζουµε µε την ονοµασία ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης, αφού στο θέατρο της Βαϊµάρης στις 31 Ιουλίου της επόµενης χρονιάς ψηφίστηκε µε µεγάλη πλειοψηφία από την εθνοσυνέλευση το σύνταγµά της. Αν λοιπόν η δηµοκρατία αυτή ανακηρύχθηκε «κατά σύµπτωση», όπως γράφει ο Γουίλιαµ Σίρερ στο κλασικό πλέον έργο του ''Η άνοδος και η πτώση του Γ' Ράιχ'', ήταν επόµενο να περάσει από µεγάλες περιπέτειες.

Να είναι δηλαδή «ανάπηρη», όπως τη χαρακτηρίζει ο γνωστός ιστορικός Χάινριχ Α. Βίνκλερ στο ''Μagnum Οpus του Der lange Weg nach Westen'' (Ο µακρύς δρόµος προς τη ∆ύση). Η ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης αναδύθηκε µέσα από τις στάχτες ενός µεγάλου πολέµου και διήρκησε δεκαπέντε χρόνια, ως το 1933 που καταλύθηκε µε την ανάδειξη του Χίτλερ σε καγκελάριο. Είχε να αντιµετωπίσει τις αντιφάσεις µιας χώρας που περνούσε από τη µοναρχία στη δηµοκρατία απροετοίµαστη, ηττηµένη και διηρηµένη. Οι δύο αρχηγοί του στρατού, ο Χίντεµπουργκ και ο Λούντεντορφ, έριξαν στην πλάτη των σοσιαλδηµοκρατών την ευθύνη για την υπογραφή της ταπεινωτικής για τη Γερµανία Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Και κατά συνέπεια -έστω και µεταφορικά- την ευθύνη για την ήττα, «παραχωρώντας» τους µια εξουσία που τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ασκήσουν. Αυτό η χώρα θα το πλήρωνε σε πολλά επίπεδα στα χρόνια της ειρήνης που ακολούθησαν: µε την έκρηξη του πληθωρσµού το 1922, που τα επόµενα δύο χρόνια είχε γίνει ανεξέλεγκτος, την κατάληψη από τη Γαλλία της περιοχής του Ρουρ το 1923, την εµφάνιση αποσχιστικών τάσεων στη Βαυαρία και την ανοιχτή σύγκρουση µε το ισχυρότατο κοµµουνιστικό κόµµα. Το µείγµα παρέµενε εκρηκτικό για χρόνια, µε τις κυβερνήσεις να διαδέχονται η µία την άλλη, ως το 1929 που η Γερµανία σαρώθηκε από το οικονοµικό κραχ. Τη χρονιά εκείνη οι άνεργοι έφθασαν τα 3.000.000 και τρία χρόνια αργότερα ο αριθµός τους είχε υπερδιπλασιαστεί.


Τα στοιχεία αυτά ίσως αρκούν για να καταλάβει κανείς πώς το εθνικοσιαλιστικό κόµµα, από το 2,6% που είχε λάβει στις βουλευτικές εκλογές της 20ής Μαΐου 1928, έγινε πρώτο κόµµα τρία χρόνια αργότερα, στις 5 Μαρτίου, λαµβάνοντας το 43,9% των ψήφων. Από εκεί και πέρα τα πράγµατα ακολούθησαν τη µοιραία πορεία τους, όχι µόνο για τη Γερµανία, αλλά για ολόκληρο τον κόσµο. Εκ των υστέρων συµπεραίνει κανείς πως είναι εντυπωσιακό και µόνο το ότι αυτή η «ανάπηρη» δηµοκρατία κατάφερε να επιβιώσει επί δεκαπέντε χρόνια αντιµετωπίζοντας τους εθνικοσοσιαλιστές, τους συντηρητικούς εθνικιστές, τους κοµµουνιστές και τις απανωτές επεµβάσεις των νικητών του πολέµου.

Και µάλιστα, παρά τις τόσες κρίσεις, οι τέχνες και ο πολιτισµός να γνωρίσουν στη χώρα του Γκαίτε πρωτοφανή άνθηση.

Το Σύνδροµο της Βαϊµάρης

Η πρώτη Γερμανική Δημοκρατία, που απέκτησε το Σύνταγμά της το 1919 στη πόλη της Βαϊμάρης, κατέρρευσε άδοξα κάτω από τα χτυπήματα του ναζισμού το 1933. Πολύ λίγα από τα δεκατέσσερα χρόνια της ήταν χρόνια σταθερότητας και ευημερίας. Ο υπερπληθωρισμός του 1923, η οικονομική κρίση από το 1929, η άνοδος των ναζί, είναι γεγονότα που έχουν μείνει στην ιστορική μνήμη όχι μόνο της Γερμανίας αλλά σ'όλη την ανθρωπότητα. Το "φάντασμα της Βαϊμάρης" αρχίζει να πλανιέται ξανά πάνω από όσους θεωρούν τους "θεσμούς" όπως π. χ. αυτούς της «Ενωμένης Ευρώπης», σαν το φράγμα που συγκρατεί τις δυνάμεις του σκότους και του χάους. 

Στη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», όταν οι ίδιοι αυτοί οι θεσμοί μέσα από τις αντιθέσεις και τα αδιέξοδά τους οδήγησαν τελικά στην άνοδο του Ναζισμού και στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Γερμανία του Μεσοπολέμου

Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέβαλε βαρύτατους όρους στην ηττημένη Γερμανία, οι οποίοι αφορούσαν στις πολεμικές επανορθώσεις που έπρεπε να καταβάλλει στους νικητές. Η Ιστορία έχει καταγράψει όσα ακολούθησαν: σύμφωνα με την επικρατούσα ερμηνεία, οι υπερβολές των νικητών στις Βερσαλίες, οδήγησαν στην έξαρση του εθνικισμού, την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και τον καταστροφικότερο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην πτώση του Αυτοκράτορα Γουλιέλμου και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η αποκαλούμενη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» πολλές φορές φρόντισε να υπομνήσει ότι τα οικονομικά της δεδομένα δεν επέτρεπαν την τήρηση των επαχθέστατων όρων της "Συνθήκης των Βερσαλλιών".

Παρόλο που υπήρχαν προειδοποιήσεις, ακόμη και από αστούς οικονομολόγους, όπως ο επιφανής Τζον Μέϊναρντ Κέινς (John Keynes), ο οποίος αντελήφθη νωρίς το αδιέξοδο στο οποίο όδευε η κατάσταση και προειδοποίησε ότι ασχέτως του τι είναι δίκαιο και τι άδικο, είναι απλώς αδύνατο να προσδοκάς να λάβεις κάτι που ο ηττημένος απλά δεν μπορεί να δώσει, η αδυναμία κατανόησης του πραγματικού αυτού προβλήματος από τους αστούς πολιτικούς εκείνης της εποχής είχε δραματικές συνέπειες, τις οποίες ελάχιστοι μπόρεσαν να διακρίνουν σε βάθος χρόνου. Και επειδή οικονομία και πολιτική βαδίζουν μαζί, ανεξάρτητα αν κάποιοι ακόμη και σήμερα προσπαθούν να υποστηρίξουν το αντίθετο, η οικονομική κρίση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης βρήκε τελικά την πολιτική της λύση στην άνοδο του Ναζισμού και στον Πόλεμο. 

Και παρόλο που η αριστερά είχε προειδοποιήσει από νωρίς για την εξέλιξη αυτή και είχε σημάνει το καμπανάκι του κινδύνου, δεν μπόρεσε με την πολιτική της δράση να την αποτρέψει! Και η ανθρωπότητα πλήρωσε τελικά βαρύ τίμημα.

Η Πολιτική

Ο 20ος αιώνας ξεκίν ησε µε ένα σαδιστικό σφαγείο σε κλίµακα που ο κόσµος δεν είχε ξαναδεί, τον Μεγάλο Πόλεµο. Μια ολόκληρη γενιά Ευρωπαίων στάλθηκε από τις ηγεσίες των κρατών της ιµπεριαλιστικής αλυσίδας στη λάσπη των χαρακωµάτων για να βρει έναν οδυνηρό, ακίνητο και µάταιο θάνατο, φυσικό ή πνευµατικό. Η ιµπεριαλιστική αλυσίδα δεν άντεξε τον παραλογισµό, έσπασε µε την Οκτωβριανή επανάσταση. Το 1918, παρά την αποχώρηση της νεοσύστατης Σοβιετικής ∆ηµοκρατίας από τον πόλεµο, γεγονός που έλυνε τα χέρια των Γερµανών στρατηγών στο ανατολικό µέτωπο, η κατάσταση στο εσωτερικό της Γερµανικής Αυτοκρατορίας ήταν κι αυτή κοντά στο να µπορεί να χαρακτηριστεί επαναστατική.

Μπορεί ο Κάιζερ να εγκατέλειψε τον θρόνο του τον Νοέµβριο του 1918, αλλά η σχεδόν επαναστατική κατάσταση ποτέ δεν έγινε κοινωνική επανάσταση (όπως ήλπιζε ο Λένιν). Το πτώµα της Λούξεµπουργκ (που στο κάτω κάτω διαφώνησε µε την κήρυξη της επανάστασης από τον Λίµπκνεχτ) στο κανάλι Landwehr του Βερολίνου τον Γενάρη του 1919 ήταν κατά κάποιο τρόπο ο τελευταίος όψιµος θρίαµβος της δυναστείας των Χοεντσόλερν και ο πρώτος πρώιµος θρίαµβος των Ναζί. Γιατί µπορεί η δυναστεία να µην κυβερνούσε πλέον και οι Ναζί να µην είχαν ακόµα συγκροτηθεί σε κόµµα, αλλά τα Freikorps, τα δολοφονικά αποσπάσµατα αποστρατευµένων στρατιωτών, συνήθως µοναρχικών απόψεων, που κατέστειλαν κτηνωδώς τις εξεγέρσεις υπό την επίβλεψη του περιβόητου Noske, αργότερα αποτέλεσαν τον πυρήνα των SA.

Το καλοκαίρι του 1918, λίγο πριν το τέλος του πολέµου, βρήκε τη Γερµανική Αυτοκρατορία, µια οπισθοδροµική πολιτικά αλλά ταυτόχρονα και την πιο προχωρηµένη τεχνικά και οικονοµικά ιµπεριαλιστική δύναµη, σε βαθιά κρίση. Από τη µια µεριά, η εξάντληση όλων των πόρων, τεχνικών και ανθρώπινων, σήµαινε ότι η Γερµανία έπρεπε να συνθηκολογήσει. Από την άλλη, ευρύτατα λαϊκά εργατικά στρώµατα, τόσο στο µέτωπο και στο ναυτικό όσο και στα εργοστάσια, περίµεναν είτε τη ριζική ανατροπή της κατάστασης και βελτίωση της ζωής τους είτε (τα πιο συνειδητοποιηµένα τµήµατα) την επέκταση της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Γερµανία.

Οι µέρες πριν και µετά την επίσηµη λήξη του πολέµου ήταν µέρες τροµερής συµπύκνωσης του ιστορικού χρόνου. Η επανάσταση κηρύχτηκε στον στόλο, στο Βερολίνο και σε άλλες πόλεις από την αριστερή αντιπολίτευση των σοσιαλδηµοκρατών, χωρίς όµως να έχουν ακόµα σωρευτεί οι αντικειµενικές και υποκειµενικές συνθήκες. Η πλειοψηφία των ρεφορµιστών σοσιαλδηµοκρατών προσπάθησε µε νύχια και µε δόντια να περιορίσει τις συνέπειες της επανάστασης, µετατρέποντας την Αυτοκρατορία σε µια προοδευτική αστική δηµοκρατία. Το σχέδιό τους πέτυχε, αλλά µε µεγάλο και µακροπρόθεσµο κόστος.

Ταυτόχρονα, ο στρατός, το σηµαντικότερο προπύργιο εξουσίας της παλιάς αντιδραστικής φεουδαρχικής τάξης των αριστοκρατών Γιούνκερ, στρατηγικός σύµµαχος του κεφαλαίου, προσπάθησε να αποσείσει από πάνω του τις ευθύνες για την ταπεινωτική ήττα, κατασκευάζοντας τον µύθο της «πισώπλατης µαχαιριάς», ένα επιχείρηµα, δηλαδή, που έλεγε ότι η Γερµανία δεν έχασε λόγω στρατιωτικής ήττας (εξάλλου ποτέ δεν πάτησαν το πόδι τους εχθρικά στρατεύµατα σε αυτοκρατορικό έδαφος), αλλά λόγω της προδοσίας στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας από τους «Εβραιοµπολσεβίκους», ένα επιχείρηµα που αντιστρέφει την ροή της αιτιότητας: ήταν µάλλον η ήττα στο µέτωπο (ως αποτέλεσµα της βαθιάς αποτυχίας της Αυτοκρατορικής στρατηγικής σε όλους τους τοµείς) που έφερε την εξέγερση και όχι το αντίθετο.

Η ήττα έφερε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919 (που την υπέγραψε και την χρεώθηκε η νέα σοσιαλδηµοκρατική κυβέρνηση και όχι οι πραγµατικοί υπεύθυνοι της ήττας), µια πραγµατικά ληστρική συµφωνία µε επαχθέστατους και εκδικητικούς όρους για τις κατώτερες Γερµανικές τάξεις, που επιπλέον, λόγω των βαρύτατων εδαφικών παραχωρήσεων που προέβλεπε, εκλήφθηκε από ευρύτατα στρώµατα και ως εθνική προδοσία. Μεταξύ άλλων, η Γερµανία έπρεπε να πληρώνει σε χρυσό ένα τεράστιο ετήσιο ποσό ως «πολεµικές αποζηµιώσεις», ποσό που ουσιαστικά θα έπεφτε στις πλάτες των λαϊκών τάξεων.


Επίσης, η Γερµανία, αφού αναγνώριζε επισήµως την ευθύνη της για την έναρξη του πολέµου, έπρεπε ουσιαστικά να αφοπλιστεί και ο µικρός στρατός που θα είχε δικαίωµα να διατηρεί θα έπρεπε να είναι επαγγελµατικός. Θα έπρεπε να παραδώσει ευρύτατες περιοχές στα ανατολικά στην Πολωνία. Σε ορισµένες άλλες περιοχές θα γινόταν δηµοψήφισµα αυτοδιάθεσης, ενώ άλλες έµειναν υπό συµµαχική στρατιωτική κατοχή. Τέλος, θα έπρεπε επισήµως να αναγνωρίσει την ενοχή της και να παραδώσει τους εγκληµατίες πολέµου (τον Κάιζερ και τους στρατηγούς), µια ακόµα σπίθα συσπείρωσης της εθνικιστικής ∆εξιάς (και όχι µόνο). Είναι ενδιαφέρον, πάντως, ότι στην πραγµατικότητα η Συνθήκη των Βερσαλλιών θα µπορούσε να είναι πολύ χειρότερη.

Η συνθηκολόγηση που είχε επιβάλλει ο τότε νικητής Κάιζερ στη Ρωσία, ένα χρόνο πριν, είχε πολύ πιο βαρείς όρους για τον χαµένο. Η χώρα βρίσκεται σε συνθήκες λυσσώδους ταξικής πάλης: αλλεπάλληλες κοµµουνιστικές εξεγέρσεις καταστέλλονται αιµατηρά από τον στρατό ή τα Freikorps. Απεργίες σαρώνουν τη χώρα, συχνά πολιτικές (µε αιτήµατα λ.χ. την εθνικοποίηση των ορυχείων και των παραγωγικών µέσων). Το δεξιό πραξικόπηµα του Kapp µε τη βοήθεια των πιο λούµπεν από τα Freikorps, τρέπει την κυβέρνηση σε φυγή από την πρωτεύουσα, ύστερα από άρνηση του στρατού να «στρέψει τα όπλα του σε Γερµανούς» - οι χιλιάδες απεργοί εργάτες που είχαν ήδη δει τα όπλα αυτά να εκπυρσοκροτούν επάνω τους φαίνεται θα λογίζονταν ως Εβραιοµπολσεβίκοι.

Το πραξικόπηµα το καταστέλλει τελικά η γενική απεργία που προκηρύσσεται αµέσως και νεκρώνει την χώρα, µε αποτέλεσµα ο Kapp να διαφύγει στο εξωτερικό. Όµως, η διαδικασία σηµαδεύεται από τη µακροπρόθεσµη νίκη των αντιδραστικών: αµνηστία, προαγωγή του αρχηγού του στρατού, καµιά εκκαθάριση. Το βιοµηχανικό κεφάλαιο την ίδια εποχή βρίσκεται σε φάση εξαγωγικής ανάπτυξης. Η εργατική τάξη βλέπει τη διαπραγµατευτική της ισχύ να αυξάνεται, λόγω µηδενικής ανεργίας, γεγονός που το δείχνουν τόσο η σταδιακή άνοδος του ΚΚΓ όσο και οι επιτυχίες που κατέγραφαν οι διεκδικητικές απεργίες, όπως επίσης και η επιτυχία της γενικής απεργίας κατά του πραξικοπήµατος Kapp.

Το Σύνταγµα της Βαϊµάρης, προϊόν συµβιβασµού σοσιαλδηµοκρατών, Κέντρου και φιλελευθέρων, είναι εντούτοις το πιο δηµοκρατικό σύνταγµα της Ευρώπης, µε βαθύτατες, όµως, αντιφάσεις. Η δηµοκρατία βασιζόταν σε απλή αναλογική από τη µία, που βραχυκυκλωνόταν, όµως, από τις έκτακτες εξουσίες του προέδρου και τη λειψή εθνική ολοκλήρωση, µε το ιδιότυπο βάρος της Πρωσίας και των δικών της, µοναρχικής καταγωγής, θεσµών στο σύνολο της χώρας. Η εργατική νοµοθεσία ήταν πραγµατικά πρωτοποριακή.

Ο νόµος για το οκτάωρο, η κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόµατα ανεργίας από τη µία, ο νόµος για τη συµµετοχή των εργαζοµένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων από την άλλη (νόµος που δικαίως απορρίφθηκε από την αριστερή πτέρυγα, απαιτώντας πολύ ριζικότερα µέτρα), είναι η βάση για το βιοµηχανικό θαύµα της Γερµανίας τόσο προπολεµικά όσο και µεταπολεµικά και βρήκε µιµητές σε όλες τις ευρωπαϊκές σοσιαλδηµοκρατίες. Η κοινωνική ασφάλιση, πάλι στα χέρια της «ικανότατης» πρωσικής γραφειοκρατίας, στάθηκε ένα εκπληκτικό εργαλείο πειθάρχησης και καταστολής της εργατικής τάξης (π.χ. ποιος δικαιούται και ποιος όχι επιδόµατα;). Επίσης, υπάρχει µια µοναδική άνθηση των επιστηµών και των τεχνών.

Η σταδιακή οικονοµική άνοδος και η αποτυχία της εξέγερσης το 1919 δεν ήταν αρκετές για να καταστείλουν την επιθετική κίνηση των µαζών. Το 1921 εργατικές µάζες διεκδίκησαν την εξουσία, αν και µε πραξικοπηµατικού τύπου, από πάνω, ενέργειες εκ µέρους του Κ.Κ., στις ταραχές της Θουριγγίας. Η πολιτική ισχύς του προλεταριάτου αρχίζει να φθίνει: το ΚΚΓ χάνει τα µισά του µέλη. Το εκκρεµές της ιστορίας έχει ήδη αρχίσει να ταλαντώνεται προς την άλλη πλευρά. Το 1923 πέφτει η γραµµή για τις εργατικές κυβερνήσεις (συνεργασία Κ.Κ. και SPD). H γραµµή, όµως, εξειδικεύεται ως µια από τα πάνω συνεργασία, αδιαφορώντας για το κίνηµα.

Το κόµµα αρχίζει να αποσυνδέεται από το κίνηµα µε οικτρά αποτελέσµατα: εµφανίζεται για παράδειγµα µια τάση για «σοσιαλσωβινισµό», δηλαδή εκµετάλλευση των αυθόρµητων εθνικιστικών ιδεολογηµάτων που προκλήθηκαν από τη ληστρική συνθήκη των Βερσαλιών, ως απάντηση στην άνοδο των ακροδεξιών κοµµάτων. Η εισβολή των Γάλλων στη Ρουρ αυξάνει την αναταραχή. Αν, όµως, η επανάσταση ήταν µια µεγάλη, κεφαλαιώδης µάχη που χάθηκε το 1919, ο πόλεµος χάθηκε το 1923. Τότε ήταν η τελευταία χρονιά που η εργατική τάξη διεκδίκησε την εξουσία, όταν ξέσπασε η τρίτη µεγάλη εργατική εξέγερση στο Αµβούργο. Η εξέγερση ήταν στην πραγµατικότητα µια απόπειρα πραξικοπηµατικού χαρακτήρα, µε µια από τα πάνω συνωµοτική προετοιµασία.

Η επιχείρηση αυτή απέδειξε την ανεπάρκειά της, όταν η εξέγερση και γενική απεργία καταστέλλεται αιµατηρά για µια ακόµα φορά. Ακολούθησε, φυσικά, απαγόρευση του Κ.Κ. και κατάσταση πολιορκίας, που αίρεται το 1924. Αυτή, λοιπόν, ήταν η κρίσιµη καµπή για την ήττα της εργασίας, αφού σε όλη την υπόλοιπη περίοδο, µέχρι το τέλος, ποτέ ξανά δεν τέθηκε το θέµα της εξουσίας. Το Κ.Κ., βέβαια, αργότερα σκλήρυνε τον λόγο του και ανέβασε πάλι τα εκλογικά ποσοστά του. Ήταν, όµως, πλέον πολύ αργά και οι κατακτήσεις του κινήµατος, µετά το 1923 άρχισαν µία µία να παίρνονται πίσω.

Το 1927, µόλις τέσσερα χρόνια µετά αλλά πολύ πριν την κρίση, το οκτάωρο είχε πρακτικά αντικατασταθεί από 12ωρο, το µεγάλο κεφάλαιο απαιτούσε (και οι δεξιές κυβερνήσεις τού έδιναν) ιδιωτικοποιήσεις, τα λοκάουτ γενικεύτηκαν, οι απεργίες είχαν, πλέον, µόνο µισθολογικά αιτήµατα. Παράλληλα, η αίσθηση της κοινωνικής διάλυσης επιτείνεται και η κοινωνική απελπισία δεν βρίσκει υποστήριξη από ταξικά προσανατολισµένη πολιτική. Η εµπέδωση της ιδεολογικής ήττας του κινήµατος έκανε, πλέον, τη µορφή κράτους της Βαϊµάρης εµπόδιο για τον ιµπεριαλισµό: καµιά κυβέρνηση εκλεγµένη από απλή αναλογική δεν µπορούσε να περάσει τα µέτρα που απαιτούσε το µεγάλο κεφάλαιο, το κίνηµα είχε αρκετές δυνάµεις ακόµα.

Ούτε, όµως, µπορούσε να επιβάλλει στο µεγάλο κεφάλαιο φιλολαϊκά µέτρα, το κίνηµα δεν ήταν αρκετά δυνατό. Το έκτακτο κράτος θα γινόταν µια αναγκαιότητα: ο φασισµός θα την κάλυπτε. Και όχι χωρίς λόγο: παρά τον ηρωισµό του, τα λάθη και οι αριστερισµοί του κινήµατος ήταν µέχρι και καταστροφικά. Η βραχύβια και σχεδόν οπερετική «Σοβιετική εργατική δηµοκρατία της Βαυαρίας» τον Απρίλιο του 1919 είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα. Μια «Σοβιετική εργατική δηµοκρατία» σε µια αγροτική και βαθιά καθολική περιοχή, δηµοκρατία κηρυγµένη από διανοούµενους της Αριστεράς, δασκάλους και εµιγκρέδες και σχεδόν χωρίς καθόλου εργάτες. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο υπουργός Εξωτερικών της κατάργησε δια νόµου το χρήµα, τηλεγραφώντας την απόφασή του στον Λένιν.


Όταν ο τελευταίος απαντά, ρωτώντας αν τα «σοβιέτ» έχουν ασφαλίσει τις τράπεζες και αν έχουν κρατήσει οµήρους από την αστική τάξη, ο υπουργός απαντά ότι αυτό είναι αδύνατο, αφού η προηγούµενη κυβέρνηση έφυγε, παίρνοντας µαζί της µάλιστα και το κλειδί της τουαλέτας. ∆εν είναι να απορεί κανείς που λίγο αργότερα η σοβιετική δηµοκρατία συντρίφτηκε τόσο ριζικά, µε τέτοιο µίσος από τα Freikorps, που η Βαυαρία όχι µόνο δεν είδε ποτέ ξανά αριστερές πολιτικές, όχι µόνο έγινε η γενέτειρα των ναζί, το κόµµα των οποίων ιδρύθηκε λίγους µήνες µετά στο Μόναχο, αλλά ακόµα και σήµερα είναι η πιο ριζικά συντηρητική από όλες τις Οµόσπονδες Γερµανικές Δηµοκρατίες.

Το γενικό πολιτικό αποτέλεσµα φαίνεται από µια λεπτοµέρεια. Μέχρι το 1921, η ως τότε «επανάσταση» (γιατί έτσι αναφέρονταν σε αυτή και οι δεξιοί και οι αριστεροί) έγινε «λεγόµενη επανάσταση». Οι λόγοι πίσω από την αλλαγή ορολογίας ήταν προφανώς διαφορετικοί για σοσιαλδηµοκράτες και µοναρχικούς. Το πολιτικό αποτέλεσµα που υποκρύπτει όµως, η ιδεολογική ήττα της αριστεράς, ήταν καταστροφικό. Και τα λάθη συνεχίστηκαν και στην αμέσως επόμενη περίοδο. Το κίνημα απέτυχε όχι μόνο στον στόχο της επανάστασης, αλλά και στους εφικτούς πολιτικούς στόχους που τέθηκαν (ή θα έπρεπε να τεθούν).

Προς το τέλος της περιόδου είχαμε το παράδοξο ότι ενώ η εκλογική επιρροή του ΚΚΓ μεγάλωνε (όχι, βέβαια, τόσο γρήγορα όσο των Ναζί) με τη συσπείρωση των εργατών σε συνδικάτα (και του Κ.Κ. και του SPD) να παραμένει υψηλή, το κίνημα να μην ακολουθεί το κόμμα. Ο αγώνας είχε χάσει τα πολιτικά του χαρακτηριστικά, μένοντας στις (οξύτατες βέβαια) οικονομικές διεκδικήσεις. Ταυτόχρονα, το Κ.Κ. σταδιακά μετατρεπόταν σε κόμμα ανέργων, χωρίς πραγματική παρέμβαση στους εργασιακούς χώρους και η πολιτική του άρχισε να μετατρέπεται σε πολιτική καμπάνια με υπερεπαναστατικό λόγο, αλλά μηδαμινές πραγματικές πολιτικές επιτυχίες.

Η πρόταση που έγινε για αντιφασιστικό μέτωπο το 1933 μένει στα χαρτιά. Μεταξύ 1929 και 1932 το Κ.Κ. ρίχνει 6 φορές το σύνθημα της γενικής απεργίας, αντιμετωπίζοντας, όμως, γενική αδιαφορία και απαξίωση. Παρά την εκλογική του άνοδο, ο αριθμός μελών μειωνόταν σταθερά. Η ιδεολογική κρίση του (που δεν είχε γίνει αντιληπτή ως τέτοια, το αντίθετο), σε συνδυασμό με την κρίση της αστικής ιδεολογίας, επέτρεψε τη σταδιακή διείσδυση μικροαστικών, «υπερπεπαναστατικών» ιδεολογημάτων στην εργατική τάξη. Η προσχώρηση πολλών αναρχοσυνδικαλιστικών και «αυθορμητιστικών» συλλογικοτήτων κυρίως στους φασίστες, αλλά και στους Ναζί, όπου αποτέλεσαν την αριστερή πτέρυγα (και που σφάχτηκαν το 1934), είναι μόνο ένα δείγμα αυτής της μικροαστικής ιδεολογικής ηγεμονίας.

Τέτοιες «υπεραριστερές» φασιστικές οργανώσεις εξακολουθούν να υπάρχουν και στην Ευρώπη και εδώ σήμερα και, ενδεχομένως, οι μειοψηφικές οργανώσεις του είδους να παίξουν και αυτές τον ρόλο τους ως το «συνεπές» αντισυστημικό τμήμα του ενδεχόμενου φασιστικού κινήματος στο μέλλον. Αλλά η κυριότερη ανεπάρκεια του Κ.Κ. στον δρόµο για τον Ναζισµό ήταν η γραµµή του σοσιαλφασισµού, της προτεραιότητας της πάλης µε τη σοσιαλδηµοκρατία, γραµµή που συνοψίζεται ως «µετά την πτώση της σοσιαλδηµοκρατίας, θα µείνουν µόνο οι φασίστες κι εµείς, άρα, µόνον εµείς».

Η γραµµή αυτή ήταν καταστροφική, δεδοµένου ότι το Κ.Κ. δεν αδιαφόρησε µόνο για από τα πάνω συνεργασίες µε το SPD, αλλά κυρίως για τις εργατικές µάζες που ήταν παγιδευµένες σε αυτό, θεωρώντας τες οριστικά χαµένες και εποµένως αδιαφορώντας για την πολιτική και συνδικαλιστική δράση του µεγαλύτερου µέρους της εργατικής τάξης. Φαίνεται ότι η ηγεσία πίστευε ότι τα µέλη του κόµµατος φυτρώνουν στα δέντρα. Και όχι µόνο αυτό: διακηρύσσοντας την επικείµενη δικτατορία του προλεταριάτου, αδιαφόρησε για γραµµή µαζών, αφού η επανάσταση όπου να 'ναι θα ερχόταν από µόνη της, λόγω της επικείµενης κρίσης.

Η έλλειψη πολιτικών συµµαχιών µε τα πληττόµενα µικροαστικά στρώµατα (την κινηµατική βάση του φασισµού) στοίχισε πολύ. Και επιπλέον, το κόµµα αδιαφόρησε παγερά και για την κατάσταση της αγροτιάς, που το «εκδικήθηκε», αποτελώντας τη µεγάλη εκλογική δεξαµενή του Χίτλερ. Οι µε σοσιαλδηµοκρατική ηγεµονία κυβερνήσεις της πρώτης περιόδου της δηµοκρατίας βρίσκονταν διαρκώς µεταξύ σφύρας και άκµονος, συντετριµµένες διαρκώς από τις αντιφάσεις τους. Το SPD (η σοσιαλδηµοκρατία) ήταν το µεγαλύτερο κόµµα της εργατικής τάξης, µε Μαρξιστική αναφορά και µε βάση οργανωµένη στο συνδικαλιστικό κίνηµα, ενίοτε ιδιαίτερα µαχητική, µε την ειδική λειτουργία του συµβιβασµού των αστικών συµφερόντων µε τα εργατικά.

Η λειτουργία αυτή δεν επιτυγχάνεται εργαλειακά (η σοσιαλδηµοκρατία ως ένα εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης που κάνει ό,τι συµφέρει την τελευταία), γιατί έτσι κινδυνεύει να αυτοακυρωθεί (όπως συµβαίνει τελευταία µε τις ευρωπαϊκές σοσιαλδηµοκρατίες), χάνοντας την υποστήριξη της εργατικής της βάσης. Η λειτουργία της, εποµένως, βασιζόταν σε µια σειρά από πραγµατικούς, αν και ακροβατικούς, συµβιβασµούς. Από τη µια υπερασπιζόταν τη συνταγµατική τάξη και την αστική δηµοκρατία (που εν πολλοίς ήταν δικό της έργο, πληρωµένο, µάλιστα, µε το αίµα κοµµουνιστών), µια δηµοκρατία που σχεδόν κανένας άλλος δεν θα υπερασπιζόταν.

Αλλά από την άλλη µεριά την κρίσιµη στιγµή δεν είχε τρόπο να καταφύγει στην εργατική τάξη και το κίνηµα, του οποίου ήταν διαρκώς σε όλη αυτήν την περίοδο ο κυριότερος πολιτικός εκπρόσωπος, λόγω του προφανούς κινδύνου ανατροπής της αστικής δηµοκρατίας προς όφελος του σοσιαλισµού, ενδεχόµενου που οι σοσιαλδηµοκράτες ηγέτες φοβόντουσαν διαρκώς. Επιπλέον, σε αυτούς έπεφτε ο κλήρος να σεβαστούν τις «διεθνείς υποχρεώσεις» της Γερµανίας από τη µία, αλλά από την άλλη δεν µπορούσαν βέβαια να ρίξουν τα βάρη για τη συµφωνία των Βερσαλλιών στην πολύ ωφεληµένη από την συγκυρία της ήττας αστική τάξη και τη φεουδαρχική της σύµµαχο.

Τέλος, η ισχυρή εργατική τους υποστήριξη είχε να κάνει µε τη σύνδεσή τους µε πολιτικές που ευνόησαν την ανάπτυξη µερικών από τα πιο δυναµικά τµήµατα του εξαγωγικού βιοµηχανικού κεφαλαίου (στο οποίο «ανήκε» και το αντίστοιχο προλεταριάτο): σε όλη την περίοδο της Βαϊµάρης, ακόµα και όταν η οµοσπονδιακή κυβέρνηση δεν περιελάµβανε σοσιαλδηµοκράτες, η Πρωσία, η πιο βιοµηχανική οµόσπονδη δηµοκρατία µε το «κόκκινο Βερολίνο» και το βιοµηχανικό Ρουρ, έµεινε σταθερά σοσιαλδηµοκρατική, µέχρι έξι µήνες από το τέλος.


Η αφασία της σοσιαλδηµοκρατίας απέναντι στην άνοδο του φασισµού και οι σοβαρότατες ευθύνες της (αφού εξακολουθούσε να είναι η µαζικότερη εργατικής βάσης πολιτική οργάνωση) απορρέουν από τη διαρκή συµπόρευσή της µε το µεσαίο κεφάλαιο, τη στιγµή που το µεγάλο κεφάλαιο δεν την ήθελε πλέον, ούτε αυτήν ούτε κανενός είδους συνεργασία µε την εργασία. Το µεγάλο κεφάλαιο ουδέποτε έγινε σοσιαλδηµοκρατικό, γεγονός που εξηγεί και την αµοιβαία αλληλοαποκλειόµενη κοινωνική λειτουργία φασισµού και σοσιαλδηµοκρατίας. ∆εν είναι τυχαίο ότι ο Κάουτσκι, ηγετικό στέλεχος όλη αυτή την περίοδο της αριστερής πτέρυγας του SPD, είχε προτείνει τη συµµαχία προλεταριάτου και βιοµηχανικού κεφαλαίου (ειδικότερα του µεσαίου κεφαλαίου) ενάντια στο µεγάλο χρηµατιστικό κεφάλαιο.

Η θέση αυτή του Κάουτσκι στην πραγµατικότητα διαµόρφωσε σε βάθος χρόνου τις σοσιαλδηµοκρατικές - κεϊνσιανές πολιτικές του 20ού αιώνα. Ακόµα και σήµερα, οι θέσεις που ακούγονται συχνά περί «καπιταλισµού καζίνο», σύµφωνα µε τις οποίες η κρίση οφείλεται στο «κακό» τραπεζικό κεφάλαιο που µε τα τεράστια χρέη του «πνίγει» το βιοµηχανικό, «παραγωγικό» κεφάλαιο, έλκουν την µακρινή τους καταγωγή από τη σοσιαλδηµοκρατία της Βαϊµάρης. ∆ιχασµένη και αντιφατική, η σοσιαλδηµοκρατία δεν έκανε ούτε καν αυτά που θα µπορούσε να είχε κάνει για την αντιµετώπιση του φαινοµένου.

Ακολούθησε µια διαρκή πολιτική κατευνασµού (Tolerierungspolitik), χωρίς ποτέ να θίξει τους κρατικούς µηχανισµούς, ακόµα και όταν αυτοί πυροβολούσαν τις απεργίες. ∆εν αποφάσιζε διαδηλώσεις για να µην προκαλέσει. ∆εν χρησιµοποίησε ποτέ τη λαϊκή πολιτοφυλακή που είχε συγκροτήσει. ∆εν συναίνεσε στην καθυστερηµένη πρόταση (1933!) για συγκρότηση αντιφασιστικού µετώπου (αν και οµολογουµένως θα ήταν δύσκολο να το κάνει µε αυτούς που την αποκαλούσαν σοσιαλφασιστική). Και στο τέλος, ψήφισε για πρόεδρο τον αντιδραστικό Χίντεµπουργκ για να µην γίνει πρόεδρος ο Χίτλερ και, σεβόµενη τους θεσµούς, δεν αντέδρασε ποτέ στα αλλεπάλληλα «θεσµικά» πραξικοπηµατα που έγιναν µε τη συναίνεση του ψηφισµένου προέδρου.

Οι ευθύνες της είναι σαφώς µεγαλύτερες από τις ευθύνες του Κ.Κ. Η περίοδος της Βαϊµάρης χαρακτηρίζεται εποµένως από διαρκή ασταθή ισορροπία στο πολιτικό επίπεδο. Οι ανταγωνισµοί µεταξύ των αστικών κοµµάτων έφτασαν σε ένα πολύ οξύ επίπεδο, ενίοτε στα όρια του καταστροφικού. Προς το τέλος της περιόδου είναι πλέον σαφής η κρίση ηγεµονίας του άρχοντος συγκροτήµατος, του ταξικού συνασπισµού που κυβερνούσε: οι εσωτερικές αντιφάσεις µεταξύ των µερίδων της αστικής τάξης εκδηλώνονταν µε την κρίση εκπροσώπησης.

Η κατάσταση επέτρεψε τη δηµιουργία και επέκταση ηµιαυτόνοµων δικτύων και οµάδων πίεσης που διάβρωσαν τη λειτουργία του κράτους και τον ρόλο των κοµµάτων σε αυτό: οι παραστρατιωτικές οµάδες που φτιάχτηκαν για την άµεση καταπολέµηση της επανάστασης είχαν αποκτήσει µια σχεδόν ανεξάρτητη δυναµική στην άσκηση της εξουσίας, ειδικά στις πόλεις (γειτονιά, συνοικία). Μερικές από αυτές (όχι τα ναζιστικά παραστρατιωτικά) ήταν στην πραγµατικότητα ιδιωτικοί στρατοί συγκεκριµένων µονοπωλίων, µε άµεση οικονοµική υπαγωγή σε αυτά και µηχανισµός άσκησης πολιτικής από αυτά.

Επίσης, υπήρξε µια ισχυρή αύξηση του ρόλου του ίδιου του κρατικού µηχανισµού που, τρόπον τινά, σταµάτησε να υπακούει στην κυβέρνηση ή υπάκουε µόνο εν µέρει, µεταφέροντας απευθείας την εξουσία στον κρατικό µηχανισµό. Παρατηρήθηκε, δηλαδή, µια ιδιότυπη κατάσταση σχεδόν «δυαδικής» ή παράλληλης εξουσίας. Ένα τελευταίο σηµείο για τις πολιτικές διεργασίες της δηµοκρατίας είναι το ζήτηµα του κρατικού µηχανισµού. Οι δηµοκρατικές κυβερνήσεις, µπλεγµένες µε τις αντιφάσεις τους, ουδέποτε κατάφεραν να επιβάλλουν τις απαραίτητες, από τη σκοπιά των εργατικών συµφερόντων, µεταρρυθµίσεις στον «αποτελεσµατικό» (όπως ήταν η κοινή πεποίθηση των αρχουσών τάξεων) στρατιωτικοποιηµένο και ακραία αυταρχικό κρατικό µηχανισµό.

Η αριστερή πτέρυγα, αναµένοντας τον µαρασµό του µετά την επανάσταση, ουδέποτε πίεσε για δηµοκρατικού τύπου αλλαγές που θα βοηθούσαν τον αγώνα της. Η κρατική ιεραρχία, που στα ανώτερα κλιµάκια ήταν επανδρωµένη από γιούνκερ φεουδάρχες, ειδικά στον στρατό και τη δικαιοσύνη, ποτέ δεν ξέχασε την ταξική της θέση. Σαµποτάρισε συστηµατικά τις όποιες µεταρρυθµιστικές αλλαγές, εκτέλεσε όσους κατηγορήθηκαν ως κοµµουνιστές που συµµετείχαν σε εξεγέρσεις και απελευθέρωσε όσους σκότωναν κοµµουνιστές (ενίοτε, µάλιστα, επιτρέποντάς τους να µετατρέψουν τη δίκη τους σε βήµα προπαγάνδας, όπως στον ίδιο τον Χίτλερ).

Το αντιδραστικό κράτος δέχτηκε µια χαρά τη συµπόρευση µε τα Freikorps και έγινε η βάση για τη σύµπηξη συµµαχιών µε τους ναζί. Η σκληρά ιεραρχική και αντιδηµοκρατική του δοµή δέχτηκε µε φυσικό τρόπο τη µετάβαση στο ιεραρχικό µοντέλο της Fuhrerprizip, του φυτέµατος δηλαδή στην κορυφή ενός ναζιστή γκαουλάϊτερ που αποφάσιζε για τα πάντα και έλεγχε τα πάντα. Τέλος, χρησιµοποιήθηκε συστηµατικά ως µηχανισµός καταστολής της εργατικής τάξης, διανέµοντας κατά το δοκούν και εκβιαστικά τα επιδόµατα ανεργίας και διάφορα άλλα κοινωνικά επιδόµατα, τα οποία είχαν πρωτοποριακά θεσπίσει οι σοσιαλδηµοκράτες.

Σοσιαλδηµοκράτης Υπουργός της Πρώτης Μεταπολεµικής Δηµοκρατικής Κυβέρνησης 

Η άθλια, προδοτική, κατασταλτική πολιτική της σοσιαλδηµοκρατίας, την περίοδο εγκαθίδρυσης της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης, αναµφίβολα συντέλεσε τα µέγιστα στην ανοιχτή εχθρότητα των κοµµουνιστών απέναντί τους όλη την περίοδο της δηµοκρατίας. Εντούτοις δεν ήταν αυτή η αιτία της γραµµής του σοσιαλφασισµού. Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι στην κρίσιµη ψηφοφορία στο Ράιχσταγκ, η πλάστιγγα έγειρε υπέρ της υπερψήφισης της ταπεινωτικής συνθήκης ύστερα από τη γνωµοδότηση του αρχηγού του Επιτελείου Στρατού, ενός αντιδραστικού ευγενούς, από αυτούς που έβαλαν την Αυτοκρατορία στον πόλεµο, ο οποίος επιχειρηµατολόγησε ότι σε περίπτωση µη υπογραφής η Γερµανία δεν θα µπορούσε να αµυνθεί αν οι σύµµαχοι εισέβαλαν.

Αυτός εισηγήθηκε, οι σοσιαλδηµοκράτες το «έχαψαν», η κυβέρνηση το χρεώθηκε. Είναι, επίσης, ενδεικτικό της στάσης της σοσιαλδηµοκρατίας, ότι ενώ είχε πλέον στα χέρια της µέσω του «αποστάτη» (όπως τον αποκάλεσε ο Λένιν) Κάουτσκι τα πλήρη αρχεία του Γερµανικού και του Αυστρουγγρικού Υπουργείου Εξωτερικών που έδειχναν καθαρά τις ευθύνες των δύο τυχοδιωκτικών Αυτοκρατορικών καθεστώτων για την έναρξη του πολέµου, δεν τόλµησε να τα δηµοσιοποιήσει και να καταγγείλει έτσι τις αντιδραστικές άρχουσες τάξεις, αλλά τα κράτησε µυστικά, προστατεύοντάς τες. Η δικαιολογία ήταν ότι αν τα δηµοσιοποιούσαν, οι σύµµαχοι θα έβαζαν ακόµα βαρύτερους όρους στη συνθήκη.


Ο έτερος ρεφορµιστής (που επίσης συγκέντρωσε τα πυρά του Λένιν), ο Μπέρνσταιν, υπέρµαχος αυτός της δηµοσιοποίησης των ντοκουµέντων, κατηγορήθηκε για σύµµαχος των ξένων ιµπεριαλιστών. Στη ∆εξιά, εκτός από τον µύθο του πισώπλατου µαχαιρώµατος, είχε έτσι προσφερθεί στο πιάτο και ο µύθος της «αθωότητας», ότι δηλαδή η αντιδραστική Αυτοκρατορική Γερµανία δεν είχε ευθύνες για το ξέσπασµα του πολέµου. Η σοσιαλδηµοκρατία είχε για µια φορά ακόµα συµπιεστεί µεταξύ δύο εχθρών προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάµεσά τους. Τον Μάρτιο του 1919, ο Νόσκε είχε εκδώσει µια διαταγή που έλεγε: «οποιοσδήποτε φέρει όπλο και το στρέφει κατά των ενόπλων δυνάµεων θα πυροβολείται επί τόπου».

Μόνο στις ταραχές του Μαρτίου του 1919 και µόνο στο Βερολίνο, υπήρξαν τουλάχιστον 1.000 νεκροί διαδηλωτές. Το ότι µια τέτοια µετατόπιση υποκρύπτει κάτι σηµαντικό, µπορεί να φωτιστεί από αντίστοιχα δικά µας παραδείγµατα.

Η Λαϊκή Εξέγερση

"Στις 9 του Νοέμβρη οι εργάτες και οι στρατιώτες γκρέμισαν το παλιό καθεστώς στη Γερμανία. Στα πεδία των μαχών στη Γαλλία, διαλύθηκαν οι αιματηρές αυταπάτες για μια παγκόσμια κυριαρχία της πρωσικής μπότας. Οι εγκληματικές συμμορίες που άναψαν την παγκόσμια πυρκαγιά και έριξαν τη Γερμανία μέσα σε μια θάλασσα αίμα, λένε τώρα την τελευταία τους προσευχή κι ο λαός που χρόνια εξαπατημένος είχε χάσει κάθε αίσθημα πολιτισμού, τιμής και ανθρωπισμού, μπροστά στην άβυσσο ξύπνησε από τον βαθύ του λήθαργο. Στις 9 του Νοέμβρη το προλεταριάτο ξεσηκώθηκε και σύντριψε τον άτιμο ζυγό". (Ρόζα Λούξεμπουργκ).

Στις 9 του Νοέμβρη 1918 γύρω στις 11:00 π.μ., ο πρωθυπουργός του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξιμιλιανός της Βάδης, μπροστά στον φόβο της γενικευμένης επανάστασης, ανήγγειλε την παραίτηση από το θρόνο του τελευταίου αυτοκράτορα των Χοεντζόλερν, του Κάιζερ Γουλιέλμου II, υπέρ του διαδόχου του. Ταυτόχρονα, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας-SPD για το διορισμό του Φρίντριχ Έμπερτ, ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στη θέση του πρωθυπουργού. Στις 12 το μεσημέρι ο Έμπερτ ήταν ήδη επικεφαλής της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξιμιλιανό για τις προθέσεις του λέγοντας: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα».

Αργότερα στα απομνημονεύματά του ο πρίγκιπας Μαξιμιλιανός δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του: «Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε». Ειδικά δε για το διορισμό του Έμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού, ο πρίγκιπας Μαξιμιλιανός δε δίσταζε να δηλώσει: «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Έμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα». 

Κάτω από την πίεση των επαναστατημένων λαϊκών δυνάμεων ο άλλος ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Φίλιπ Σάιντεμαν (Philipp Scheidemann), μιλώντας από ένα παράθυρο του Ράιχσταγκ -του Γερμανικού κοινοβουλίου, σε μια τεράστια λαϊκή διαδήλωση, ανακήρυξε την «Ελεύθερη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας». Ήθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το μέρος των επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή των ηγετών της ομάδας «Σπάρτακος». Κι είχε προβλέψει σωστά τις επερχόμενες εξελίξεις. 

Την ίδια μέρα από το μπαλκόνι των Αυτοκρατορικών ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση από εργάτες και στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη Γερμανία σε «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη «να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από εργάτες και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη χώρα που να μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την ευτυχία και την ένωση του ελεύθερου γερμανικού λαού με τους ταξικούς αδελφούς του όλου του κόσμου». Η κυβέρνηση πλέον έπρεπε να δράσει για την καταστολή της επανάστασης.

Στις 11 Νοεμβρίου 1918 υπογράφεται η συνθηκολόγηση της Γερμανίας (ανακωχή της Κομπιέν). Υπογράφηκε από τον στρατάρχη των συμμαχικών δυνάμεων Φερντινάν Φος (Ferinand Foch) και τον εκπρόσωπο της Γερμανίας Ματίας Ερτζμπέργκερ (Matthias Erzberger), μέσα στο σιδηροδρομικό βαγόνι, στο οποίο είχε εγκαταστήσει ο Στρατάρχης Φος το στρατηγείο του, σε δάσος κοντά στην Κομπιέν (Compiègne) της Γαλλίας. Η συνθήκη ήταν στην ουσία «άνευ όρων» συνθηκολόγηση της Γερμανίας και αποτέλεσε τη βάση των συνθηκών ειρήνης, που συντάχθηκαν από την Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919. Η συνθήκη προέβλεπε:

α) Παύση των εχθροπραξιών σε έξι ώρες από την υπογραφή της άμεση αποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Αλσατία - Λωρραίνη και το Λουξεμβούργο καθώς και αποχώρηση όλων των Γερμανικών στρατευμάτων σε ακτίνα 30 km από τη δεξιά όχθη του Ρήνου,

β) Μετακίνηση όλων των Γερμανικών δυνάμεων από το Ανατολικό μέτωπο στη Γερμανική περιοχή όπως αυτή ήταν καθορισμένη την 1η Αυγούστου 1914,
 
γ) Αποκήρυξη της συνθήκης του Μπρέστ - Λίτοφσκ με τη Ρωσία και της συνθήκης του Βουκουρεστίου με τη Ρουμανία,

δ) Εγκλεισμό του Γερμανικού Στόλου, παράδοση εξοπλισμού και μεταφορικών μέσων στους Συμμάχους καθώς και όρους αποχώρησης από την ανατολική Αφρική. Η συνθήκη είχε διάρκεια ισχύος τριάντα ημερών με δυνατότητα επέκτασης. Επισήμως, ο πόλεμος τελείωσε "την ενδέκατη ώρα, της ενδέκατης μέρας του ενδέκατου μήνα" του έτους εκείνου.

Η «άνευ όρων» συνθηκολόγηση της Γερμανίας, που ήταν αποτέλεσμα αυτής της ανακωχής, αποτέλεσε τη βάση των συνθηκών ειρήνης, που συντάχθηκαν από την Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 και στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζορζ Κλεμανσώ, ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Λόιντ Τζωρτζ, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ορλάντο και αντιπροσωπείες 32 συνολικά κρατών. Στο μεταξύ η πολιτική κατάσταση στην Γερμανία παρέμενε ρευστή. 

 
Στις 15 του Νοέμβρη του 1918 μια ομάδα από μεγαλοβιομηχάνους, ανάμεσα σ' αυτούς και οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων Μπίρζιγκ, Στίνες και Σπρίγκερουμ, υπέγραψε με τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Γερμανικής Γενικής Ένωσης των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας». Ήταν μια από τις ενέργειες για να αντιμετωπίσουν την επαναστατική προοπτική. Η συμφωνία προέβλεπε πως όλες οι διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και στους επιχειρηματίες θα λύνονταν μόνο με διαιτησία. Έτσι, πίσω από την πλάτη της εργατικής τάξης οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων συμφώνησαν με τους καπιταλιστές να σταματήσουν την ταξική πάλη ξεκινώντας «ταξική συνεργασία».

Με τη σειρά της, η κυβέρνηση Έμπερτ στην προσπάθειά της να εξαπατήσει τις μάζες με ψεύτικα συνθήματα, ίδρυσε μια «επιτροπή κοινωνικοποίησης» με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι. Μια τεράστια προπαγανδιστική καμπάνια σηκώθηκε γύρω από την επιτροπή αυτή που είχε σκοπό να δημιουργήσει μια φαινομενική εντύπωση πως ίσως η Γερμανία βαδίζει το δρόμο του σοσιαλισμού. Στόχος η συγκάλυψη της αντεπαναστατικής συμφωνίας της σοσιαλδημοκρατίας με τους κεφαλαιοκράτες και την ηγεσία του στρατού. Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος υποστήριζε επίμονα πως η Γερμανία θα γίνει σοσιαλιστική χώρα, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονταν «γερά θεμέλια» που ακόμη δεν υπήρχαν.

Στο μεταξύ, οι αντιδραστικοί αξιωματικοί σε συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη, άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα, τα "Φράικορπς" (Freikorps, Ελεύθερα Σώματα). Έτσι οργανώθηκαν το σώμα στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία Έρχαρτ (Ehrhardt), η Βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Στα Σώματα αυτά υπηρετούσαν χιλιάδες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, διάφοροι άνθρωποι που μέσα στα τέσσερα και πάνω χρόνια που κράτησε ο πόλεμος είχαν ξεκόψει από την παραγωγή, και ο πόλεμος τούς είχε γίνει επάγγελμα. Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν η συντριβή της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης, των λαϊκών μαζών. 

Το Freikorp Ehrhardt ήταν το πρώτο που χρησιμοποίησε τη σβάστικα ως σημαία. Από τις τάξεις των Freikorps θα προέλθουν ορισμένα στελέχη της Sturmabteilung (των περιβόητων Ταγμάτων Εφόδου του ακροδεξιού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος-DAP), όπως ο Ερνστ Ρεμ, των SS, όπως ο Ρούντολφ Ες (μετέπειτα διοικητής του Άουσβιτς) και του σκληρού πυρήνα του Ναζιστικού κόμματος NSDAP). Στις 6 του Δεκέμβρη του 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ' αυτούς και το ηγετικό στέλεχος της «Ένωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ. 

Επίθεση έγινε και εναντίον των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε». Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά οι εργάτες απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών», απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής.Από τις 16 έως τις 21 του Δεκέμβρη, έγινε το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών. Σ' αυτό πήραν μέρος 288 αντιπρόσωποι του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 87 του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 27 εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από αστικά κόμματα και μόνο 10 «Σπαρτακιστές».

Στο Συνέδριο, έφτασε για να πάρει μέρος και αντιπροσωπεία της Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά δεν έγινε δεκτή. Από το συσχετισμό, αλλά και από τη στάση του συνεδρίου απέναντι στη Ρωσική Σοβιετική αντιπροσωπεία ήταν φανερό ότι το συνέδριο των Σοβιέτ δεν ήταν με την Επανάσταση. Άλλωστε, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης ήταν με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ενώ Κομμουνιστικό Κόμμα δεν υπήρχε παρά μόνο η Ένωση Σπάρτακου μέσα στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Ο τρόπος δουλειάς των «Σπαρτακιστών» δεν αρκούσε ν' αλλάξει την κατάσταση. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες του συνεδρίου των Σοβιέτ, οι «Σπαρτακιστές» οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση εργατών. 

Οι διαδηλωτές ζήτησαν από το συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία ενιαία σοσιαλιστική δημοκρατία, να παραδώσει στα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών όλη την εξουσία, να αφοπλίσει αμέσως τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Με τα συνθήματα αυτά, πέρασαν μπροστά από το μέγαρο του συνεδρίου 250.000 διαδηλωτές. Αλλά, η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με την πείρα και την επιρροή που είχε στην εργατική τάξη, καθώς και με το πλατύ δίκτυο των εφημερίδων της, κατόρθωσε να εξαπατήσει τις λαϊκές μάζες. Η σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει και πως η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού από τώρα και πέρα εξαρτιόταν από την Εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν ελεύθερα.

Οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο των Σοβιέτ έπεσαν στις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας και πίστεψαν τις κυβερνητικές διακηρύξεις για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας από την επιτροπή Κάουτσκι, ενώ βολεύτηκαν με κάποιες δημοκρατικές παραχωρήσεις και υποστήριξαν το σχέδιο απόφασης των σοσιαλδημοκρατών να συγκληθεί Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση και να μεταβιβαστεί όλη η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία στο Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού, ωσότου αποφασίσει τελειωτικά η Εθνοσυνέλευση. Το συνέδριο εξέλεξε το Κεντρικό Σοβιέτ που του παραχωρήθηκε τυπικά το δικαίωμα να ελέγχει την κυβέρνηση.

Το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ έλυσε το βασικό πρόβλημα της επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής τάξης. Αμέσως μετά το συνέδριο, οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας πέρασαν στην επίθεση εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Και πρώτα-πρώτα θέλησαν να στερήσουν το προλεταριάτο από τις ένοπλες δυνάμεις του που το ίδιο είχε δημιουργήσει. Για το σκοπό αυτό, η κυβέρνηση σταμάτησε να πληρώνει τους μισθούς στη λεγόμενη Λαϊκή Ναυτική Μεραρχία, που αριθμούσε περισσότερους από 3.000 επαναστάτες ναύτες. Για τη λύση της διαφοράς, αντιπρόσωποι των ναυτών της μεραρχίας έφτασαν στις 23 του Δεκέμβρη στο φρουραρχείο του Βερολίνου. 

Την ώρα που διαπραγματεύονταν με τον σοσιαλδημοκράτη φρούραρχο Βελς, μια περίπολος του φρουραρχείου πυροβόλησε στο δρόμο εναντίον της ομάδας των ναυτών που συνόδευσαν έως εκεί τους αντιπροσώπους τους. Δύο ναύτες σκοτώθηκαν και τρεις τραυματίστηκαν βαριά. Οι αγανακτισμένοι ναύτες έπιασαν τον Βελς και τον πήγαν στο μέγαρο της ιππευτικής σχολής. Στις 24 του Δεκέμβρη το πρωί η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, αφού συγκέντρωσε μπροστά στη σχολή τμήματα πεζικού και πυροβολικό, έστειλε τελεσίγραφο στους ναύτες να εγκαταλείψουν τη σχολή, να παραδώσουν τα όπλα και να αφήσουν ελεύθερο τον Βελς. Οι ναύτες αρνήθηκαν. Μετά από αυτό, άρχισε ο κανονιοβολισμός των κτιρίων της σχολής που κατείχαν οι ναύτες.


Οι εργάτες του Βερολίνου ξεσηκώθηκαν για να υπερασπίσουν τους ναύτες, έδιωξαν τους στρατιώτες και η κυβέρνηση απέτυχε, σ' αυτή της την ενέργεια. Έτσι εγκατέλειψε προσωρινά την ιδέα της διάλυσης της Λαϊκής Ναυτικής Μεραρχίας. Οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους εργάτες και τους ναύτες και τους έπεισαν να σταματήσουν τον αγώνα. Οι προκλητικές ενέργειες της κυβέρνησης στις 23 και 24 του Δεκέμβρη έδειχναν καθαρά πως οι σοσιαλδημοκράτες, μαζί με τους στρατιωτικούς, είχαν περάσει στο δρόμο της ανοιχτής αντεπαναστατικής δράσης. Ανάμεσα στους εργάτες ξέσπασαν ταραχές. 

Οι προλεταριακές μάζες ζητούσαν από τους ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD) να ξεκόψουν από το συνασπισμό με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) που είχε την πλειοψηφία του Σοβιέτ. Οι «Σπαρτακιστές» ζητούσαν να συγκληθεί αμέσως συνέδριο του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στο οποίο ανήκαν σαν φράξια. Ύστερα από αυτό η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε στις 8 του Γενάρη να ανακαλέσει τον Λίμπκνεχτ και τον Πικ από την επαναστατική επιτροπή. Την ίδια μέρα το βράδυ, ύστερα από την αποτυχία των συνομιλιών με τον Έμπερτ, οι ανεξάρτητοι που ανήκαν στην επαναστατική επιτροπή ξανάρχισαν να καλούν τους εργάτες στα όπλα. 

Αλλά δεν καταπιάνονταν να προετοιμαστούν πραγματικά για ένοπλη πάλη και εξέγερση. Στο μεταξύ, το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμη τη δύναμη να τραβήξει μαζί του πλατιές λαϊκές μάζες. Συνολικά τα μέλη της κομματικής οργάνωσης του Βερολίνου ήταν μόλις 300.

Η Επανάσταση στη Γερμανία στα 1918 και η Αντεπαναστατική Δράση της Σοσιαλδημοκρατίας

Η επανάσταση που ξέσπασε στη Γερμανία στα 1918, ένα χρόνο μετά τη Οκτωβριανή Επανάσταση, είναι αποκαλυπτική για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος, αφού προσέφερε τις πολυτιμότερες υπηρεσίες της στο χτύπημα της επανάστασης, δρώντας ως η κύρια και αποφασιστική αντεπαναστατική πολιτική δύναμη. Το τσάκισμα του εργατικού κινήματος από ένα κόμμα με εργατική βάση, ήταν ο κύριος σκοπός της. Η δύναμη που είχε ως αποστολή τη χειραγώγηση και την υποταγή του εργατικού κινήματος στο κεφάλαιο, με κάθε μέσο. Γι' αυτό και έγινε η πολιτική δύναμη του κεφαλαίου, διεθνώς, που ιστορικά μπορεί να καυχιέται ότι ως κυβέρνηση πέρασε τα πιο άγρια αντεργατικά μέτρα σε όφελος των μονοπωλίων.

Η δύναμη που συνέβαλε τα μέγιστα στην άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Στις 3 του Νοέμβρη του 1918 άρχισε η εξέγερση των ναυτών στο Κίελο. Ήταν η αρχή της επανάστασης στη Γερμανία. Μια σειρά από αντικειμενικές συνθήκες εκείνη την περίοδο δημιουργούσαν κατάσταση επαναστατικής κρίσης. Δηλαδή, οι λαϊκές μάζες να μη θέλουν άλλο τη διακυβέρνηση του παλιού καθεστώτος, ενώ ταυτόχρονα αναπτυσσόταν μαζική επαναστατική πάλη από μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων και τμημάτων του στρατού και του ναυτικού. Υπήρχαν δηλαδή σημάδια επαναστατικής κρίσης, επαναστατικής κατάστασης.

Ήταν προς το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου που αν και συνεχιζόταν ακόμη, η ιμπεριαλιστική Γερμανία ήταν ήδη ηττημένη, μ' όλες τις φρικτές συνέπειες για το λαό της. Η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία ήταν τότε το κοσμοϊστορικό γεγονός που σφράγιζε τις παγκόσμιες εξελίξεις από την πλευρά της πάλης της εργατικής τάξης και των λαών ιδιαίτερα των κρατών που βρίσκονταν σε πόλεμο. Ολ' αυτά μαζί συνέβαλλαν στο να ωθήσουν τους εργάτες και τους στρατιώτες της Γερμανίας σε επαναστατική δράση. Στην Γερμανία η αστική τάξη, δηλαδή οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων, σχετικά με την εξουσία είχαν έρθει σε συμβιβασμό με τους Γιούνκερ, δηλαδή τους μεγάλους γαιοκτήμονες και μοιράζονταν την εξουσία μαζί τους.

Η Όξυνση των Κοινωνικών Αντιθέσεων και το Ξέσπασμα

Το τέλος του πολέμου βρίσκει τη Γερμανία σε κατάσταση όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Δύο εκατομμύρια Γερμανοί είχαν σκοτωθεί στα πεδία των μαχών και μαζί με τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους οι απώλειες έφταναν τα 7,5 εκατομμύρια. Η βιομηχανία ήταν κατεστραμμένη, υπήρχε πτώση της αγροτικής παραγωγής, έλλειψη τροφίμων. Ταυτόχρονα, οι αρρώστιες επιδείνωναν την κατάσταση των λαϊκών μαζών μαζί με την πείνα. Το μεροκάματο, που δεν έφτανε για τη ζωή των εργατικών οικογενειών, σε συνδυασμό με το ελάχιστο βοήθημα στις οικογένειες των στρατιωτών, ανέδειχνε την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων αφού την ίδια στιγμή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες συσσώρευαν τεράστια κέρδη από τον πόλεμο.

Έτσι, στα 1918 ξέσπασαν μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις. Συμμετείχαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια εργάτες. Στην ιστορία της Γερμανίας ήταν άγνωστη μια τόσο μεγάλη έκταση του απεργιακού αγώνα. Αυτή η κατάσταση που μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, με τη Γερμανία ηττημένη, έκαναν τον Λένιν να γράψει τον Οκτώβρη του 1918: «Η Γερμανική αστική τάξη και η Γερμανική κυβέρνηση που συντρίφτηκαν στον πόλεμο και απειλούνται από ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα από τα μέσα, παραδέρνουν αναζητώντας σωτηρία».

Η αφορμή για το ξέσπασμα επαναστατικών γεγονότων δόθηκε στις 28 του Οκτώβρη 1918 όταν η Γερμανική στρατιωτική διοίκηση διέταξε το στόλο να επιτεθεί στους Άγγλους, τη στιγμή που ο πόλεμος είχε χαθεί για τη Γερμανία, με κίνδυνο να καταστραφεί ο στόλος και κυρίως να χαθούν 80.000 ναύτες, παιδιά του λαού χωρίς λόγο. Έτσι τα πληρώματα των πλοίων αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενώ μια αντιπροσωπεία τους πήγε στην ανώτατη διοίκηση και δήλωσε πως ο στόλος ήταν έτοιμος να αμυνθεί σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού, αλλά όχι και να προχωρήσει στην άσκοπη καταστροφή του. Η διοίκηση απάντησε με διώξεις των ναυτών.

Κι όταν αυτοί αντέδρασαν με διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Κίελο στις 3 του Νοέμβρη, μια ομάδα αξιωματικών άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών σκοτώνοντας 8 και τραυματίζοντας βαριά 29 ναύτες. Την επομένη στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να πνίξουν την ανυπακοή των ναυτών. Όμως, πέρασαν με το μέρος των εξεγερμένων ναυτών, ενώ συνενώθηκαν μαζί τους και οι εργάτες. Έτσι, στις 4 του Νοέμβρη του 1918 σχηματίστηκε στο Κίελο το Σοβιέτ των εργατών και το Σοβιέτ των στρατιωτών. Σοβιέτ σχηματίστηκαν, επίσης, στα πλοία στα οποία την επόμενη μέρα υψώθηκαν κόκκινες σημαίες. Η επαναστατική φλόγα που άναψε στο Κίελο διαδόθηκε σ' όλη τη Γερμανία.

Σε πολλές πόλεις γίνονται λαϊκές κινητοποιήσεις και δημιουργούνται Σοβιέτ, όργανα του επαναστατικού αγώνα και της νέας εξουσίας που μόλις ξεπροβάλλει. Στη Βαυαρία, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη και αλλού ένας μετά τον άλλον εκθρονίζονται οι τοπικοί άρχοντες του στέμματος. Η Γερμανία εκείνη την εποχή είχε Αυτοκράτορα. Στις 9 του Νοέμβρη 1918, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί εργάτες με κόκκινες σημαίες κινήθηκαν προς το κέντρο του Βερολίνου, διεκδικώντας τερματισμό του πολέμου, να φύγει η μοναρχία, ψωμί, ανθρώπινη ζωή. Δίπλα στους εργάτες βάδιζαν σε μακριές σειρές οι γυναίκες, που ζητούσαν ειρήνη για τους άνδρες τους, τους πατεράδες, τα παιδιά τους.


Η διαδήλωση, με την καθοδήγηση της ομάδας «Σπάρτακος» (κομμουνιστική φράξια στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας που προήλθε από διάσπαση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος), πλημμύρισε όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και κινήθηκε προς τους στρατώνες. Οι στρατιώτες συναδελφώθηκαν με τους εργάτες. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκαν το παλάτι, η διοίκηση Χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια. Κατά το μεσημέρι το Βερολίνο, η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορικής Γερμανίας, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών. Προηγουμένως, όμως, γύρω στις 11 π.μ., ο πρωθυπουργός του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξ φον Μπάντεν, ανήγγειλε την παραίτηση από το θρόνο του τελευταίου Αυτοκράτορα των Χοεντζόλερν, του κάιζερ Γουλιέλμου II, υπέρ του διαδόχου του.

Ταυτόχρονα, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας για το διορισμό του Έμπερτ, ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στη θέση του πρωθυπουργού. Στις 12 το μεσημέρι ο Έμπερτ ήταν ήδη επικεφαλής της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξ για τις προθέσεις του λέγοντας: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα». Αργότερα στα απομνημονεύματά του ο πρίγκιπας Μαξ δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του: «Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε».

Ειδικά δε για το διορισμό του Έμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού, ο πρίγκιπας Μαξ δε δίσταζε να δηλώσει: «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Έμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα». Κάτω από την πίεση των επαναστατημένων λαϊκών δυνάμεων ο άλλος ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Φ. Σάιντεμαν, μιλώντας από ένα παράθυρο του Ράιχσταγκ σε μια τεράστια λαϊκή διαδήλωση, ανακήρυξε την ελεύθερη λαϊκή δημοκρατία της Γερμανίας. Ήθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το μέρος των επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή των ηγετών της ομάδας «Σπάρτακος».

Κι είχε προβλέψει σωστά τις επερχόμενες εξελίξεις. Την ίδια μέρα από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση από εργάτες και στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη Γερμανία σε «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη «να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από εργάτες και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη χώρα που να μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την ευτυχία και την ένωση του ελεύθερου Γερμανικού λαού με τους ταξικούς αδελφούς του όλου του κόσμου». Η κυβέρνηση πλέον έπρεπε να δράσει για την καταστολή της επανάστασης.

ΑΙΤΙΕΣ 

Ο Βίνκλερ υποστηρίζει ότι ο Χίντεμπουργκ δεν ήταν υποχρεωμένος να διορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο. Παρασύρθηκε από τους συμβούλους του και έκανε τον λανθασμένο υπολογισμό ότι ο κίνδυνος μιας δικτατορίας απομακρύνθηκε, αφού έβαλε τον Χίτλερ επικεφαλής μιας κυβέρνησης συντηρητικής μεν, αλλά όπου οι ναζί ήταν μικρή μειοψηφία. Άλλωστε, στις εκλογές του Νοέμβρη 1932 είχαν χάσει 2,5 εκατομμύρια ψήφους και έμπαιναν σε κρίση. Ο Βίνκλερ δίνει δυο εξηγήσεις για την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η πιο βαθιά ήταν ο «ασύμμετρος πολιτικός εκσυγχρονισμός της Γερμανίας», ότι δηλαδή το γενικό εκλογικό δικαίωμα που είχε παραχωρήσει ο Βίσμαρκ στον 19ο αιώνα δεν είχε συνοδευτεί από τον εκδημοκρατισμό των θεσμών.

Η πιο άμεση αιτία ήταν το γεγονός ότι «η Βαϊμάρη είχε πέσει στην παγίδα της νομιμότητας που είχαν στήσει για τους εαυτούς τους οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες του Συντάγματος». Είναι εξηγήσεις και λάθος και επιφανειακές, γιατί αγνοούν τις ανάγκες και τις επιδιώξεις του Γερμανικού καπιταλισμού και της κυρίαρχης τάξης του. Για την κυρίαρχη τάξη οι ναζί ήταν το μέσο που θα τους εξασφάλιζε το ξερίζωμα των εργατικών οργανώσεων, το φίμωμα και τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης. Το γεγονός ότι το Ναζιστικό κόμμα έμοιαζε να φθίνει στο τέλος του 1932 δεν έδινε περισσότερα περιθώρια επιλογής στον Χίντεμπουργκ και τους καπιταλιστές.

Αντίθετα, τους ωθούσε να βιαστούν γιατί διαφορετικά μπορεί να έχαναν αυτό το «βαρύ ρόπαλο» ενάντια στην εργατική τάξη. Ο «ασύμμετρος πολιτικός εκσυγχρονισμός» ήταν ο τρόπος με τον οποίο γιγαντώθηκε ο Γερμανικός καπιταλισμός, όχι κάποια παράβλεψη της ιστορίας. Και οι «αρχιτέκτονες του Συντάγματος» έπεσαν θύματα της «νομιμότητας» που είχαν στηρίξει ενάντια στην επανάσταση.

Η Οργάνωση της Αντεπανάστασης

Στις 15 του Νοέμβρη του 1918 μια ομάδα από μεγαλοβιομηχάνους, ανάμεσα σ' αυτούς και οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων Μπίρζιγκ, Στίνες και Σπρίγκερουμ, υπέγραψε με τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Γερμανικής Γενικής Ένωσης των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας». Ήταν μια από τις ενέργειες για να αντιμετωπίσουν την επαναστατική προοπτική. Η συμφωνία προέβλεπε πως όλες οι διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και στους επιχειρηματίες θα λύνονταν μόνο με διαιτησία. Έτσι, πίσω από την πλάτη της εργατικής τάξης οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων συμφώνησαν με τους καπιταλιστές να σταματήσουν την ταξική πάλη ξεκινώντας ταξική συνεργασία.

Με τη σειρά της, η κυβέρνηση Έμπερτ στην προσπάθειά της να εξαπατήσει τις μάζες με ψεύτικα συνθήματα,ίδρυσε μια «επιτροπή κοινωνικοποίησης» με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι. Μια τεράστια προπαγανδιστική καμπάνια σηκώθηκε γύρω από την επιτροπή αυτή που είχε σκοπό να δημιουργήσει μια φαινομενική εντύπωση πως τάχα η Γερμανία βαδίζει το δρόμο του σοσιαλισμού. Στόχος η συγκάλυψη της αντεπαναστατικής συμφωνία της σοσιαλδημοκρατίας με τους κεφαλαιοκράτες, τους Γιούνκερ και την ηγεσία του στρατού. Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος υποστήριζε επίμονα πως η Γερμανία θα γίνει σοσιαλιστική χώρα, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονταν «γερά θεμέλια» που ακόμη δεν υπήρχαν.

Στο μεταξύ, οι αντιδραστικοί αξιωματικοί σε συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη, άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα. Έτσι οργανώθηκαν το σώμα στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία Έρχαρντ, η Βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Στα Σώματα αυτά υπηρετούσαν χιλιάδες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, διάφοροι άνθρωποι που μέσα στα τέσσερα και πάνω χρόνια που κράτησε ο πόλεμος είχαν ξεκόψει από την παραγωγή, και ο πόλεμος τούς είχε γίνει επάγγελμα. Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν η συντριβή της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης, των λαϊκών μαζών.


Στις 6 του Δεκέμβρη του 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ' αυτούς και το ηγετικό στέλεχος της «Ένωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ. Επίθεση έγινε και εναντίον των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε». Η «Ένωση του Σπάρτακου» ήταν η κομμουνιστική φράξια η οποία δρούσε οργανωμένα μέσα στο «Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας». Το συγκεκριμένο κόμμα, μαζί με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας με την αντεπανάσταση, την οργάνωναν.

Οργανωμένο αυτοτελές Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας δεν είχε ακόμη ιδρυθεί. Ηγέτες των «Σπαρτακιστών» ήταν ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ κ.ά. Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά οι εργάτες απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών», απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής. Στις 7 και στις 8 του Δεκέμβρη οι εργάτες του Βερολίνου οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις με τα συνθήματα: «Κάτω η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν», «Να αφοπλιστούν αμέσως οι αξιωματικοί», «Να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα σώματα εργατών και Κόκκινης Φρουράς», «Ζήτω η Διεθνής».

Στη διαδήλωση στις 8 του Δεκέμβρη πήραν μέρος 150.000 άτομα, ανάμεσά τους και πολλοί ένοπλοι. Οι αντεπαναστάτες αναγκάστηκαν προσωρινά να υποχωρήσουν. Τα Σοβιέτ που ιδρύθηκαν στην πορεία της επανάστασης του Νοέμβρη δημιουργήθηκαν από τη Γερμανική εργατική τάξη και υποστηρίζονταν από τις λαϊκές μάζες. Γι' αυτό οι σοσιαλδημοκράτες μην τολμώντας να εναντιωθούν στα Σοβιέτ ανοιχτά αποφάσισαν να τα αποσυνθέσουν από τα μέσα, να τα χρησιμοποιήσουν για τους αντεπαναστατικούς σκοπούς.

Η Εξέγερση των ''Σπαρτακιστών'' στη Γερμανία του 1919

Το όνομα «Σπαρτακιστές», προέρχεται από την οργάνωση που ίδρυσαν οι Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ και που διέσπασε το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας (SPD), λόγω διαφωνιών στη στάση του κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι «Σπαρτακιστές» και το Κομμουνιστικό κόμμα της Γερμανίας (KPD), είναι στην πραγματικότητα το ίδιο και το αυτό. Ο όρος «Εξέγερση των Σπαρτακιστών», ή «Εξέγερση του Ιανουαρίου», αναφέρεται στη γενική απεργία και στις ένοπλες συγκρούσεις που πυροδοτήθηκαν εξ αυτής, στη Γερμανία, από τις 5 έως τις 15 Ιανουαρίου του 1919. 

Η καταστολή της εξεγέρσεως, σηματοδότησε τον τερματισμό της «Γερμανικής Επαναστάσεως», δηλαδή της πολιτικά υποκινούμενης εμφύλιας συρράξεως που ακολούθησε το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και κατέληξε στην αντικατάσταση της Αυτοκρατορικής Γερμανικής κυβερνήσεως από την αποκαλούμενη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης». Παρότι η οργάνωσή της «χρεώνεται» συχνά στους «Σπαρτακιστές», η εξέγερση ξεκίνησε χωρίς κάποια εμφανή οργάνωση ή υποκίνηση: Εργάτες, χωρίς αναγνωρισμένη ηγεσία, κατέλαβαν τα γραφεία μίας μικρής εφημερίδος στο Βερολίνο και έστησαν οδοφράγματα στους δρόμους γύρω από αυτά. 

Σύντομα και άλλοι εργάτες ενώθηκαν μαζί τους, αποκλείοντας όλο και περισσότερους δρόμους γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο. Σε έναν από αυτούς τους δρόμους, εδρεύαν τα γραφεία του δημοσιογραφικού οργάνου «Εμπρός» του μετέχοντος στην κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (SPD) που είχε επανειλημμένα επιτεθεί στους «Σπαρτακιστές». Τα γραφεία κατελήφθησαν επίσης από τους εξεγερμένους εργάτες. Οι ηγεσίες των κομμάτων USPD (ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες, διάσπασμένοι κι αυτοί από το SPD) και του KPD (κομμουνιστικό κόμμα της Γερμανίας), αποφάσισαν να υποστηρίξουν την εξέγερση και οργάνωσαν 

Γενική Απεργία στις 7 Ιανουαρίου, που επέτυχε τη συμμετοχή μισού εκατομμυρίου εργαζομένων. Το πλήθος των απεργών συγκεντρώθηκε στο κέντρο του Βερολίνου το επόμενο σαββατοκύριακο και προέβη σε καταλήψεις δημοσίων κτιρίων. Όμως στις επόμενες δύο ημέρες, η ηγεσία της γενικευμένης πλέον εξεγέρσεως, η αυτοαποκαλούμενη «Επαναστατική Επιτροπή», στάθηκε αδύνατον να συμφωνήσει για τον τρόπο της κλιμακώσεώς της. Ακόμη και εντός του συνήθως συντεταγμένου Κομμουνιστικού Κόμματος, υπήρξαν σοβαρές διαφωνίες. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, αντίθετοι αρχικά στη χρονική στιγμή για την πυροδότηση μιας κομμουνιστικής επαναστάσεως, υποστήριξαν τώρα τη βίαια ανατροπή της κυβερνήσεως. 

Φοβούμενοι την απώλεια του ελέγχου επάνω στις επαναστατημένες μάζες των εργατών που αδημονούσαν, προετοιμαζόταν για αυτοοργάνωση και εξοπλιζόταν ανεξάρτητα από καθοδηγητές και κομματικές οργανώσεις. Άλλοι κομμουνιστές ηγέτες, προσπάθησαν να προσεταιρισθούν ένοπλες οργανώσεις που εδρεύαν στο Βερολίνο και ειδικότερα παραστρατιωτικές μονάδες, πιστές στο «Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού», όνομα που εδόθη στην «κυβέρνηση» της «Επαναστάσεως του Νοεμβρίου» και της οποίας ηγείτο ο Φρίντιχ Έμπερτ, ο πρώτος πρόεδρος της Γερμανίας. Η απόπειρα απέτυχε, είτε επειδή οι στρατιώτες απεδείχθησαν πιστοί στο Συμβούλιο, είτε επειδή είχαν αποφασίσει να λιποτακτήσουν ώστε να αποφύγουν στη συμμετοχή τους στη εμφύλια σφαγή.

Στις 8 Ιανουαρίου, το Κομμουνιστικό Κόμμα εγκατέλειψε την επαναστατική επιτροπή, με πρόφαση την πρόσκληση από τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες προς τον πρόεδρο Φρίντριχ Έμπερτ για διαβουλεύσεις. Την ίδια ημέρα, οι εξεγερμένοι εργάτες βρήκαν μία προκήρυξη, τυπωμένη από τους σοσιαλδημοκράτες του SPD με τον τίτλο «Η ώρα της εκδίκησης πλησιάζει». Το κείμενο της προκηρύξεως, αφορούσε στα Freikorps, τις αντιδημοκρατικές παραστρατιωτικές οργανώσεις που έδρασαν εναντίον της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» που είχε προκύψει από την επανάσταση του Νοεμβρίου. Το SPD, κύριος κορμός της κυβερνήσεως πλέον, είχε προσλάβει τα Freikorps σαν ένα είδος αστυνομίας και τα προόριζε για την καταστολή της «Εξεγέρσεως των Σπαρτακιστών».

Ο πρόεδρος Έμπερτ είχε διατάξει τον υπουργό αμύνης Γκούσταβ Νόσκε, μέλος επίσης του SPD να προβεί σε ένοπλη καταστολή της εξεγέρσεως στις 6 Ιανουαρίου, με αποτέλεσμα τη διακοπή των συνομιλιών της «Επαναστατικής Επιτροπής» με το SPD. Απαντώντας, η ηγεσία των «Σπαρτακιστών» έδωσε εντολή στα μέλη της οργανώσεως να εμπλακούν σε ένοπλο αγώνα, κάνοντας χρήση των όπλων που είχαν απομείνει στα χέρια των πολιτών από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν στο Βερολίνο κράτησαν περίπου μία εβδομάδα και είχαν σαν αποτέλεσμα το θάνατο 100 περίπου εργατών και δεκαεπτά παραστρατιωτικών των Freikorps. 

 
Οι ηγέτες των «Σπαρτακιστών», Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ, αιχμαλωτίσθηκαν και δολοφονήθηκαν από τους παραστρατιωτικούς συνεργάτες της κυβερνήσεως. Αυτό που ακολούθησε στη Γερμανία είναι γνωστό. Επίσης, είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις εμφύλιες συγκρούσεις που προκάλεσαν οι αριστεροί Γερμανοί ηγέτες και εκμεταλεύθηκαν οι άριστα οργανωμένοι Ναζί, καταφανώς υποστηριζόμενοι από το εξωτερικό και συγκεκριμένα από τους μελλοντικούς αντιπάλους της Γερμανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι Σοσιαλδημοκράτες Εδραιώνουν τη Δικτατορία της Αστικής Τάξης

Τις μέρες αυτές τα μέλη της κυβέρνησης συσκέπτονταν συνεχώς με εκπροσώπους της ηγεσίας του στρατού. Σε μια από τις συσκέψεις αυτές ο Γκούσταβ Νόσκε (Gustav Noske) υπουργός Άμυνας της Κυβέρνησης των Σοσιαλδημοκρατών, ζήτησε να παρθούν γενναίες αποφάσεις. Κάποιος του φώναξε: «Καταπιαστείτε λοιπόν μ' αυτό το ζήτημα!». Και ο Νόσκε απάντησε: «Τι να γίνει! Κάποιος ασφαλώς πρέπει να γίνει το αιμοβόρο σκυλί. Εγώ δε φοβάμαι τις ευθύνες». Το παρατσούκλι «αιμοβόρο σκυλί» χαρακτήρισε για πάντα τον Νόσκε σαν δήμιο της Γερμανικής επανάστασης.

Στις 11 του Γενάρη η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει στρατό και άρχισε να εφαρμόζει σκληρά μέτρα. Εναντίον των εργατών και των στρατιωτών που αμύνονταν στο μέγαρο της διεύθυνσης της αστυνομίας και στα γραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς» χρησιμοποιήθηκαν τουφέκια και πυροβολικό. Οι αιχμάλωτοι δέρνονταν άγρια και πολλοί τουφεκίζονταν επιτόπου. Οι κομμουνιστές κηρύχτηκαν εκτός νόμου. Οι κύριες δυνάμεις των ένοπλων τμημάτων των «εθελοντών» -η λευκή φρουρά του Νόσκε- εισέβαλαν στις εργατικές συνοικίες. Στις 13 του Γενάρη η ηγεσία των ανεξάρτητων κήρυξε τη λήξη της απεργίας. Με απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ περνάνε στην παρανομία.

Εξακολουθούν όμως να διευθύνουν την εφημερίδα του κόμματος «Ρότε Φάνε». Η Ρ. Λούξεμπουργκ γράφει το άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», όπου αποκαλύπτει για ποιους λόγους νικήθηκε το προλεταριάτο του Βερολίνου. Τα χωριά, που έδιναν ένα μεγάλο ποσοστό από τη μάζα των στρατιωτών, γράφει η Λούξεμπουργκ, η επανάσταση δεν τα έθιξε σχεδόν καθόλου. Η πολιτική ανωριμότητα της μάζας των στρατιωτών επέτρεπε στους αξιωματικούς να τους χρησιμοποιούν για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Πολλά επαναστατικά κέντρα στις επαρχίες, π.χ. στην περιοχή του Ρήνου, στις παραθαλάσσιες πόλεις, στο Μπρούνσβικ, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη, ήταν απόλυτα με το μέρος του προλεταριάτου του Βερολίνου.

Αλλά τους έλειπε η ενιαία καθοδήγηση για ενότητα δράσης που θα έδινε ασύγκριτα πιο μεγάλο αποτέλεσμα και δύναμη κρούσης στις εξεγέρσεις των Βερολινέζων εργατών. Ο Κ. Λίμπκνεχτ στο άρθρο του «Παραβλέποντας το καθετί», που γράφτηκε στις 14 του Γενάρη, τόνιζε: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφθηκαν και οι Έμπερτ - Σάιντεμαν - Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες. Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι' αυτούς μάθημα». Οι αντεπαναστάτες κατόρθωσαν να ανακαλύψουν το διαμέρισμα όπου κρύβονταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Στις 15 του Γενάρη το βράδυ τους έπιασαν και τους πήγαν στο επιτελείο της μεραρχίας ιππικού της φρουράς. Και οι δύο αυτοί θαυμάσιοι επαναστάτες δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς. Οι δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919. Σε ολόκληρη τη Γερμανία ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας για τη δολοφονία των δύο αυτών επιφανών κομμουνιστών ηγετών της Γερμανικής εργατικής τάξης. Οι κηδείες του Καρλ Λίμπκνεχτ (25 του Γενάρη 1919) και της Ρόζας Λούξεμπουργκ (13 του Ιούνη 1919) μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις, όπου πήραν μέρος χιλιάδες εργαζόμενοι.

Η Γερμανική αστική τάξη αφού συνέτριψε την επαναστατική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης, πέτυχε το σκοπό της. Εξασφάλισε τη νίκη στις εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας. Ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν 11,5 εκατ. ψήφους και 165 έδρες και οι ανεξάρτητοι 2,3 εκατ. ψήφους και 22 έδρες. Συνολικά τα δύο αυτά κόμματα συγκέντρωσαν το 45,5% των εδρών. Το υπόλοιπο 54,5% των εδρών το πήραν τα αστικά κόμματα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος στις εκλογές. Ήταν ήδη εκτός νόμου. Η Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 του Φλεβάρη στη μικρή πόλη της Θουριγγίας Βαϊμάρη.

Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες της Συνέλευσης, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών αποφάσισε να της παραδώσει την εξουσία που την είχε πάρει από το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών. Έτσι εκπλήρωσε την αποστολή που του ανέθεσαν οι σοσιαλδημοκράτες, να εδραιώσει την αστική εξουσία. Και αφού η αποστολή του έληξε, οδηγήθηκε στην αυτοδιάλυση. Στις 11 του Φλεβάρη η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Έμπερτ Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 13 του Φλεβάρη ο Σάιντεμαν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών με τα αστικά κόμματα. Έτσι η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε καλά το ρόλο της ως σωτήρας του καπιταλισμού από την επανάσταση.

Σύλληψη και Δολοφονία των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ

Αργά το απόγευμα της 15ης Ιανουαρίου 1919 κι ενώ είχε κυκλοφορήσει από το πρωί το τελευταίο της άρθρο, η Ρόζα και ο Καρλ, που κρύβονταν σε άλλο σπίτι κάθε μέρα, συνελήφθησαν μαζί με τον Πικ, στο τελευταίο τους καταφύγιο στη Βίλμερσντορφ, προάστιο στα δυτικά του Βερολίνου, στον αριθ. 53 της οδού Μανχάιμ, στο σπίτι μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας, από μια περίπολο της πολιτοφυλακής, με επικεφαλής τον υπολοχαγό Λίντερ και τον ξενοδόχο Μέριγκ, μέλος του συμβουλίου των πολιτών της Βίλμερσντορφ, κάθε μέλος της οποίας πολιτοφυλακής, πήρε στη συνέχεια 15 μάρκα από την Αντιμπολσεβίκικη Λίγκα. 

Ο Καρλ και η Ρόζα διαμαρτυρηθήκανε και δείξανε ψεύτικες ταυτότητες, αλλά ένας χαφιές, που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Λίμπκνεχτ, αποκάλυψε ποιοι πραγματικά ήταν. Ο Καρλ οδηγήθηκε πρώτα στο γενικό επιτελείο του συμβουλίου των πολιτών και κατόπιν στο ξενοδοχείο Έντεν. Αμέσως κατόπιν η Ρόζα και ο Πικ φτάσανε επίσης εκεί με ισχυρή στρατιωτική συνοδεία. Τους μετέφεραν σε χωριστά αυτοκίνητα στο ξενοδοχείο Έντεν, στο οποίο ήταν εγκαταστημένο το Αρχηγείο της Μεραρχίας Έφιππης Φρουράς Πυροβολικού, από τις βασικότερες δυνάμεις που είχαν χρησιμοποιηθεί για την αιματηρή συντριβή της Εξέγερσης του Ιανουαρίου. Όταν ο Λίμπκνεχτ έφτασε στο ξενοδοχείο δέχτηκε χτυπήματα, με υποκόπανο όπλου, στο κεφάλι, ενώ η Λούξεμπουργκ και ο Πικ έγιναν δεχτοί με ουρλιαχτά και βρισιές.


Ο Πάουλ Φρέλιχ, στο βιβλίο του «Ρόζα Λούξεμπουργκ», γράφει:

«Ενώ ο Πικ φρουρούνταν σε μια γωνιά του διαδρόμου, η Ρόζα και ο Καρλ σύρθηκαν μπροστά στο λοχαγό Παμπστ για να υποστούν μιαν "Ανάκριση". Λίγο κατόπιν πήραν τον Καρλ. Βγαίνοντας από το κτίριο ένας ναύτης τον έριξε κάτω με χτυπήματα υποκόπανου. Κατόπιν τον ρίξανε σε ένα αυτοκίνητο μέσα στο οποίο ανέβηκαν ο υπολοχαγός Χορστ φον Πφλουγκ-Χάρτουνγκ, ο λοχαγός Χάιντς φον Πφλουγκ-Χάρτουνγκ, οι υπολοχαγοί Λίτμαν φον Ρίτεγκεν, Στρίγγε και Σουλτζ και ο ιππέας Φρίντριχ. Στο Νόιερ Σέε μέσα στο Τιέργκαρντεν βγάλανε από το αυτοκίνητο μισολιπόθυμο τον Λίμπκνεχτ, τον τράβηξαν μερικά βήματα και τον δολοφόνησαν. Το πτώμα του το παρέδωσαν κατόπιν σε ένα σταθμό πρώτων βοηθειών με τη δήλωση ότι πρόκειται για το πτώμα αγνώστου.

Λίγο κατόπιν μετά τον Λίμπκνεχτ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ σύρθηκε έξω από το ξενοδοχείο από τον υπολοχαγό Φόγκελ. Μπροστά στην πόρτα την περίμενε ο υπολοχαγός Ρούγκε, ένας πνευματικά έκφυλος, που είχε πάρει διαταγή από τους υπολοχαγούς Φόγκελ και Πφλουγκ-Χάρτουνγκ να χτυπήσει τη Ρόζα. Με δυο χτυπήματα του υποκόπανου έσπασε το κρανίο τη Ρόζας. Σχεδόν άπνους ρίχτηκε μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Μερικοί αξιωματικοί πηδήσανε στο όχημα. Ένας χτύπησε τη Ρόζα με τη λαβή του περιστρόφου του. Ο υπολοχαγός Φόγκελ την πυροβόλησε στο κεφάλι. Το πτώμα μεταφέρθηκε μέσω του Τιέργκαρντεν και από εκεί ρίχτηκε από ψηλά, από τη γέφυρα του Λιχτενστάιν στο κανάλι Λάνβεχρ.
 
Στη συγκλονιστική κηδεία του Λίμπκνεχτ και άλλων 31 δολοφονημένων Σπαρτακιστών έθαψαν δίπλα του, με το όνομα της Ρόζας, ένα άδειο φέρετρο. Το Μάη του 1919 το πτώμα ξεβράστηκε στην όχθη». Το Βερολίνο ξεσηκώθηκε και κήδεψε για δεύτερη φορά τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ανάμεσα στις δύο κηδείες είχε μεσολαβήσει η Εξέγερση του Μαρτίου, όταν οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες είχαν κατεβεί σε ειρηνική γενική απεργία με οικονομικά, κυρίως, αιτήματα και η κυβέρνηση είχε απαντήσει με ένα λουτρό αίματος και τρομοκρατίας: 30 ναύτες της Ναυτικής Μεραρχίας, αυτοί που είχαν μείνει "ουδέτεροι" τον Ιανουάριο κι εξίσου "ουδέτεροι" παρέμεναν και το Μάρτιο, απήχθησαν ενώ περίμεναν στην ουρά για να πληρωθούν το μισθό τους και τουφεκίστηκαν κατευθείαν και χωρίς εξηγήσεις. 

Μαζί με τους 1.200 νεκρούς της Εξέγερσης του Μαρτίου, είχε ενταφιαστεί ουσιαστικά και η Νοεμβριανή Επανάσταση στο Βερολίνο».

Η Συνθήκη των Βερσαλλιών

Στο μεταξύ στις 18 Ιανουαρίου του 1919, ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη Ειρήνης που θα τερμάτιζε και επίσημα τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάμεσα στους νικητές - συμμάχους, στην Αίθουσα Καθρεπτών του Ανακτόρου των Βερσαλλιών. Εβδομήντα αντιπρόσωποι από είκοσι έξι έθνη διαπραγματεύθηκαν τους όρους της Συνθήκης. Η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Ρωσία αποκλείστηκαν από τις διαπραγματεύσεις. Αλλά τον πιο σημαντικό ρόλο για τη συγγραφή των όρων της συνθήκης είχαν οι τακτικές διαβουλεύσεις των «Δέκα Μεγάλων», που περιελάμβαναν τους επτά κύριους νικητές (ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία, Ιταλία, Βέλγιο και Σερβία). 

Αργότερα η Ρωσία και άλλες πέντε χώρες εγκατέλειψαν τις διαβουλεύσεις, οπότε έμειναν μόνο οι «Τέσσερις Μεγάλοι». Αφού αποχώρησε και η Ιταλία, οι τελικοί όροι καθορίστηκαν από τους «Τρεις Μεγάλους»: ΗΠΑ, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία. Στις 29 Απριλίου η Γερμανική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών Κόμητος Ούλριχ φον Μπρόκντορφ-Ράντζαου (Ulrich Graf von Brockdorff-Rantzau) έμαθε, επιτέλους, τους όρους της ειρήνης. Αυτοί περιελάμβαναν την απώλεια εδαφών, την απώλεια όλων των αποικιών και τον περιορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας. 

Καθώς δεν επιτρεπόταν στη Γερμανική αντιπροσωπεία να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, η Γερμανική κυβέρνηση του Σάιντεμαν δημοσίευσε έγγραφη διαμαρτυρία για τους, κατά τη γνώμη της, άδικους όρους, και σύντομα αποχώρησε από τις διεργασίες του συνεδρίου. Στις 20 Ιουνίου, δημιουργήθηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Καγκελάριο Γκούσταφ Μπάουερ (Gustav Bauer), αφού παραιτήθηκε ο Φίλιπ Σάιντεμαν. Η Γερμανία τελικά συμφώνησε με τους όρους με 237 ψήφους υπέρ και 138 κατά στις 23 Ιουνίου. Την 28η Ιουνίου 1919 υπογράφηκε μεταξύ των Δυνάμεων της Αντάντ και της Γερμανίας η περιβόητη Συνθήκη των Βερσαλλιών. 

Σύμφωνα με αυτή, η Γερμανία υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις 269 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων για τις καταστροφές που προκάλεσε στη διάρκεια του πολέμου, να μειώσει το στρατό της σε 100.000 άνδρες και το στόλο της σε δυναμικό 108.000 τόνων. Υποχρεώθηκε επίσης σε μεγάλες εδαφικές παραχωρήσεις: έχασε περίπου 75.000 τ.χλμ. του εδάφους της με πληθυσμό 7.000.000 εκατ. (το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στην Πολωνία και στη Γαλλία) και όλες τις αποικίες της, από τις οποίες τη μερίδα του λέοντος (73% του εδάφους και 47% του πληθυσμού) πήρε η Αγγλία. 

Οι υπόλοιποι όροι της συνθήκης αφορούσαν τη διεθνοποίηση των ποταμών της Γερμανίας, την αποστρατικοποίηση της περιοχής της Ρηνανίας για 15 χρόνια, τη δήμευση των κάθε είδους Γερμανικών αξιών στο εξωτερικό, την παράδοση του 90% του Γερμανικού εμπορικού στόλου στους. Συμμάχους σε αντάλλαγμα για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα συμμαχικά εμπορικά πλοία στη διάρκεια του πολέμου, την ακύρωση της συμφωνίας του Μπρεστ - Λιτόφσκ (με την ΕΣΣΔ το 1918). Επιπλέον, η Γερμανία περιορίστηκε αυστηρά τόσο σε θέματα διεθνούς εμπορίου όσο και σε στρατιωτικές δυνάμεις και οργάνωση.

Τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν λόγω της αποπληρωμής και η Γερμανική οργή για τους όρους της Συνθήκης αναφέρονται συχνά ως δύο από τους πλέον αποφασιστικούς λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την άνοδο του Χίτλερ και, τελικά, την έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από πολλούς ιστορικούς καθώς και από διανοούμενους διεθνούς φήμης όπως ο Τζων Κέυνς και ο Μπέρτραντ Ράσελ. Το άρθρο 231 της Συνθήκης (το επονομαζόμενο «άρθρο της πολεμικής ενοχής») όριζε ότι η Γερμανία ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για όλες τις «απώλειες και ζημίες» που είχαν υποστεί οι Σύμμαχοι στη διάρκεια του πολέμου και έθετε τη βάση των αποζημιώσεων. 

Τον Ιανουάριο του 1921 το συνολικό ποσό που αποφασίστηκε από τη Διασυμμαχική Επιτροπή Αποζημιώσεων ορίστηκε στα 269 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα (δηλαδή περίπου 96.000 τόνους χρυσού). Η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984. Πολλοί οικονομολόγοι έκριναν το ποσό υπερβολικό. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, το ποσό περιορίστηκε στα 132 δισεκατομμύρια μάρκα, που παρέμενε αστρονομικό σύμφωνα με τους περισσότερους Γερμανούς παρατηρητές, τόσο λόγω του ύψους του ποσού όσο και γιατί η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984. 


Το 1921 ο Καρλ Μέλχιορ (Κarl Melchior) πρώην στρατιωτικός και Γερμανός επενδυτής της "M. M. Warburg & Co", που ήταν μέλος της Γερμανικής αντιπροσωπείας, θεώρησε σκόπιμο να αποδεχτεί η Γερμανία το βάρος αστρονομικών αποζημιώσεων. Όπως είπε: «Μπορούμε να τα καταφέρουμε τα δύο-τρία πρώτα χρόνια με δάνεια από το εξωτερικό. Μετά από αυτό το διάστημα, τα ξένα κράτη θα έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι αποζημιώσεις μπορούν να πληρωθούν μόνο με τεράστιες γερμανικές εξαγωγές και ότι αυτές οι εξαγωγές θα καταστρέψουν το εμπόριο στην Αγγλία και την Αμερική, οπότε οι ίδιοι οι πιστωτές θα πιέσουν για μετατροπή των όρων».

Εκ πρώτης όψεως, η πληρωμή των αποζημιώσεων αυτών μοιάζει αδύνατη. Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που υποστηρίξαν το αντίθετο, όπως πχ. ο Γουίλιαμ Κέιλορ (William R. Keylor), στο "Versailles and International Diplomacy", «η αύξηση της φορολογίας και ο περιορισμός της κατανάλωσης στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης θα μπορούσε να δημιουργήσει το απαραίτητο πλεόνασμα εξαγωγών για τη δημιουργία ξένου συναλλάγματος και την πληρωμή των αποζημιώσεων». Όμως προφανώς, μια τέτοια πολιτική σκληρής λιτότητας-δεδομένων των δραματικών οικονομικοκοινωνικών συνθηκών που κυριαρχούσαν ήδη στην Γερμανία, θα επέτεινε και την δυσχερή πολιτική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η νεότευκτη δημοκρατία. 

Η Αστική τάξη της Χώρας και η Πολιτική εξουσία των Σοσιαλδημοκρατών στρέφεται προς τα αμερικανικά εμπορικά δάνεια τόσο για να μπορεί να πληρώνει τις πολεμικές αποζημιώσεις, όσο και για να αποκαταστήσει την διαλυμένη βιομηχανική παραγωγή και την οικονομική ζωή της Χώρας. Ταυτόχρονα ο Πληθωρισμός καλπάζει πράγμα που βοηθάει τις μεγάλες βιομηχανίες και τις επιχειρήσεις που είναι στραμμένες προς τις εξαγωγές. Αντίθετα η μικρομεσαία τάξη στενάζει κάτω από το βάρος της νέας οικονομικής πραγματικότητας. Αυτή η τάξη των νεόφτωχων είναι που θα αποτελέσει και τον κύριο πυρήνα της ανόδου της ακροδεξιάς και του Ναζισμού. 

Και μαζί της θα παρασύρει και την εργατική τάξη που έχει μείνει ακέφαλη. Η επαναστατική αριστερά πάνω στην οποία το Γερμανικό Προλεταριάτο εναπόθεσε τις ελπίδες του τους προηγούμενους μήνες, έχει ηττηθεί και βρίσκεται στην παρανομία. Αρχικά τουλάχιστον, η πολιτική κατάσταση στην «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» φαίνεται να ομαλοποιείται. Στις 31 Ιουλίου του 1919 ψηφίζεται το περιλάλητο «Σύνταγμα της Βαϊμάρης», το πρώτο δημοκρατικό σύνταγμα της Γερμανίας. Κάτω όμως από την επιφανειακή ομαλότητα ένα ύπουλο σαράκι ροκάνιζε την νεότευκτη Δημοκρατία. Οι ίδιες δυνάμεις που είχαν χρησιμοποιηθεί από την Εξουσία, για να σαρώσουν την Εργατική Επανάσταση ήταν τώρα αυτές που θα την απειλούσαν.
 
Η Άνοδος του Ναζισμού

H πρώτη μεγάλη κρίση που αντιμετώπισε η νεοπαγής δημοκρατία ήταν το ακροδεξιό πραξικόπημα στις 13 Μαρτίου του 1920 με επικεφαλής τον δημοσιογράφο Βόλφγκανγκ Καπ (Wolfgang Kapp), τον στρατιωτικό διοικητή του Βερολίνου Walther von Lüttwitz και τον στρατηγό Εριχ Λούντεντορφ (Erich Friedrich Wilhelm Ludendorff), ήρωα του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Αφορμή για το Πραξικόπημα ήταν η εντολή της Κυβέρνησης για τη διάλυση της Ταξιαρχίας Ερχαρτ (Ehrhardt). Στις αρχές του 1919 ο τακτικός στρατός της Γερμανίας, εκτιμώταν σε 350.000 άνδρες. Υπήρχαν επιπλέον πάνω από 250.000 άνδρες στις παραστρατιωτικές Freikorps. 

Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να μειώσει τις ένοπλες δυνάμεις της σε ένα ανώτατο όριο των 100.000. Οι μονάδες Φράικορπς ως εκ τούτου έπρεπε να διαλυθούν - εξάλλου την κύρια αποστολή τους την είχαν εκπληρώσει διαλύοντας την επανάσταση των Σπαρτακιστών. Οι δυνάμεις των πραξικοπηματιών άνδρες των Freicorps κυρίως με επικεφαλή τον Hermann Ehrhardt, κατέλαβαν το Βερολίνο και η κυβέρνηση κατέφυγε στην Δρέσδη και κάλεσε τους εργαζόμενους σε γενική απεργία. Το σωματείο των σιδηροδρομικών ήταν που αποφάσισε να δράσει. 

Μεσημέρι της ίδιας κιόλας μέρας, αντιπροσωπεία τους παρουσιάστηκε στον Καπ και του ανακοίνωσε πως αν, ως το μεσημέρι της επομένης (14 του μήνα) δεν παρέδιδε την εξουσία, θα είχε να κάνει μαζί τους. Ο Καπ τους έδιωξε. Η πανσιδηροδρομική απεργία που ξέσπασε την άλλη μέρα, συνοδεύτηκε από γενική απεργία που όμοιά της ποτέ ως τότε δεν είχε γνωρίσει ο κόσμος. Με τους απεργούς να οπλίζονται και να παίρνουν θέσεις μάχης. Στις 17, το πραξικόπημα κατέρρευσε. Οι πραξικοπηματίες κρύφτηκαν. Ανάμεσά τους και κάποιος άγνωστος ως τότε, Αδόλφος Χίτλερ. Σύντομα ο κόσμος θα μάθαινε γι’ αυτόν. Ο αρχιπραξικοπηματίας Βόλφγκανγκ Καπ το έσκασε στη Σουηδία. Θα ξαναγύριζε το 1922 για να δικαστεί. Πέθανε πριν να αρχίσει η δίκη. 

Το πραξικόπημα κατέρρευσε τελικά αλλά η απόπειρα απέδειξε την ύπαρξη ισχυρών ακροδεξιών στοιχείων στη γερμανική κοινωνία και στο στράτευμα. Οι άνδρες της Ταξιαρχίας Ερχαρτ (Ehrhardt), που πήραν μέρος στο πραξικόπημα, είχαν στα κράνη τους ένα νέο σύμβολο φερμένο από τη Βαλτική όπου είχαν πολεμήσει: τον αγκυλωτό σταυρό. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Χίτλερ ήταν ένας απλός υποδεκανέας του 16ου Βαυαρικού Συντάγματος Εφέδρων Πεζικού, Λιστ, στο δυτικό μέτωπο. Με τη λήξη του πολέμου, παρέμεινε στο στρατό μέχρι τον Απρίλιο του 1920, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. 

Στο διάστημα αυτό, από το τέλος, δηλαδή, του πολέμου και έως τη συνταξιοδότησή του, η στρατιωτική υπηρεσία που ασκούσε ήταν αυτή του ειδικού πολιτικού παρατηρητή των νέων εθνικιστικών ομάδων που δημιουργούνταν και οι οποίες αποτέλεσαν τα φύτρα του Γερμανικού φασισμού. Τις ομάδες αυτές τις παρακολουθούσε και συνέτασσε εκθέσεις για τη δράση και τις ιδέες τους. Μ' αυτή την ιδιότητά του, το Σεπτέμβρη του 1919, ήρθε κοντά στο εθνικιστικό κόμμα DAP (Deutsche Aibeiter Partei: Γερμανικό Εργατικό Κόμμα) κι έγινε μέλος του. Τι ήταν, όμως, αυτό που έκανε δυνατή την εμφάνιση τέτοιων ομάδων σαν το DAP; 

Στην ιστοριογραφία, συνήθως, τονίζεται ότι οι ομάδες αυτές ήταν αποκλειστικά το δημιούργημα της ήττας που είχε υποστεί η Γερμανία στον πόλεμο. «Ο Ναζισμός»-γράφει ο Ζακ Ντελαρί- «γεννήθηκε από το σύμπλεγμα της ήττας. Όταν η Γερμανία υποχρεώθηκε να ομολογήσει πως νικήθηκε το Νοέμβριο του 1918, οι στρατιωτικοί της αρνούνταν να παραδεχτούν την ήττα αυτή και νόμιζαν πως δεν τους άξιζε». Χωρίς αμφιβολία, ο ισχυρισμός αυτός εμπεριέχει τη μισή αλήθεια. Ο Γερμανικός φασισμός δε δημιουργήθηκε μόνο από το σύμπλεγμα της ήττας, αλλά και από την ανάγκη της Γερμανικής αστικής τάξης να αντιμετωπίσει την επανάσταση που την απειλούσε.


«Οι σπόροι του φασισμού» -σημειώνει ο Ουίλ. Φόστερ- «φυτεύτηκαν, όταν οι σοσιαλδημοκράτες πρόδωσαν την επανάσταση του 1918. Οι συμμορίες των αξιωματικών, που είχε επιστρατεύσει τότε ο Νόσκε, για να πυροβολήσουν τους επαναστατημένους εργάτες αποτέλεσαν τον πυρήνα της μαζικής οργάνωσης του Χίτλερ». Ο Χίτλερ πήρε πολύ γρήγορα τον έλεγχο του DAP στα χέρια του και κατάφερε μάλιστα να το αναμορφώσει ουσιαστικά, φτιάχνοντας, τον Αύγουστο του 1921, με τη βοήθεια του Ερνστ Γιούλιους Ρεμ (Ernst Julius Röhm) το NSDAP (Nationalsozialistische Deutsche Aibeiter Partei: Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα), στο οποίο συνενώνονταν τρεις φασιστικές ομάδες: 

Το DAP, το Γερμανικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Γερμανικό Κόμμα. Το NSDAP λεγόταν εν συντομία «Ναζιστικό κόμμα» και τα μέλη του «Ναζί» από τα αρχικά NS της πρώτης λέξης της ονομασίας του. το Μάρτιο, απήχθησαν ενώ περίμεναν στην ουρά για να πληρωθούν το μισθό τους και τουφεκίστηκαν κατευθείαν και χωρίς εξηγήσεις. Μαζί με τους 1.200 νεκρούς της Εξέγερσης του Μαρτίου, είχε ενταφιαστεί ουσιαστικά και η Νοεμβριανή Επανάσταση στο Βερολίνο.

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ

Η παραίτηση του Κάιζερ Γουλιέλμου Β' από το Γερμανικό θρόνο στις 9 Νοεμβρίου 1918 σήμανε το τέλος της μοναρχίας και την επιστροφή της Γερμανίας στη Δημοκρατία. Στη Βαϊμάρη (Weimar), μια μικρή γραφική πόλη στην ανατολική Γερμανία, στις 19 Ιανουαρίου 1919 ο λαός εξέλεξε συντακτική συνέλευση, απαρτιζόμενη κυρίως από σοσιαλιστές και δημοκράτες. Λίγες μέρες αργότερα η συνέλευση αυτή εξέλεξε Πρόεδρο της Δημοκρατίας το σοσιαλιστή Έμπερτ και τον Αύγουστο του ίδιου έτους ψήφισε Σύνταγμα. Αυτός ο καταστατικός χάρτης περιείχε αρκετές δημοκρατικές διατάξεις.

Η καθιέρωση προεδρικού συστήματος με εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας με συμμετοχή στην ψηφοφορία και των δεκαεπτά ομόσπονδων κρατών, η διάκριση εξουσιών, η αναγνώριση δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, η θέσπιση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και η κοινωνική ασφάλιση ήταν μόνο κάποιες από τις διατάξεις που υποδήλωναν την αναντίρρητη ανάγκη του λαού για δημοκρατία. Το νέο Σύνταγμα παρέμεινε σε ισχύ έως το 1933, οπότε κατέρρευσε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης με την ανάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ.

Η κατάλυση του καθεστώτος ήταν μια πολύπλοκη διαδικασία και άρρηκτα δεμένη με τη βαθμιαία άνοδο της πολιτικής ισχύος των εθνικοσοσιαλιστών, από τη δεκαετία του 1920 κιόλας. Επομένως, ως αίτια «θανάτου» της Δημοκρατίας πρέπει να εξεταστούν εκείνοι οι παράγοντες που ευνόησαν την πολιτική γιγάντωση του Χίτλερ και την ανέλιξή του στην εξουσία.

H Κατάληψη του Ρουρ

Το 1923, ενώ τον προηγούμενο χρόνο, με συνταγματική τροπολογία, η προεδρική θητεία του είχε παραταθεί ως το 1925, ο Έμπερτ ως πρόεδρος της Δημοκρατίας κλήθηκε να αντιμετωπίσει νέο σοβαρό πρόβλημα. Λόγω της ασυνέπειας της Γερμανίας ως προς τη δόση των πολεμικών αποζημιώσεων που η Συνθήκη των Βερσαλλιών την είχε υποχρεώσει να καταβάλει, η Γαλλία και το Βέλγιο κατέλαβαν την περιοχή του Ρουρ, το σημαντικότερο κέντρο βιομηχανιών και ορυχείων της χώρας. Οι Γερμανοί εργάτες απάντησαν κηρύσσοντας γενική απεργία στην περιοχή του Ρουρ. Οι συνδυασμένες συνέπειες από την κατάληψη και την απεργία υπήρξαν εξαιρετικά επώδυνες για τη χώρα και προκάλεσαν βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση. 

Εκατομμύρια εργαζόμενοι έμειναν χωρίς δουλειά και ο πληθωρισμός έφτασε σε τρομακτικά ύψη. Τον Νοέμβριο του 1923 εκδηλώθηκε στο Μόναχο το λεγόμενο «πραξικόπημα της μπιραρίας» (μια μπιραρία ήταν το αρχηγείο της κίνησης), όταν ο Αδόλφος Χίτλερ και οι οπαδοί του επιχείρησαν να καταλάβουν την εξουσία στη Βαυαρία. Το πραξικόπημα τελικά κατεστάλη αφού η αστυνομία σκότωσε 16 διαδηλωτές, οπαδούς του Χίτλερ, αλλά άνοιξε ο δρόμος προς την εξουσία για τον Χίτλερ.

Το Πραξικόπημα της Μπυραρίας

Η 9η Νοεμβρίου 1923, ή η 9η του 11ου, έμεινε στη Γερμανική ιστορία ως η μέρα του πραξικοπήματος της μπυραρίας, της πρώτης προσπάθειας των ναζί να στασιάσουν ενάντια στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και να καταλάβουν την εξουσία. Το εν λόγω πραξικόπημα απέτυχε λόγω της σθεναρής αντίστασης μιας χούφτας ανθρώπων, που έδρασαν αποφασιστικά την κατάλληλη ώρα και είχε σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη του συνόλου σχεδόν της ηγεσίας του Ναζιστικού κόμματος. Παρ’ όλα αυτά, η δίκη των στασιαστών έδωσε στον Χίτλερ και τους υπόλοιπους Ναζί τον άμβωνα που αποζητούσαν για να διαφημίσουν τις ιδέες τους σε εθνικό επίπεδο και να πετύχουν έτσι μια δυσανάλογη, για το μέγεθος του κόμματός τους, προπαγανδιστική νίκη.

Οι μπυραρίες στις μεγαλύτερες πόλεις της νότιας Γερμανίας αποτελούσαν μέρη συγκέντρωσης για μπυροποσία, αλλά και ανταλλαγή πολιτικών απόψεων και σημεία διεξαγωγής πολιτικών συγκεντρώσεων, παράδοση που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Μια από τις μεγαλύτερες μπυραρίες του Μονάχου ήταν η Μπεργκερμπρόικελερ, όπου και πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα του Μονάχου το 1923. Στην περίοδο μετά τον Α' Π.Π. και την ήττα της Γερμανίας, δημιουργήθηκαν κάποια ακροδεξιά κόμματα από πρώην αξιωματικούς και στρατιώτες, που δεν είχαν χωνέψει την ήττα και είχαν διάφορες ρεβανσιστικές απόψεις, ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο, αλλά τα ένωνε το σφοδρό μίσος για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. 

Ο Χίτλερ, από το 1919, είχε λάβει εντολή από τον στρατάρχη Λούντεντορφ να διεισδύσει στο μικρό κόμμα των Γερμανών εργατών και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να γίνει ο ηγέτης του. Στις 27 / 9 / 1923, ο Χίτλερ ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιούσε 14 μαζικές πολιτικές συγκεντρώσεις ενάντια στην κυβέρνηση και σαν απάντηση ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, φον Κνίλινγκ, κήρυξε το κρατίδιο σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και διόρισε μια τριανδρία, που αποτελούνταν από τους φον Καρ, φον Λόσοβ και φον Σάϊσερ, ως υπεύθυνους για την τήρηση της τάξης. Στην πραγματικότητα ο φον Καρ, φανατικός μοναρχικός και εχθρός της Βαϊμάρης, πριν την επιλογή του στην τριανδρία συνομιλούσε καθημερινά με τον Χίτλερ περί σεναρίων ανατροπής της τάξης.

Στις 8 / 11 / 1923, ο φον Καρ είχε οργανώσει μια πολιτική ομιλία στην μπυραρία Μπέργκερμπροϊ, όπου θα απευθυνόταν σε ένα κοινό 3.000 ατόμων. Στην ομιλία θα παρίστατο και όλη η πολιτική ηγεσία της Βαυαρίας μαζί με τους υπόλοιπους δύο της τριανδρίας. Ο Χίτλερ απλώς ζούσε για τέτοιες στιγμές και σε χρόνο μηδέν αποφάσισε την εισβολή στην μπυραρία, τη σύλληψη όλων και την κήρυξη εθνικιστικής επανάστασης. Ταυτόχρονα, ομάδες των S.A. θα καταλάμβαναν κτήρια κλειδιά του Μονάχου και θα κινητοποιούσαν τους σπουδαστές της ακαδημίας αξιωματικών πεζικού για την κατάληψη άλλων αντικειμενικών στόχων. 

 
Όντως, το βράδυ της 8ης, 600 φαιοχίτωνες περικύκλωσαν τη μπυραρία, έστησαν ένα πολυβόλο στην είσοδο και ο Χίτλερ με καμιά 20ριά άτομα εισέβαλαν στην αίθουσα και με σπρωξιές άνοιξαν δρόμο στο πλήθος και έφτασαν στην εξέδρα. Εκεί, ο Χίτλερ πυροβόλησε στον αέρα, ανέβηκε σε μια καρέκλα και ανακοίνωσε την κήρυξη της επανάστασης, τη δημιουργία νέας κυβέρνησης και την επιτυχημένη κατάληψη των στρατώνων της αστυνομίας και του στρατού (πράγμα που δεν ίσχυε). Με το που τελείωσε την ανακοίνωσή του, άφησε τον Γκέρινγκ να εξηγήσει τους λόγους της στάσης και με την απειλή περιστρόφου οδήγησε την τριανδρία σε ένα παρακείμενο δωμάτιο, όπου απαίτησε την υποστήριξή τους στο πραξικόπημα, ειδάλλως θα εκτελούνταν επί τόπου. 

Ο φον Καρ αρνήθηκε να συμμορφωθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή έφτασε στην μπυραρία και ο φον Λούντεντορφ, που πήγε αμέσως στο δωμάτιο που κρατούνταν οι τρεις και έκανε έκκληση στην αίσθηση του καθήκοντός τους και τους έπεισε να δώσουν τη συγκατάθεσή τους έστω και διστακτικά. Στο μεταξύ, ο Χίτλερ είχε γυρίσει στο αμφιθέατρο, όπου έβγαλε έναν αυθόρμητο λόγο που μέσα σε δευτερόλεπτα άλλαξε τη διάθεση των συγκεντρωμένων. Ο Α. Μύλλερ, καθηγητής ιστορίας στο παν/μιο του Μονάχου, έγραψε αργότερα πως: «Ποτέ στη ζωή μου δεν ήμουν μάρτυς μιας τέτοιας πλήρους μεταβολής της διάθεσης του πλήθους μέσα σε λίγα λεπτά. Είχε κάτι από χόκους πόκους, σαν να τους είχε κάνει μάγια».

Ο λόγος του Χίτλερ τελείωσε με τα λόγια: «Ή η Γερμανική επανάσταση θα αρχίσει σήμερα και το αύριο θα μας βρει με μια πραγματική εθνικιστική κυβέρνηση στη Γερμανία, ή θα μας βρει νεκρούς πριν την αυγή». Ένα εκκωφαντικό παραλήρημα ιαχών ακολούθησε, σείοντας ολόκληρη την αίθουσα, αλλά και τους δρόμους γύρω απ’ αυτήν. Το βράδυ χαρακτηρίστηκε από ταραχές και ασάφεια αφού κυβερνητικοί παράγοντες, και μονάδες του στρατού, δεν είχαν ακόμη αποφασίσει με ποιους να ταχθούν. Το πρωί αποφασίστηκε να συλλάβουν όλο το δημοτικό συμβούλιο του Μονάχου ως ομήρους, αλλά γρήγορα ο Χίτλερ συνειδητοποίησε πως το πραξικόπημα είχε βαλτώσει, καθώς οι κινηματίες δεν ήξεραν τι να κάνουν και εξέταζαν το ενδεχόμενο να τα παρατήσουν.

Τότε ο φον Λούντεντορφ διέταξε να γίνει πορεία μέσα στο Μόναχο, με κατεύθυνση το υπουργείο Άμυνας, όπως και έγινε, με 2.000 άτομα να παρελαύνουν σε αραιό σχηματισμό. Μπροστά στο κτήριο Φελντχερενχάλε, βρέθηκαν αντιμέτωποι με 100 οπλισμένους αστυνομικούς, αντάλλαξαν πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα τον θάνατο 16 Ναζί και 4 αστυνομικών, αλλά και τον τραυματισμό του Χίτλερ, του Γκέρινγκ και άλλων και τη διάλυση της πορείας. Το πραξικόπημα είχε τελειώσει άδοξα. Ο άνθρωπος που σταμάτησε τους στασιαστές ήταν ο Φραντς Ματ, υπουργός Παιδείας της Βαυαρίας. 

Ο οποίος απουσίαζε από την ομιλία στην μπυραρία και αποφασιστικά επικοινώνησε με τα αστυνομικά τμήματα και τον στρατό, δίνοντας οδηγίες στον κρατικό μηχανισμό για κατάπνιξη της στάσης πριν οι πραξικοπηματίες προλάβουν να παρέμβουν. Στη δίκη παρωδία για εσχάτη προδοσία, που έγινε μετά τη σύλληψη του Χίτλερ και των υπόλοιπων στασιαστών, ο Λούντεντορφ αθωώθηκε γιατί δήλωσε πως βρέθηκε εκεί κατά λάθος, οι Ε. Ρεμ και Β. Φρικ αφέθηκαν ελεύθεροι αν και είχαν κριθεί ένοχοι, ενώ ο Χίτλερ και ο Ες καταδικάστηκαν σε 5 χρόνια εγκλεισμού σε φρούριο, από τα οποία θα εξέτιαν τελικά 8 μήνες. Αυτή ήταν μια ιδιόμορφη ποινή, για άτομα που ο δικαστής έκρινε πως είχαν έντιμα αν και εσφαλμένα κίνητρα, που απέκλειε τα καταναγκαστικά έργα και προέβλεπε άνετα κελιά και καθημερινές επισκέψεις για τους κρατουμένους.

Για τον Χίτλερ, το πραξικόπημα, παρότι απέτυχε, του έδωσε τη δυνατότητα πρόσβασης σε εθνικό πλέον ακροατήριο και τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι για να κερδίσει την καρδιά του μέσου Γερμανού έπρεπε τα πάντα να συμβαίνουν υπό μία επίφαση νομιμότητας. Το 1933, ένας ακόμα συνδυασμός συντηρητικών - μοναρχικών - εθνικιστών, που θα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τον Χίτλερ για τους δικούς του σκοπούς, θα έφερνε το ναζιστικό κόμμα στην εξουσία, όταν ο φον Πάπεν θα καλούσε τον Χίτλερ να σχηματίσει νόμιμη κυβέρνηση.

Το Ράιχσταγκ στις Φλόγες

Αφού η «κοινή γνώμη» προθερμάνθηκε με τις πυρκαγιές της 26ης Φλεβάρη, την επομένη, 27 του Φλεβάρη, ώρα 9:00 μ.μ., εκδηλώνεται πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. «Κατά σύμπτωση» και πάλι, εκείνο το βράδυ ο επιθεωρητής του κτιρίου, μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, αφήνει όλους τους υπαλλήλους, που είχαν υπηρεσία, να φύγουν νωρίτερα. Οι δράστες, είναι ολοφάνερο, έπρεπε να μπορούν να εισδύσουν ανενόχλητοι από έναν υπόγειο διάδρομο, που βρισκόταν στο σπίτι του προέδρου της Βουλής Γκέρινγκ, και να μείνουν ασύλληπτοι. Και για τρίτη φορά «κατά σύμπτωση» ακριβώς εκείνη την ημέρα , ο Χίτλερ, ο Γκαίμπελς και ο Γκέρινγκ έμειναν στο Βερολίνο, αν και ο εκλογικός αγώνας βρισκόταν στο αποκορύφωμά του.

Δεν πήραν μέρος εκείνη τη βραδιά σε καμιά προεκλογική συγκέντρωση, προφανώς για να μπορούν να δώσουν αμέσως από τον τόπο της πυρκαγιάς το σύνθημα για το κυνηγητό των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών. Ο Χίτλερ, μάλιστα, δεν περίμενε τα αποτελέσματα της ανάκρισης του μισότυφλου Ολλανδού Βαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe), που συνελήφθη στο Ράιχσταγκ ως ύποπτος, και δηλώνει: «Αυτό είναι ένα σημάδι απ' το θεό. Κανείς δε θα μας εμποδίσει να εξαφανίσουμε τους κομμουνιστές, με σιδερένια γροθιά». Την ίδια νύχτα ακόμα, όταν σ' ολόκληρη τη Γερμανία είχαν κιόλας συλληφθεί απ' την αστυνομία και την «Ες-Α» (SA), την ασφάλεια, πάνω από 10.000 κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες.

Το ραδιόφωνο μεταδίδει ότι ο Βαν ντερ Λούμπε είχε μαζί του ένα βιβλιάριο μέλους του κομμουνιστικού κόμματος. Στις 29 του Φλεβάρη, μάλιστα, η εφημερίδα του Βερολίνου «Λοκάλ Αντσάιγκερ» ανακοινώνει: «Οι δράστες του Ράιχσταγκ έχουν εκπαιδευτεί στη Ρωσία». Στις 9 του Μάρτη, σ' ένα εστιατόριο του Βερολίνου, συλλαμβάνονται οι τρεις Βούλγαροι κομμουνιστές Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, Βασίλ Τάνεφ και Μπλαγκόι Ποπόφ σαν συνένοχοι. Μόλις λίγες μέρες αργότερα, διαπιστώνεται ότι ο Βαν ντερ Λούμπε είναι ένας πουλημένος στους φασίστες αγύρτης αντικομμουνιστής, που έβαλε φωτιά, μαζί με άνδρες της «Ες-Α», που το έσκασαν έγκαιρα.

Το βιβλιάριό του ως μέλους του κομμουνιστικού κόμματος είχε δήθεν κόκκινο χρώμα. Όμως, το βιβλιάριο του ΚΚΓ είναι μαύρο και του ολλανδικού κόμματος δεν είναι κι αυτό κόκκινο. Ο Λούμπε ήταν, μεν, κάποτε μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας στην Ολλανδία, έφυγε, όμως απ' αυτήν στις αρχές Απρίλη του 1931, λόγω διαφωνιών. Στη συνέχεια, ταξίδεψε στη Γερμανία, όπου ανέπτυξε σχέσεις με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Μάλιστα, όπως έγινε γνωστό, διατηρούσε ομοφυλοφιλικές σχέσεις με στελέχη των Ναζί. Η οικονομική του εξάρτηση απ' αυτούς είναι ολοφάνερη. Το ότι πήγε τάχα στη Ρωσία, γι' αυτό ούτε και ο ίδιος ξέρει τίποτα.


Στη δίκη για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, το φθινόπωρο του 1933 στη Λειψία, το ψέμα για τους κομμουνιστές εμπρηστές ξεσκεπάζεται ολοκληρωτικά. Ο επιφανής ηγέτης της διεθνούς εργατικής τάξης Γκεόργκι Ντιμιτρόφ αποδείχνει, με απόλυτη ακρίβεια, ότι οι ίδιοι οι εθνικοσοσιαλιστές έβαλαν τη φωτιά στο κτίριο της Βουλής. Από κατηγορούμενος γίνεται κατήγορος. Μετά και από την κινητοποίηση της παγκόσμιας δημοκρατικής κοινής γνώμης, το δικαστήριο υποχρεώνεται να αθωώσει τους κατηγορούμενους κομμουνιστές. Σε θάνατο καταδικάστηκε, όμως, ο Βαν ντερ Λούμπε, που η εκτέλεσή του έγινε μερικές βδομάδες αργότερα.

Την ίδια τύχη είχε και ο αρχηγός της «Ες-Α» (SA) Καρλ Ερνστ, που, ολοφάνερα, κάτω από την καθοδήγησή του, εκτελέστηκε η εντολή της ναζιστικής καθοδήγησης. Στις 30 του Ιούνη 1934, από αφορμή το «πραξικόπημα του Ρεμ», δολοφονείται κι αυτός. Οι νεκροί δε μιλούν. Ο Χίτλερ εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη θέση του και πείθει τον πρόεδρο φον Χίντενμπουργκ να εκδώσει το "Διάταγμα της Εξουσιοδοτήσεως" (Ermächtigungsgesetz), με το οποίο αναστέλλονται οι δημοκρατικές ελευθερίες που είχε επιφέρει η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το πλήρες και ορθό όνομα του νόμου είναι «Νόμος για την σωτηρία του λαού και του Ράϊχ, 24 / 03 / 1933».

Το Κομμουνιστικό Κόμμα κηρύσσεται εκτός Νόμου, οι ηγέτες του συλλαμβάνονται, τα μέλη του διώκονται. Έχοντας απαλλαγεί από ένα βασικό ιδεολογικό αντίπαλο, ο Χίτλερ προκαλεί νέες εκλογές το Μάρτιο του 1933, με σκοπό να αποκτήσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Οι εκλογές διεξάγονται με τον Χίτλερ Καγκελάριο και το αποτέλεσμα δίνει το 44% των ψήφων και 288 έδρες στο NSDAP. Έχοντας υποστηρικτή το μικρό Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP), οι Εθνικοσοσιαλιστές επιτυγχάνουν την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο (52%). Η κυριαρχία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος αρχίζει. Θα λήξει μόνον με τον τερματισμό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, το Μάιο του 1945.

ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ

Οικονομικά Αίτια.

Όπως σε κάθε παρόμοια περίπτωση κατάρρευσης ενός πολιτικού συστήματος, έτσι και σε αυτήν της Βαϊμάρης, ο οικονομικός παράγοντας στάθηκε καταλυτικός. Το πρώτο δυνατό χτύπημα πάνω στη (νεοσύστατη) Δημοκρατία δόθηκε με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, τον Ιούνιο του 1919. Στους ηττημένους επιβλήθηκαν τόσο η παραχώρηση εδαφών (με τη συνακόλουθη απώλεια παραγωγικών πληθυσμών, που τραυμάτισε την οικονομία), όσο και η υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων, οι οποίες ξεπερνούσαν τα 130 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα (πάνω από 32 δισεκατομμύρια δολάρια).

Κατά τη γνώμη του μεγάλου Βρετανού οικονομολόγου Τζ. Μ. Κέυνς αλλά και κατά γενική ομολογία το ποσό αυτό ήταν όχι μόνο υπερβολικό αλλά διακύβευε την ειρήνη και επιβάρυνε επικίνδυνα τη γερμανική οικονομία. Το δεύτερο και πρακτικά σημαντικότερο «σφυροκόπημα» πάνω στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε σχέση με τις αποζημιώσεις. Τρία χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, στα τέλη του 1922, η Γαλλία και το Βέλγιο, σε μια προσπάθεια εκβιαστικής απόσπασης των «επανορθώσεων» που τους αντιστοιχούσαν, κατέλαβαν στρατιωτικά τη βιομηχανική περιοχή του Ρούρ στη δυτική Γερμανία.

Η Γερμανική κυβέρνηση απάντησε με την τακτική της «παθητικής αντίστασης», δηλαδή πληρώνοντας τους εργάτες των χαλυβουργείων και των ανθρακωρυχείων για να μη δουλεύουν. Ταυτόχρονα, επιδόθηκε σε αθρόα εκτύπωση χαρτονομίσματος εκτοξεύοντας τον πληθωρισμό στα ύψη κι εκμηδενίζοντας την αξία του μάρκου. Η τακτική αυτή μπορεί να πέτυχε και να οδήγησε μέσα στο 1923 το Γάλλο-Βελγικό εγχείρημα στην αποτυχία, ωστόσο λάβωσε βαθύτατα τη Γερμανική οικονομία. Ο αχαλίνωτος πληθωρισμός και η νομισματική κατάρρευση εκμηδένισαν βέβαια το τεράστιο εσωτερικό χρέος, αλλά εξανέμισαν καταθέσεις, επενδύσεις, μισθούς και συντάξεις.

Η μεσαία κυρίως τάξη υπέστη ολέθριο πλήγμα προς όφελος λίγων επιχειρηματιών και βιομηχάνων, καταλήγοντας έτσι ευάλωτη σε πολιτικές πιέσεις και προπαγανδιστικές πρακτικές. Η κρίση του 1922 - 1923 ενίσχυσε την προϋπάρχουσα, λόγω των «ατιμωτικών» όρων ειρήνης, ταπείνωση όλου του Γερμανικού λαού και το γόητρο των πολιτικών της Βαϊμάρης υποσκάφτηκε ακόμη περισσότερο. Παρόλο που η γερμανική οικονομία, μετά την κρίση της Ρούρ, άρχισε σταδιακά να ανακάμπτει, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 έμοιαζε με «γίγαντα με πήλινα πόδια».

Το «κραχ» της Wall Street του 1929, που γρήγορα έλαβε διαστάσεις παγκόσμιας οικονομικής χιονοστιβάδας και καταπλάκωσε όλη την υφήλιο, δεν ήταν δυνατό να μην κλονίσει συθέμελα πολύ περισσότερο τη Γερμανία και λόγω της τεράστιας εξάρτησής της από τα Αμερικάνικα κεφάλαια. Ολόκληρη η Γερμανική κοινωνία συγκλονίστηκε: οι αγρότες είδαν τις τιμές των προϊόντων τους να πέφτουν κατακόρυφα. Οι φοιτητές βρέθηκαν να ανησυχούν για το επαγγελματικό τους μέλλον. Οι μισθωτοί, οι καταστηματάρχες, οι μικροεπιχειρηματίες, οι συνταξιούχοι επιβαρύνθηκαν με δυσβάσταχτους φόρους και χρέη ενώ οι επιχειρηματίες και οι βιομήχανοι άρχισαν να φοβούνται μήπως απολέσουν τα κεκτημένα τους.

Ο αριθμός των ανέργων από 1,4 εκ. το 1928 έφθασε τα 5,6 εκ. στις αρχές του 1932. Την ίδια εποχή, η βιομηχανική παραγωγή ήταν μόνο 58% και οι εισαγωγές και εξαγωγές λιγότερο από 50% των αντιστοίχων του 1928. Το δε ΑΕΠ από 89 δις μάρκα το 1928 έπεσε στα 57 δις μάρκα το 1932. Μετά από αυτές τις οικονομικές εξελίξεις, ήταν αναπόφευκτη η απόδοση στους πολιτικούς της Βαϊμάρης ίσως και παραπάνω ευθυνών απ’ αυτές που τους αναλογούσαν. Οι πολίτες, καταρρακωμένοι και απηυδισμένοι από την «άρρωστη» δημοκρατία, ήταν έρμαιο στις διαθέσεις οποιουδήποτε «χαρισματικού» επίβουλού της.

Πολιτικά Αίτια

Η οικονομική ασθένεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν σοβαρή, ωστόσο δε θα μπορούσε να είναι η μοναδική αιτία θανάτου της. Στο ολέθριο αυτό αποτέλεσμα συνέβαλαν μια σειρά από ορισμένους πολυσύνθετους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Ένας από αυτούς ήταν ο κοινωνικοπολιτικός διχασμός του λαού με βάση την έχθρα μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών. Από το 1919 κιόλας, οι ακραίοι αριστεροί και λεγόμενοι Σπαρτακιστές προσπάθησαν να επιβάλλουν μια δικτατορία του προλεταριάτου. Οι κυβερνώντες σοσιαλδημοκράτες, με τη βοήθεια των συντηρητικών δυνάμεων και του στρατού, κατέπνιξαν την επανάσταση εν τη γενέσει της αλλά όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις χαρακτηρίζονταν από εξαιρετική αστάθεια.


Στο αποκορύφωμα της διχόνοιας αλλά και από πριν το 1932, οι σοσιαλδημοκράτες αδυνατούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση αφού δεν είχαν τη στήριξη των κομμουνιστών, κάτι που εκμεταλλεύτηκε ο Χίτλερ το 1933 για ν’ αποσπάσει όλες τις εξουσίες. Τα ιδεολογικά ατοπήματα των πολιτικών στάθηκαν ένας, επίσης, σοβαρός λόγος αποδυνάμωσης του καθεστώτος. Γερμανοί αξιωματούχοι, με πρώτο τον Πρόεδρο Έμπερτ, καλλιέργησαν στη συνείδηση του λαού το μύθο ότι η Γερμανία ουδέποτε νικήθηκε αλλά προδόθηκε από τους πολιτικούς και ότι ο στρατός της ήταν ανίκητος.

Η πραγματικότητα, δυστυχώς, συντηρούσε το μύθο: η Γερμανία παρέμενε δυνητικά ισχυρή Δύναμη με πληθυσμό πολύ μεγαλύτερο της Γαλλίας, τριπλάσια δυναμικότητα σιδήρου και χάλυβα, εκτενές εσωτερικό συγκοινωνιακό δίκτυο, καθώς και χημικά και ηλεκτρικά εργοστάσια αλλά και πανεπιστήμια και τεχνολογικά ινστιτούτα άθικτα. Ο Χίτλερ είχε, γνώση όλων των παραπάνω. Κατάλαβε ότι η δημοκρατία ήταν σαθρή, καθόσον δεν είχε νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις ενός τεράστιου μέρους της κοινωνίας, αλλά και των απόστρατων αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί και εναντίον των κομμουνιστών το 1919.

Με μια πολύ έξυπνη προπαγάνδα και με αθέμιτες πρακτικές «γκρέμισε» την αξιοπιστία των υπόλοιπων (σπαρασσόμενων) πολιτικών δυνάμεων, κέρδισε τα (καταρρακωμένα) μεσαία στρώματα αλλά και τη μεγαλοαστική τάξη και έπεισε ολόκληρη την κοινωνία ότι ο εθνικοσοσιαλισμός μπορούσε να διορθώσει την «ιστορική αδικία» σε βάρος του Γερμανικού λαού και ν’ αποκαταστήσει το χαμένο κύρος. Θα ήταν λάθος, στο σημείο αυτό, αν παραμελούταν η σχέση της πτώσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με το θάνατο του Καγκελάριου Στρέζεμαν. Φυσικά, το ερώτημα αν αυτός μπορούσε να ανακόψει την άνοδο του Χίτλερ, δε μπορεί να απαντηθεί με ασφάλεια.

Αναμφισβήτητα όμως, ο «χαρισματικός» Καγκελάριος, ο οποίος αναβάθμισε σημαντικά τη θέση της Γερμανίας στο εξωτερικό και σε αντίθεση με το Χίτλερ ήταν θιασώτης της ειρηνικής αναθεώρησης της Συνθήκης των Βερσαλλιών, θα μπορούσε να συσπειρώσει ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Επομένως, ο πρόωρος θάνατός του τον Οκτώβριο του 1929 διευκόλυνε, αν μη τι άλλο, την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί.

ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

Ναζισμός - Εθνικοσοσιαλισμός

Ο όρος Ναζισμός είναι η συντόμευση της Γερμανικής λέξης Nationalsozialismus (εθνικοσοσιαλισμός). Ο εθνικοσοσιαλισμός είναι η ιδεολογία που αναπτύχθηκε και εξέφραζε το ναζιστικό κόμμα και τη Ναζιστική Γερμανία. Αν και οι ρίζες του ιδεολογικά βρίσκονται πίσω στον 19ο αιώνα, εξελίχθηκε μετά το 1920, ενώ εφαρμόστηκε από το 1933 με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για μια μοναδική εκδοχή του φασισμού που ενσωματώνει τον βιολογικό ρατσισμό και τον αντισημιτισμό. Οι βάσεις του τέθηκαν από στοιχεία του ακροδεξιού Γερμανικού εθνικιστικού κινήματος και αντικομουνιστικές παραστρατιωτικές ομάδες, που δημιουργήθηκαν μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στη Γερμανία.

Η ιδεολογία του Ναζισμού αναπτύχθηκε πρώτη φορά από τον Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler) και αργότερα από τον Χίτλερ ως μέσο για να απομακρυνθεί η εργατική τάξη από τον κομουνισμό. Αρχικά, η πολιτική στρατηγική του Ναζισμού εναντιώθηκε στις μεγάλες επιχειρήσεις, στην αστική και καπιταλιστική ιδεολογία, θέσεις που κατά τη δεκαετία του 1930 υποβαθμίστηκαν, εφόσον οι Ναζί ήθελαν να κερδίσουν την υποστήριξη των βιομηχάνων. Από τότε ο Ναζισμός μετατόπισε το κέντρο βάρους σε αντισημιτικά και αντιμαρξιστικά θέματα προωθώντας την πολιτική βία, τον μιλιταρισμό και τον πόλεμο.

Οι Ναζί χρησιμοποίησαν την παραστρατιωτική τους οργάνωση Sturmabteilung, για να επιτίθενται στους αντιπάλους τους, ιδιαίτερα στους κομουνιστές, στους Εβραίους και στους σοσιαλδημοκράτες. Ο Χίτλερ και οι Ναζί ανοιχτά προώθησαν τον επεκτατισμό στην Ανατολική Ευρώπη προβάλλοντάς τον ως ανάγκη ζωτικού χώρου για Γερμανούς αποίκους που θα δημιουργούσαν ένα μεγαλύτερο Γερμανικό έθνος. Ιδεολογικά ο Ναζισμός υποστήριζε την υπεροχή της άριας φυλής έναντι όλων των υπόλοιπων φυλών. Οι Ναζί θεωρούσαν πως η πρόοδος της ανθρωπότητας ήταν άρρηκτα εξαρτημένη από την άρια φυλή και πίστευαν ότι αυτή θα διατηρούσε την κυριαρχία της μόνο εάν διατηρούσε τη καθαρότητά της.

Υποστήριζαν πως η μεγαλύτερη απειλή για την άρια φυλή ήταν οι Εβραίοι, μια παρασιτική φυλή που είχε συνδεθεί με τον διαφωτισμό, την εκβιομηχάνιση, τον καπιταλισμό, τον φιλελευθερισμό, τον Μαρξισμό, τη δημοκρατία και τον συνδικαλισμό, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή της. Εκτός από τους Εβραίους, την καθαρότητα της φυλής απειλούσαν οι Ρομά, οι σωματικά ή διανοητικά ανάπηροι, οι ομοφυλόφιλοι, οι μαύροι, και γενικά οποιαδήποτε μειονότητα ή κοινωνική ομάδα με ιδιαιτερότητες. Η ίδια ιδεολογία εφαρμοζόταν και στα οικονομικά θέματα. Ο Χίτλερ υποστήριζε ως βασική αρχή του Γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού την άνευ όρων ισότητα στις ευκαιρίες.

Ισότητα ενώπιον του νόμου και πλήρη νομικά δικαιώματα για όλους τους άνδρες της άριας φυλής στη Γερμανία. Σκόπιμα απέκλεισε από αυτές τις αρχές όσους θεωρούσε κατώτερους και απέρριψε την ιδέα της καθολικής ανθρώπινης ισότητας. Η ισότητα που προέβαλε δεν είχε σχέση με τη φιλελεύθερη και δημοκρατική ισότητα, που θα αφορούσε έστω μόνο τους Αρίους αποκλείοντας τους άλλους. Ήταν διαμεσολαβημένη από την αρχή του αρχηγού (führerprinzip), που υπήρξε το απόλυτο νομικό δόγμα στο Γ' Ράιχ. Κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί ισότητα και δικαιώματα έναντι του αρχηγού, αφού αυτός είναι υπεράνω του νόμου και προϋπόθεσή του. Άρα, η ισότητα και τα δικαιώματα υπόκεινται σε συνεχείς περιορισμούς που προέρχονται από τη θέληση του αρχηγού.

Αν θέλει ο αρχηγός, μπορεί κάποιους να εξαιρέσει από τις συνέπειες του νόμου, γιατί δεν δεσμεύονται όλοι εξίσου από τον νόμο. Ο Χίτλερ ως κύριος εκπρόσωπος του Ναζισμού στο βιβλίο του ''Ο Αγών μου'' επιτέθηκε τόσο στην αριστερή πολιτική της χώρας όσο και στη δεξιά κατηγορώντας τους αριστερούς για πράξη προδοσίας εναντίον της Γερμανίας, όταν αυτοί υπέγραψαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, και τους δεξιούς για δειλία, αφού δέχτηκαν τον αφοπλισμό της χώρας ως όρο των νικητών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν επίσης αντίθετος στην ιδέα της δημοκρατίας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την τυπική πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μετά την άνοδό του στην εξουσία.


Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ Φασισμού - Ναζισμού έγκειται κατεξοχήν στη βιολογική / φυλετική αιτιοκρατία και στον ριζοσπαστικό αντισημιτισμό που χαρακτηρίζει τον Ναζισμό σε σχέση με τον Φασισμό.

Το Παράδοξο του Αντιδραστικού Μοντερνισμού 

Ο εθνικοσοσιαλισμός βασίστηκε στις δυνατότητες που προσέφερε η τεχνολογική εξέλιξη της εποχής, αποσπώντας τες όμως από το πολιτισμικό πλαίσιο του φιλελευθερισμού μέσα από το οποίο προέκυψαν. Με αυτό τον τρόπο θέλησε να δώσει στην τεχνολογία, τη Γερμανική ψυχή του αίματος, της κοινότητας, της φυλής και του χώματος. Αντίστροφα η τεχνολογία με τη σειρά της θα μπορούσε να δώσει στην επαπειλούμενη Γερμανική ψυχή, επαπειλούμενη τόσο από τον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό της Δύσης (Amerikanismus) όσο και από τον Εβραϊκό Μπολσεβικισμό της Ανατολής, το πολιτισμικό πρότυπο που θα οδηγούσε τη Γερμανία στην οικοδόμηση της φυλετικής ουτοπίας που ονειρευόταν ο Χίτλερ.

Ο φασισμός στην Ευρώπη και ο εθνικοσοσιαλισμός στη Γερμανία υπόσχονταν ομορφιά, αισθητική μορφή και ενότητα του έθνους, στη θέση του υλισμού, του θετικισμού και του άμορφου, άψυχου, χαοτικού φιλελευθερισμού». Να γίνει τέχνη και ας χαθεί ο κόσμος λέει ο φασισμός εξελίσσοντας το δόγμα «τέχνη για την τέχνη», μετατοπίζοντάς το τελικά στο πεδίο του ίδιου του πολέμου. Η Δεξιά στη Γερμανία ανατράφηκε από τη μορφή του στρατιώτη που βγαίνει εξαγνισμένος και λυτρωμένος από την κόλαση των χαρακωμάτων. Μέσα στα πλαίσια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αναπτύχθηκε λοιπόν σταδιακά η αντιδημοκρατική εκτροπή, που ολοκληρώθηκε εν τέλει από τον Χίτλερ, μέσα από την πραγματοποίηση της συντηρητικής επανάστασης της Δεξιάς.

Η Δεξιά απέρριπτε τον κοινοβουλευτισμό ως αντιγερμανικό και προπαγάνδιζε την αναγκαιότητα μιας αυταρχικής εξουσίας που θα συνέτριβε την Αριστερά, θα ακύρωνε τις «ταπεινωτικές» διατάξεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, και θα ξεσκέπαζε τους «προδότες» οι οποίοι είχαν αποδεχτεί την ευθύνη της Γερμανία για την κήρυξη του πολέμου. Η διάλυση του κοινοβουλίου ήταν μια πράξη εθνικής απολύτρωσης, πολιτικής χειραφέτησης, οικονομικής ανάκαμψης και τεχνολογικής προόδου. Οι αντιδραστικοί μοντερνιστές θεωρούσαν «την καταστροφή της δημοκρατίας ως αναγέννηση του έθνους και αποφασιστικό βήμα προς τα εμπρός».

Οι ιδεολόγοι της Δεξιάς θεωρούσαν το ορθολογιστικό πνεύμα και την αστική ζωή μια θηλυπρεπή φαντασίωση και προέκριναν την κοινότητα του Αίματος (Blutgeimeinschaft), η οποία ήταν Γερμανική αρετή, έναντι της κοινότητας του πνεύματος (Geistmeinschaft) που χαρακτήριζε όλους εκείνους (θεσμούς και ιδέες) που περιφρονούσαν, Αγγλία, Γαλλία, δημοκρατία, κοινοβούλιο, Βαϊμάρη, οικονομικό και πολιτικό φιλελευθερισμό, Μαρξιστικό σοσιαλισμό, χρηματιστικό μη παραγωγικό κεφάλαιο, Εβραίοι κτλ. Το αίμα, η φυλή, το χώμα ως συνεκτικά στοιχεία της νέας κοινότητας η οποία μετεξελίχθηκε στο φυλετικό Ναζιστικό εφιάλτη.

Ήταν για τους δεξιούς διανοούμενους εκτός της επικράτειας του ορθολογισμού, εκτός της όποιας δικαίωσης μπορούσε να προκύψει μέσω της διάνοιας. Στον αντίποδα έθεταν μια φιλοσοφία της ζωής (Lebensphilosophie) προικίζοντας την εμπειρία και τη ζωή με μια πολιτική στάση πέραν πάσης ορθολογικής δικαίωσης. Οι αιτίες με τις οποίες συνδέεται η «συντηρητική επανάσταση» (Konservative Revolution) μόνο περιληπτικά μπορούν να αναφερθούν εδώ. Η Γερμανική Αυτοκρατορία η οποία ιδρύεται το 1871 δεν έχει καμία σύνδεση με τις φιλελεύθερες παραδόσεις του 16ου - 18ου αιώνα οι οποίες ήταν καθοριστικές για τα άλλα Ευρωπαϊκά κράτη.

Η σύνδεση μεταξύ έθνους και κράτους δεν γίνεται δια μέσου του Διαφωτισμού αλλά, μέσω ενός φυλετικού (βιολογικού) εθνικισμού. «Γερμανός δεν είναι όποιος διαθέτει την ανάλογη υπηκοότητα αλλά μόνον εκείνος που είναι ''εξ αίματος Γερμανός'' και όχι, για παράδειγμα, Εβραίος». Η αστική δημοκρατία αργεί να έρθει και όταν αυτό γίνεται συνδέεται φέρει το βάρος της Γερμανικής ήττας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Για πολλούς στρατιώτες η επιστροφή στο σπίτι μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου συνιστά ένα σοκ. Για αυτούς η έκρηξη του πολέμου ήταν μια λύση για τα καθημερινά προβλήματα μιας βαρετής αστικής ζωής, μια ευκαιρία να ξεφύγει κανείς από τα «φέρετρα της αρρενωπότητας» (σχολείο, γραφείο κτλ).

Η εικόνα που ανέπτυξαν για το έθνος εκκινά από την κοινότητα που βίωσαν στα χαρακώματα. «Έπρεπε να χάσουμε ένα πόλεμο για να κερδίσουμε το έθνος», αυτό το έθνος δομήθηκε στα στρατιωτικά σώματα εθελοντών (Freikorps) μετά τον πόλεμο, ενάντια στους κομμουνιστές στη βαλτική, και στους εργάτες του Ρουρ. Οι πολεμικές αξίες βρήκαν συνέχεια στην αντιπαράθεση με το καθεστώς της Βαϊμάρης. Συνοπτικά ο ιδεολογικός προσανατολισμός της συντηρητικής επανάστασης θα μπορούσε να δομηθεί γύρω από τους εξής άξονες:
  • Πρώτον, η συντηρητική επανάσταση ήταν ένας Γερμανικός εθνικισμός, κεντρικό αντιθετικό δίπολο του οποίου υπήρξε αυτό της Γερμανικής Kultur και της ξενόφερτης δυτικής Zivilisation. Η Kultur εκφράζει την κοινότητα αίματος, φυλής και πολιτιστικής παράδοσης ενώ η Zivilisation συνοψίζει την απειλή του Amerikanismus, τον φιλελευθερισμό, το εμπόριο, τον υλισμό, το κοινοβούλιο με τα κόμματα και τέλος την ίδια την Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η Γερμανία όφειλε να αποτελέσει μέσα από τη σύζευξη πολιτισμού - έθνους μια ξεχωριστή πολιτική οντότητα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση.
  • Δεύτερον, η συντηρητική επανάσταση φύτεψε το σπόρο του αντισημιτισμού ταυτίζοντας τους Εβραίους με το πνεύμα της άψυχης εμπορευματικής δραστηριότητας που υπέσκαπτε το έδαφος της ανάπτυξης μιας υγιούς Γερμανικής εθνικής παραγωγής.
  • Τρίτον, οι δεξιοί διανοούμενοι υποστήριζαν την κοινότητα (Gemeinschaft) ως φορέα του ενωμένου Γερμανικού έθνους σε αντίθεση με τη διχαστική κατακερματισμένη κοινωνία (Gesselschaft) των διχαστικών κοινωνικών τάξεων και του συμβιβαστικού κοινοβουλίου. Το Ναζιστικό όραμα της λαϊκής κοινότητας (Volksgemeinschaft) αποτέλεσε μια διττή επίθεση τόσο στο φιλελεύθερο ιδανικό των ατομικών δικαιωμάτων όσο και στη σοσιαλιστική θέση ότι η ταξική καπιταλιστική διαστρωμάτωση κλείνει το δρόμο προς την αυθεντική κοινότητα της αταξικής κοινωνίας.
  • Τέταρτον, η συντηρητική επανάσταση διεκδικούσε την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής μέσα από μια εθνική επανάσταση η οποία θα σηματοδοτούσε το τέλος της οικονομικής κυριαρχίας πάνω στην πολιτική όχι όμως μέσω της κομμουνιστικής επανάστασης αλλά μέσω της απεριόριστης κυριαρχίας του κράτους πάνω στην κοινωνία.
  • Πέμπτον, η συντηρητική επανάσταση πρέσβευε την ιδέα ενός Γερμανικού ή εθνικού σοσιαλισμού ο οποίος συνίστατο στην πλήρη αποφιλελευθεροποίηση του Μαρξιστικού σοσιαλισμού.


Ο σοσιαλισμός υποστήριζε ο Oswald Spengler «έπρεπε να γίνει συμβατός με τις αντιφιλελεύθερες, αυταρχικές παραδόσεις του Γερμανικού εθνικισμού». Δεν ήταν όλοι οι συντηρητικοί επαναστάτες αντιδραστικοί μοντερνιστές. Πολλοί απέρριπταν συνολικά την ορθολογικότητα του διαφωτισμού συμπεριλαμβάνοντας στο κατηγορητήριο και την τεχνολογία. Από όλα όμως τα πολιτιστικά ρεύματα της Βαϊμάρης ο αντιδραστικός μοντερνισμός ήταν το μόνο που συνδύαζε τον ανορθολογισμό με τον ενθουσιασμό για την τεχνολογία.

Μπορεί πολλοί διανοητές να μην προσχωρήσαν στο Ναζιστικό κόμμα ή άλλοι να το έκαναν για ένα μικρό χρονικό διάστημα (Schmitt, Haidegger), αλλά είναι αναντίρρητο γεγονός πως ο Χίτλερ επιχείρησε να πραγματοποιήσει την πολιτιστική επανάσταση που αυτοί επαγγέλονταν. ο αντιδραστικός μοντερνισμός στο 3ο Ράιχ. Η αντιδραστική μοντερνιστική παράδοση συνέχισε να είναι παρούσα στα χρόνια που ακολούθησαν την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί. Στο επίκεντρο των Ναζιστικών απόψεων επί της τεχνολογίας βρισκόταν η φυλετική πάλη ανάμεσα στον Άριο και τον Εβραίο, ανάμεσα στο αίμα και το χρυσό. Στο επίκεντρο της Ναζιστικής Γερμανίας ασφαλώς έστεκε η μορφή του Χίτλερ.

Για τον αρχηγό του 3ου Ράιχ αποφασιστικό στοιχείο της ζωής παρέμενε η βούληση για εξουσία Αν η ζωή ήταν μια πάλη που επικρατούσε ο ισχυρότερος τότε η ήττα ταίριαζε μόνο στα τεχνολογικά ανίσχυρα έθνη. Στο Mein Kampf (Ο Αγών μου) ορίζει την Άρια κουλτούρα ως σύνθεση του ''Ελληνικού'' πνεύματος με τη Γερμανική τεχνολογία και ενισχύει τον απόλυτο διαχωρισμό του χρηματιστικού κεφαλαίου από τη διεθνή οικονομία. Ο Χίτλερ μετέτρεψε την πολιτιστική επανάσταση που ο Werner Sombart επικέντρωνε στο Εβραϊκό πνεύμα, σε μια βιολογική εξέγερση. Ο ίδιος δεν έγραψε πολλά για τεχνολογικά θέματα παρ’ όλα αυτά ήταν από τους πρώτους πολιτικούς αρχηγούς που χρησιμοποίησαν τόσο πολύ τεχνολογικά επιτεύγματα όπως το ραδιόφωνο και το αεροπλάνο.

O Josef Goebbels αντίθετα ασχολήθηκε πολύ με το θέμα της τεχνολογίας. Χαρακτηριστικά ανέφερε πως «κύριο μέλημα του εθνικοσοσιαλισμού είναι να γεμίσει την τεχνολογία εσωτερικά με ψυχή, να τη πειθαρχήσει και να τη θέσει στην υπηρεσία του λαού και του πολιτιστικού του επιπέδου».(Josef Goebbels, ομιλία στα εγκαίνια της έκθεσης αυτοκινήτου του Βερολίνου 7 Φεβρουαρίου 1939). Εν τέλει η οριστική τεχνολογική υπεροχή που ονειρευόταν ο Χίτλερ για λογαριασμό του Γερμανικού έθνους δεν ήρθε ποτέ. Ο αριθμός των ευρεσιτεχνιών έπεσε στα χρόνια της εξουσία των Ναζί στο μισό, ο αριθμοί των φοιτητών επίσης (σε αντίθεση με την ΕΣΣΔ).

Ενώ η τεχνική καθυστέρηση σε τομείς του πολέμου όπως τα ραντάρ, οι επικοινωνίες, η αεράμυνα έγινε καταφανής στον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο. Ουσιαστικά το σημείο τομής στην αποτυχία των Ναζί να διεκπεραιώσουν τους πολιτικούς τους στόχους είναι η αδυναμία τους να τους προσαρμόσουν στα τεχνικά δεδομένα. Δίνοντας τελικά βάρος στην πολιτικοιδεολογική εκπαίδευση και όχι τόσο στην τεχνική κατάρτιση, βάρυναν τις δυνατότητες να δουν καθαρά το τέλος τους, που πλησίαζε. Η ίδια η απόρριψη του διαφωτισμού έγινε εμπόδιο στην καινοτομία καθώς και στην προσαρμογή των τεχνικών δυνατοτήτων στα στρατηγικά δεδομένα.

Ο αντιδραστικός μοντερνισμός ήταν μια Γερμανική απάντηση σε ένα καθολικό δίλημμα απέναντι στο οποίο βρέθηκαν οι κοινωνίες που βίωναν τις συνέπειες της βιομηχανικής και Γαλλικής επανάστασης. «Πώς μπορούν να συμφιλιωθούν οι εθνικές παραδόσεις με τη σύγχρονη κουλτούρα, τη σύγχρονη τεχνολογία και τους σύγχρονους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς». Η συμφιλίωση μεταξύ τεχνικής και ανορθολογισμού δεν είναι γενικά σύμφυτη με τη νεωτερικότητα, τον καπιταλισμό και το Διαφωτισμό αλλά αποτελεί μια αυταρχική, αντιφιλελεύθερη και μη διαφωτισμένη εθνική τους παραλλαγή.

Η εφαρμογή στην πράξη της Ναζιστικής ιδεολογίας και η βιομηχανική πρόοδος αλληλοενισχύονταν μέχρι που η πρώτη οδήγησε στην αυτοκαταστροφή της Γερμανική κοινωνίας. Οι συμφιλιώσεις του αντιδραστικού μοντερνισμού ήρθαν αντιμέτωπες με τα όρια που έθετε η απόρριψη του Διαφωτισμού. Ο αντιδραστικός μοντερνισμός δίδασκε την παραμέληση της στρατηγικής προς όφελος της ιδεολογίας. Οι αντιδραστικοί μοντερνιστές έβγαλαν την τεχνολογία από τη γλώσσα του διαφωτισμού και την τοποθέτησαν στη γλώσσα της Kultur.

Υποστήριξαν πως η τεχνολογία μπορεί να περιγραφεί στη διάλεκτο της αυθεντικότητας, δηλαδή με συνθήματα που εξυμνούν την αμεσότητα, την εμπειρία, το εγώ, τη ψυχή, το αίσθημα, το αίμα, τη διάρκεια, τη βούληση, το ένστικτο, τη φυλή και όχι με αυτά που οι ίδιοι έβλεπαν σαν άψυχες αφαιρέσεις τη διάνοια, την ανάλυση, το πνεύμα, τις έννοιες, το χρήμα και τους Εβραίους.

Ο Εθνικοσοσιαλισμός Σύμφωνα με τον Λέων Τρότσκι

Άνθρωποι με απλοϊκή σκέψη πιστεύουν ότι η βασιλική ιδιότητα βρίσκεται στο πρόσωπο του βασιλιά, στο μανδύα του από ερμίνα και στο στέμμα του, στη σάρκα του και στο αίμα του. Στην πραγματικότητα, αυτή η βασιλική ιδιότητα είναι μια σχέση μεταξύ προσώπων. Ο βασιλιάς είναι βασιλιάς γιατί στο πρόσωπό του διαθλώνται τα συμφέροντα και οι προλήψεις εκατομμυρίων ανθρώπων. Όταν οι σχέσεις αυτές απορριφθούν από το ρεύμα της εξέλιξης, ο βασιλιάς γίνεται ένας κοινός άνθρωπος με κρεμασμένο χείλος. Σχετικά μ΄ αυτό το ζήτημα θα μπορούσαν να ρωτήσουν για τις εντυπώσεις του εκείνον που λεγόταν άλλοτε Αλφόνσος 13ος.

Από τον ελέω Θεού αρχηγό διακρίνεται ο ελέω λαού γιατί αυτός είναι αναγκασμένος, αν όχι ν΄ ανοίξει ο ίδιος το δρόμο του, τουλάχιστον να βοηθήσει τις περιστάσεις να του τον ανοίξουν. Μα παρ΄ όλα αυτά ο αρχηγός παραμένει μια σχέση μεταξύ προσώπων, μια ατομική προσφορά σε μια ομαδική ζήτηση. Οι συζητήσεις για την προσωπικότητα του Χίτλερ είναι ζωηρότερες όσο πιο πολύ αναζητούν το μυστικό της νίκης του μέσα στον ίδιο. Θα ήταν ωστόσο δύσκολο να βρεθεί μια άλλη πολιτική φιγούρα που να είναι στον ίδιο βαθμό ο κόμβος απρόσωπων ιστορικών δυνάμεων. Κάθε μανιασμένος μικροαστός δεν θα μπορούσε να γίνει Χίτλερ, αλλά ένα κομματάκι Χίτλερ υπάρχει μέσα σε κάθε μανιασμένο μικροαστό.


Η γοργή ανάπτυξη του Γερμανικού καπιταλισμού προπολεμικά δεν σήμαινε καθόλου την απλή καταστροφή των μεσαίων τάξεων. Καταστρέφοντας μερικά στρώματα της μικρομπουρζουαζίας αυτός ο καπιταλισμός δημιουργούσε άλλα: βιοτέχνες και μικρομαγαζάτορες γύρω από τα εργοστάσια, τεχνικούς και υπαλλήλους μέσα στα εργοστάσια. Αλλά διατηρούμενες και αυξανόμενες αριθμητικά -η παλιά και η νέα μικρομπουρζουαζία αντιπροσωπεύει κάτι παραπάνω από το μισό του Γερμανικού λαού- οι ενδιάμεσες τάξεις έχαναν και το τελευταίο ίχνος ανεξαρτησίας τους, ζούσανε στην περιφέρεια της μεγάλης βιομηχανίας και του τραπεζικού συστήματος.

Τρέφονταν από τα ψίχουλα του τραπεζιού των μονοπωλιακών τραστ και των καρτέλ και από την πνευματική ελεημοσύνη των εξ επαγγέλματος θεωρητικών και πολιτικών τους. Στο δρόμο του Γερμανικού ιμπεριαλισμού η ήττα όρθωσε έναν τοίχο. Η εξωτερική δυναμική μετασχηματίστηκε σε εσωτερική δυναμική. Ο πόλεμος μετατράπηκε σε επανάσταση. Η σοσιαλδημοκρατία που βοήθησε τον Χοεντζόλερν να κάνει τον πόλεμο ως το τραγικό τέλος του, δεν άφησε το προλεταριάτο να ολοκληρώσει την επανάστασή του. Δεκατέσσερα χρόνια χρησιμοποιήθηκαν από την δημοκρατία της Βαϊμάρης για να ζητά συγγνώμη που υπάρχει η ίδια. Το Κομμουνιστικό Κόμμα καλούσε τους εργάτες σε μια νέα επανάσταση, αλλά αποδεικνύονταν ανίκανο να την κατευθύνει.

Το Γερμανικό προλεταριάτο περνούσε από τις ανόδους και τις καθόδους του πολέμου, της επανάστασης, του κοινοβουλευτισμού και του ψευτομπολσεβικισμού. Τον ίδιο καιρό που τα παλιά αστικά κόμματα, εξαντλούνταν κατά βάθος, η δυναμική ισχύς της εργατικής τάξης βρισκόταν υποσκαμένη. Το χάος του μεταπολέμου έπληξε τους βιοτέχνες, τους εμπόρους και τους υπαλλήλους όχι λιγότερο σκληρά από τους εργάτες. Η αγροτική κρίση χαντάκωνε τους χωρικούς. Ο μαρασμός των μεσαίων τάξεων δεν σήμαινε την προλεταριοποίησή τους αφού το ίδιο το προλεταριάτο τροφοδοτούσε μια γιγάντια στρατιά από μόνιμα ανέργους.

Η πτώχευση της μικρομπουρζουαζίας που δύσκολα καμουφλάρονταν με τις γραβάτες και τις κάλτσες από φυτικό μετάξι, ροκάνιζε όλες τις καθιερωμένες πεποιθήσεις και πριν απ΄ όλα το δόγμα του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. Ο μεγάλος αριθμός των κομμάτων, ο ψυχρός πυρετός των εκλογών, η αδιάκοπη διαδοχή των κυβερνήσεων, περιπλέκανε την πολιτική κρίση σ΄ ένα καλειδοσκόπιο στείρων πολιτικών συνδυασμών. Μέσα στην ατμόσφαιρα την υπερθερμασμένη από τον πόλεμο, την ήττα, τις επανορθώσεις, τον πληθωρισμό, την κατοχή του Ρουρ, την κρίση, την εξαθλίωση και την απελπισία, η μικρομπουρζουαζία ορθώθηκε ενάντια σ΄ όλα τα παλιά κόμματα που την είχαν εξαπατήσει.

Τα έντονα παράπονα των βουτηγμένων στη χρεοκοπία μικροϊδιοκτητών, των γιων τους πανεπιστημιακών αποφοίτων χωρίς απασχόληση και πελάτες, των άπροικων και ανύπαντρων θυγατέρων τους, απαιτούσαν τάξη και σιδερένια πυγμή. Η σημαία του εθνικοσοσιαλισμού υψώθηκε από ανθρώπους που προέρχονταν από την κατώτερη και μέση διοίκηση του παλιού στρατού. Φορτωμένοι παράσημα, οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί δεν μπορούσαν να ανεχθούν ότι ο ηρωισμός τους και οι ταλαιπωρίες τους όχι μόνο πήγανε χαμένες για την πατρίδα, αλλά ούτε καν τους έδιναν ειδικά δικαιώματα στην ευγνωμοσύνη. Από εδώ γεννιόταν το μίσος τους για την επανάσταση και το προλεταριάτο.

Αλλά και δεν δέχονταν να βολευτούν από τους τραπεζίτες, τους βιομήχανους, τους υπουργούς, στις μέτριες θέσεις του λογιστή, του μηχανικού, του ταχυδρομικού και του εκπαιδευτικού. Από εδώ ξεπηδούσε ο σοσιαλισμός τους. Πάνω στον Ιζέρ και κάτω από το Βερντέν είχαν μάθει να θυσιάζονται, να θυσιάζουν άλλους και να μιλάνε μια γλώσσα διαταγών που επιβαλλόταν στους μικροαστούς των μετόπισθεν. Έτσι, αυτοί οι άνθρωποι έγιναν αρχηγοί. Στην αρχή της πολιτικής καριέρας του ο Χίτλερ ξεχώρισε ίσως μόνο επειδή είχε ισχυρότερο ταμπεραμέντο, δυνατότερη φωνή, βεβαιότερη για τον εαυτό της διανοητική μετριότητα.

Δεν πρόσφερε στο κίνημα κανένα άλλο πρόγραμμα εκτός από τη δίψα της εκδίκησης ενός προσβεβλημένου στρατιώτη. Ο Χίτλερ άρχισε με παράπονα και κατηγορίες ενάντια στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, στην ακρίβεια της ζωής, στην έλλειψη σεβασμού στους γενναίους υπαξιωματικούς, στις μηχανορραφίες των δημοσιογράφων και των τραπεζιτών της θρησκείας του Μωϋσή. Στη χώρα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι κατεστραμμένοι, ναυαγισμένοι, με ουλές, με πρόσφατες εκχυμώσεις. Καθένας τους ήθελε να χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι. Ο Χίτλερ ήξερε να το κάνει καλύτερα από τους άλλους. Είναι αλήθεια πως δεν ήξερε πως θα θεραπεύσει το κακό.

Αλλά οι διαθέσεις αντηχούσαν άλλοτε σαν διαταγή κι άλλοτε σαν προσευχή που απευθυνόταν στη σκληρή μοίρα. Όπως οι απελπισμένοι ασθενείς, οι καταδικασμένες τάξεις δεν κουράζονται να παραλλάζουν τους στεναγμούς τους, ούτε να ακούνε συμβουλές. Όλοι οι λόγοι του Χίτλερ είναι οικοδομημένοι σ΄ αυτό τον τόνο. Ο άμορφος αισθηματισμός, η έλλειψη μιας πειθαρχίας της σκέψης, η άγνοια συνδυασμένη με παρδαλόχρωμα διαβάσματα, όλα αυτά τα πλην μετασχηματίζονταν σε συν. Έδιναν στο Χίτλερ τη δυνατότητα να ενώσει στο δισάκι του ζητιάνου του εθνικοσοσιαλισμού όλα τα είδη της δυσαρέσκειας και να οδηγήσει τη μάζα εκεί όπου αυτή τον ωθούσε.

Από τους αρχικούς αυτοσχεδιασμούς δεν έμεινε στη μνήμη του δημεγέρτη παρά ότι συναντούσε την επιδοκιμασία. Οι πολιτικές του σκέψεις υπήρξαν ο καρπός της ρητορικής ακουστικής. Έτσι πραγματοποιήθηκε η εκλογή των συνθημάτων. Έτσι συσσωρεύτηκε το πρόγραμμα. Έτσι από την ακατέργαστη ύλη σχηματίστηκε ο ''αρχηγός''. Από την αρχή ο Μουσολίνι ήξερε να εκτιμά την κοινωνική ύλη συνειδητότερα από το Χίτλερ, στον οποίο ο αστυνομικός μυστικισμός ενός Μέττερνιχ ταίριαζε περισσότερο από την πολιτική άλγεβρα ενός Μακιαβέλι. Από πνευματική άποψη ο Μουσολίνι είναι πιο θαρραλέος και πιο κυνικός από το Χίτλερ.

Φτάνει να σημειώσουμε εδώ ότι ο άθεος της Ρώμης χρησιμοποιεί την Εκκλησία όπως την Αστυνομία ή τη Δικαιοσύνη, ενώ ο συνέταιρός του του Βερολίνου πιστεύει πραγματικά στο αλάθητο της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Την εποχή όπου ο μελλοντικός Ιταλός δικτάτορας θεωρούσε ακόμα το Μαρξ σαν ''αθάνατο δάσκαλο για όλους μας'', υπεράσπιζε, όχι άτεχνα, τη θεωρία που στη σύγχρονη κοινωνία παρατηρεί πριν απ΄ όλα τη σχέση των δύο βασικών δυνάμεων: της μπουρζουαζίας και του προλεταριάτου. Είναι αλήθεια -έγραφε ο Μουσολίνι στα 1914- ότι ανάμεσα σ΄ αυτές τις δυνάμεις υπάρχουν πολυάριθμα ενδιάμεσα στρώματα που σχηματίζουν ''ένα είδος συνεκτικού ιστού της ανθρώπινης κοινότητας''.


Αλλά ''στις περιόδους κρίσης, οι μεσαίες τάξεις προσελκύονται, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις ιδεολογίες τους, από τη μια ή την άλλη από τις βασικές τάξεις''. Πολύ σημαντική γενίκευση. Όπως η επιστημονική ιατρική παρέχει τη δυνατότητα όχι μόνο θεραπείας των ασθενών, αλλά επίσης και αποστολής τους, από το συντομότερο δρόμο στον άλλο κόσμο, το ίδιο η ανάλυση των σχέσεων των τάξεων, προορισμένη από τον εφευρέτη της για την κινητοποίηση του προλεταριάτου, έδωσε στο Μουσολίνι, όταν πέρασε στο αντίθετο στρατόπεδο, τη δυνατότητα να κινητοποιήσει τις μεσαίες τάξεις ενάντια στο προλεταριάτο. Ο Χίτλερ συμπλήρωσε αυτή τη δουλειά μεταφράζοντας την ιδεολογία του φασισμού στη γλώσσα του Γερμανικού μυστικισμού.

Οι πυρές που καίνε την ανίερη φιλολογία του Μαρξισμού φωτίζουν ζωηρά την ταξική φύση του εθνικοσοσιαλισμού. Όσο οι Νάτσηδες δρούσαν σαν κόμμα κι όχι σαν κρατική εξουσία, δεν βρίσκανε σχεδόν πέρασμα προς την εργατική τάξη. Από το άλλο μέρος, η μεγαλομπουρζουαζία ακόμα και εκείνη που υποστήριζε με το χρήμα της το Χίτλερ, δεν θεωρούσε αυτό το κόμμα σαν δικό της. Η εθνική ''αναγέννηση'' στηρίχτηκε ολοκληρωτικά στις ενδιάμεσες τάξεις το πιο καθυστερημένο τμήμα του έθνους, το βαρύ φορτίο της ιστορίας. Η πολιτική τέχνη ήταν να συγκολλήσουν τους μικροαστούς με μια κοινή εχθρότητα ενάντια στο προλεταριάτο.

Τι έπρεπε να γίνει για να πάνε τα πράγματα καλά; Πριν απ΄ όλα να συντρίψουν αυτούς που ήταν από κάτω. Ανίσχυρη μπροστά στο μεγάλο κεφάλαιο, η μικρομπουρζουαζία ελπίζει με την καταστροφή των εργατών να ξανακερδίσει πάλι μια κοινωνική αξιοπρέπεια. Οι Νάτσηδες χαρακτηρίζουν το πραξικόπημά τους με το σφετερισμένο όνομα της επανάστασης. Ο φασισμός αφήνει το κοινωνικό σύστημα απείραχτο. Αυτό καθαυτό το πραξικόπημα του Χίτλερ δεν έχει ακόμα δικαιώματα, ούτε στο όνομα της αντεπανάστασης. Αλλά δεν μπορούμε να το απομονώσουμε. Είναι το συμπλήρωμα του κύκλου των τρανταγμών που άρχισαν το 1918 στη Γερμανία.

Η επανάσταση του Νοέμβρη που έδωσε την εξουσία σ΄ ένα Συμβούλιο εργατών και των στρατιωτών, ήταν προλεταριακή από τη θεμελιώδη τάση της. Αλλά το κόμμα που βρισκόταν επικεφαλής του προλεταριάτου, ξανάδωσε την εξουσία στην μπουρζουαζία. Μ΄ αυτή την έννοια η σοσιαλδημοκρατία άνοιξε την εποχή της αντεπανάστασης πριν ακόμα κατορθώσει η επανάσταση να αποτελειώσει την εργασία της. Εντούτοις όσο η μπουρζουαζία εξαρτώταν ακόμα από τη σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή από τους εργάτες, το καθεστώς διατηρούσε τα στοιχεία ενός συμβιβασμού. Πάντως η διεθνής κατάσταση και η εσωτερική κατάσταση του Γερμανικού καπιταλισμού δεν άφηνε περιθώρια για παραχωρήσεις.

Αν η σοσιαλδημοκρατία έσωσε τη μπουρζουαζία από την προλεταριακή επανάσταση, ο φασισμός ήρθε με τη σειρά του να απελευθερώσει τη μπουρζουαζία από τη σοσιαλδημοκρατία. Το πραξικόπημα του Χίτλερ είναι ο τελικός κρίκος στην αλυσίδα των αντεπαναστατικών μετατοπίσεων. Ο μικροαστός είναι εχθρικός στην ιδέα της εξέλιξης βαδίζει αναπόφευκτα ενάντιά του. Η πρόοδος δεν του έφερε τίποτε άλλο εκτός από χρέη, που δεν μπορεί να τα πληρώσει. Ο εθνικοσοσιαλισμός αποτάσσεται όχι μονάχα το μαρξισμό, αλλά επίσης και το Δαρβινισμό. Οι Νάτσηδες καταριούνται το ματεριαλισμό γιατί οι νίκες της τεχνικής πάνω στη φύση σημαίνουν τη νίκη του μεγάλου κεφαλαίου πάνω στο μικρό.

Οι αρχηγοί του κινήματος εκκαθαρίζουν τη διανόηση όχι μόνο γιατί οι ίδιοι διαθέτουν διανοούμενους δεύτερης ή τρίτης σειράς αλλά προπάντων γιατί ο ιστορικός τους ρόλος δεν ανέχεται την καλλιέργεια μιας σκέψης ως το τέλος. Ο μικροαστός έχει ανάγκη από μια ανώτερη παρουσία, πάνω από τη φύση και την ιστορία, προστατευμένη ενάντια στο συναγωνισμό, τον πληθωρισμό, την κρίση και τον εκπλειστηριασμό. Στην εξέλιξη, στη ματεριαλιστική αντίληψη και στον ορθολογισμό -στον 20ο, στο 19ο και στο 18ο αιώνα- αντιτάσσεται ο εθνικός ιδεαλισμός σαν πηγή ηρωικής έμπνευσης. Το έθνος του Χίτλερ είναι η μυθολογική σκιά της ίδιας της μικρομπουρζουαζίας, παθητικό παραλήρημα που της δείχνει τη χιλιόχρονη βασιλεία της πάνω στη Γη.

Για να υψώσουν το έθνος πάνω από την ιστορία, του δίνουν το υποστήριγμα της ράτσας. Η ιστορία θεωρείται σαν το απόσταγμα της ράτσας. Οι φυλετικές ιδιότητες δημιουργούνται ανεξάρτητα από τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες. Απορρίπτοντας την οικονομική αντίληψη σαν κατώτερη, ο εθνικοσοσιαλισμός κατεβαίνει έναν όροφο παρακάτω: από τον οικονομικό ματεριαλισμό καταφεύγει στο ζωολογικό Ματεριαλισμό. Η θεωρία της ράτσας, σαν να είχε επινοηθεί ειδικά για ένα φαντασμένο αυτοδίδακτο που αναζητεί ένα παγκόσμιο κλειδί για όλα τα μυστήρια της ζωής, φαίνεται προπάντων αξιοθρήνητη στο φως της ιστορίας των ιδεών.

Για να δημιουργήσει τη θρησκεία του καθαρού Γερμανικού αίματος ο Χίτλερ χρειάστηκε να δανειστεί από δεύτερο χέρι τις ρατσιστικές ιδέες ενός Γάλλου διπλωμάτη και ερασιτέχνη συγγραφέα, του κόμητα Γκομπινώ. Την πολιτική μεθοδολογία ο Χίτλερ τη βρήκε ολοέτοιμη στους Ιταλούς -ο Μουσολίνι είχε πλατιά χρησιμοποιήσει τη θεωρία της πάλης των τάξεων του Μαρξ. Ο ίδιος ο Μαρξισμός ήταν ο καρπός της ένωσης της Γερμανικής φιλοσοφίας, της Γαλλικής ιστορίας και της Αγγλικής οικονομίας. Ανατρέχοντας στη γενεαλογία των ιδεών, έστω και των πιο αντιδραστικών και των πιο ηλίθιων, δεν βρίσκουμε ίχνος ρατσισμού.

Η τεράστια φτώχεια της εθνικοσοσιαλιστικής φιλοσοφίας δεν εμπόδισε τις πανεπιστημιακές επιστήμες να μπούνε με διάπλατα πανιά μέσα στο αραξοβόλι του Χίτλερ όταν η νίκη του φάνηκε καθαρά. Τα χρόνια του καθεστώτος της Βαϊμάρης υπήρξαν για το μεγάλο τμήμα του καθηγητικού όχλου μια εποχή ταραχής και ανησυχίας. Οι ιστορικοί, οι οικονομολόγοι, οι νομικοί πελαγοδρομούσαν σε εικασίες για να μάθουν ποιο από τα αλληλοσυγκρουόμενα κριτήρια της αλήθειας ήταν το ορθότερο, δηλαδή ποιο στρατόπεδο τελικά θα επικρατούσε. Η φασιστική δικτατορία παραμέρισε τις αμφιβολίες του Φάουστ και τους δισταγμούς του Άμλετ από την πανεπιστημιακή έδρα.

Από το σούρουπο της κοινοβουλευτικής σχετικότητας η επιστήμη πέρασε ξανά στο βασίλειο του απολύτου. Ο Αϊνστάιν υποχρεώθηκε να στήσει το τσαντίρι του έξω από τη Γερμανία. Στον τομέα της πολιτικής ο ρατσισμός είναι μια πομπώδης και αυθάδης παραλλαγή του σωβινισμού συνδυασμένου με φρενολογία. Όπως η καταστραμμένη αριστοκρατία βρίσκει παρηγοριά στην ευγένεια του αίματός της, το ίδιο και η φτωχή μικρομπουρζουαζία μεθάει με τους μύθους για τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα της φυλής της. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ηγέτες του εθνικοσοσιαλισμού δεν είναι Γερμανικής καταγωγής αλλά προέρχονται από την Αυστρία.


Όπως ο ίδιος ο Χίτλερ, από τις Βαλτικές επαρχίες της παλιάς Αυτοκρατορίας των Τσάρων όπως ο Ρόζενμπεργκ, από αποικιακές χώρες, όπως ο Ες, ο αναπληρωτής του Χίτλερ στη διεύθυνση του κόμματος. Χρειάστηκε η βάρβαρη οχλοβοή των εθνικισμών στην περιφέρεια του πολιτισμού για να επιβάλλει στους ''αρχηγούς'' τις ιδέες που βρήκαν ακόλουθα μια απήχηση στην καρδιά των πιο βάρβαρων τάξεων της Γερμανίας. Η προσωπικότητα και η τάξη -ο φιλελευθερισμός και ο μαρξισμός- είναι το κακό. Το έθνος είναι το καλό. Μα στο κατώφλι της ιδιοκτησίας αυτή η φιλοσοφία αναποδογυρίζεται. Μόνο στην ατομική ιδιοκτησία βρίσκεται η σωτηρία. Η ιδέα της εθνικής ιδιοκτησίας είναι καρπός του Μπολσεβικισμού.

Αποθεώνοντας το έθνος ο μικροαστός δεν θέλει να του προσφέρει τίποτα. Αντίθετα, περιμένει από το έθνος να του χορηγήσει ιδιοκτησία και να τον προστατεύσει από τον εργάτη και το δικαστικό κλητήρα. Δυστυχώς το 3ο Ράϊχ δεν θα δώσει τίποτα στους μικροαστούς εκτός από νέους φόρους. Στον τομέα της σύγχρονης οικονομίας, διεθνούς από τους δεσμούς της, απρόσωπης από τις μεθόδους της, η αρχή της φυλής φαίνεται να βγαίνει από ένα κοιμητήριο του Μεσαίωνα. Η καθαρότητα της ράτσας που, στο βασίλειο του πνεύματος, διαβεβαιώνεται με το διαβατήριο, πρέπει να διαπιστωθεί, κυρίως στον τομέα της οικονομίας, με την αποδοτικότητα. Στις σύγχρονες συνθήκες αυτό σημαίνει: την ικανότητα του συναγωνισμού.

Από την πίσω πόρτα ο ρατσισμός ξαναγυρίζει στον οικονομικό φιλελευθερισμό απαλλαγμένο από τις προλεταριακές ελευθερίες. Στην πράξη ο εθνικισμός στην οικονομία περιορίζεται σε εκρήξεις αντισημιτισμού, αδύναμες παρ΄ όλη την κτηνωδία τους. Από το σύγχρονο οικονομικό σύστημα οι νάτσηδες παραμερίζουν το τοκογλυφικό και το τραπεζικό κεφάλαιο σαν να ήταν ο σατανάς. Ε, λοιπόν, είναι ακριβώς σ΄ αυτή τη σφαίρα που η ισραηλιτική μπουρζουαζία κατέχει μια μεγάλη θέση. Ενώ υποκλίνονται μπροστά στο κεφάλαιο στο σύνολό του, οι μικροαστοί κηρύττουν τον πόλεμο ενάντια στο κακό πνεύμα της συσσώρευσης κάτω από το σχήμα ενός Πολωνοεβραίου με μακρύ καφτάνι που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει ούτε πεντάρα στην τσέπη του.

Το πογκρόμ γίνεται η μεγαλύτερη απόδειξη της ανωτερότητας της ράτσας. Το πρόγραμμα με το οποίο ο εθνικοσοσιαλισμός ανέβηκε στην εξουσία -αλίμονο- θυμίζει πολύ τα μεγάλα εβραϊκά μαγαζιά σε μια απόμακρη επαρχία. Και τι δεν βρίσκει κανείς εκεί; - σε χαμηλή τιμή και σε ακόμη χαμηλότερη ποιότητα: την ανάμνηση των ευτυχισμένων χρόνων του ελεύθερου συναγωνισμού και την αόριστη λαχτάρα της σταθερότητας μιας κοινωνίας αποτελούμενης από κάστες, τις ελπίδες σε μια αναγέννηση της αποικιακής Αυτοκρατορίας και τα όνειρα μιας κλειστής οικονομίας.

Τις φράσεις για την επιστροφή από το Ρωμαϊκό δίκαιο στο παλιό Γερμανικό δίκαιο και τα διαβήματα στις ΗΠΑ σχετικά με το χρεοστάσιο, τη ζηλόφθονη εχθρότητα απέναντι σε μια ανισότητα που παίρνει τη μορφή μιας βίλας κι ενός αυτοκινήτου και το ζωώδη φόβο από την ισότητα που παίρνει τη μορφή ενός εργάτη με τραγιάσκα και χωρίς κολάρο, η λύσσα του εθνικισμού και ο φόβος μπροστά στον παγκόσμιο πιστωτή, όλα τα απορρίμματα της διεθνούς πολιτικής σκέψης χρησιμεύσαν για να γεμίσουν τον πνευματικό θησαυρό του νέου Γερμανικού Μεσσιανισμού. Ο φασισμός ανέβασε στην πολιτική το βούρκο της κοινωνίας.

Όχι μόνο στα σπίτια των χωρικών αλλά και στους ουρανοξύστες των πόλεων, πλάι στον εικοστό αιώνα, ζουν ακόμα σήμερα ο δέκατος και δέκατος τρίτος αιώνας. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν το ηλεκτρικό ρεύμα χωρίς να παύουν να πιστεύουν στη μαγική δύναμη των χειρονομιών και των εξορκισμών. Ο Πάπας της Ρώμης διαδίδει με το ραδιόφωνο το θαύμα της μεταμόρφωσης του νερού σε κρασί. Οι κινηματογραφικοί αστέρες καταφεύγουν στις μάγισσες. Οι αεροπόροι, που διευθύνουν τους θαυμαστούς μηχανισμούς τους δημιουργημένους από τη μεγαλοφυΐα του ανθρώπου, φέρνουν φυλαχτά πάνω στα σουέτερ τους. Τι ανεξάντλητα αποθέματα σκοταδισμού, άγνοιας και αγριότητας.

Η απελπισία τα ξεσήκωσε, ο φασισμός τους έδωσε μια σημαία. Κάθε τι που μέσα στην κανονική ανάπτυξη της κοινωνίας θα απορρίπτονταν από τον εθνικό οργανισμό σαν έκκριμα του πολιτισμού, ξεπετιέται τώρα από το λαρύγγι: ο καπιταλιστικός πολιτισμός ξερνά μια βαρβαρότητα που δεν χωνεύτηκε, αυτή είναι η φυσιολογία του εθνικοσοσιαλισμού. Ο Γερμανικός φασισμός, όπως και ο ιταλικός, ανέβηκε στην εξουσία πατώντας στη ράχη της μικρομπουρζουαζίας που τη μεταμόρφωσε σε κριό ενάντια στις οργανώσεις της εργατικής τάξης και τις οργανώσεις της δημοκρατίας. Αλλά ο φασισμός στην εξουσία είναι λιγότερο από κάθε τι άλλο κυβέρνηση της μικρομπουρζουαζίας. Αντίθετα είναι η δικτατορία η πιο αλύπητη του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Ο Μουσολίνι έχει δίκοιο: οι μεσαίες τάξεις είναι ανίκανες για μια ανεξάρτητη πολιτική. Στις περιόδους της μεγάλης κρίσης καλούνται να φέρουν μέχρι παραλογισμού την πολιτική μιας από τις δύο βασικές τάξεις. Ο φασισμός πέτυχε να τις βάλει στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Συνθήματα όπως η κρατικοποίηση του τραστ και η κατάργηση των άνομων ωφελημάτων πετάχτηκαν στο καλάθι των αχρήστων από τότε που ανέβηκε στην εξουσία. Αντίθετα ο ιδιομορφισμός των Γερμανικών ''περιοχών'' που στηρίζονταν στις ιδιομορφίες της μικρομπουρζουαζίας άφησε θέση στον καπιταλιστικό και αστυνομικό συγκεντρωτισμό. Κάθε επιτυχία της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής του εθνικοσοσιαλισμού σημαίνει αναπόφευκτα τη συντριβή του μικρού κεφαλαίου από το μεγάλο.

Το πρόγραμμα των μικροαστικών αυταπατών δεν έχει καταργηθεί. Αποσπάται απλώς από την πραγματικότητα και διαλύεται μέσα σε τελετουργικές πράξεις. Η ενοποίηση όλων των τάξεων περιορίζεται στο μισοσυμβολισμό της υποχρεωτικής υπηρεσίας εργασίας και τη δήμευση “υπέρ του λαού” της εργατικής γιορτής της Πρωτομαγιάς. Η διατήρηση του γοτθικού αλφαβήτου ενάντια στο λατινικό αλφάβητο αποτελεί μια συμβολική ρεβάνς ενάντια στο ρεύμα της παγκόσμιας αγοράς. Η εξάρτηση από τους διεθνείς, μαζί και τους Εβραίους, τραπεζίτες δεν περιορίστηκε ούτε κατά ένα γιώτα. Αντίθετα, απαγορεύτηκε η σφαγή των ζώων σύμφωνα με τη ρήση του Ταλμούδ.

Αν ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, οι δρόμοι του 3ου Ράϊχ είναι στρωμένοι με σύμβολα. Ταπεινώνοντας το πρόγραμμα των μικροαστικών αυταπατών σε καθαρά γραφειοκρατικές μασκαράτες, ο εθνικοσοσιαλισμός ορθώνεται πάνω από το έθνος σαν η χειρότερη μορφή του ιμπεριαλισμού. Είναι απολύτως μάταιη η ελπίδα ότι η κυβέρνηση του Χίτλερ θα μπορούσε να πέσει σήμερα ή αύριο, θύμα της δικής της εσωτερικής ασυνέπειας. Ένα πρόγραμμα ήταν αναγκαίο στους Νάτσηδες για να φτάσουν στην εξουσία, αλλά η εξουσία δεν χρησιμεύει καθόλου στο Χίτλερ για να πραγματοποιήσει αυτό το πρόγραμμα. Το καθήκον του έχει υπαγορευθεί από το μονοπωλιακό κεφάλαιο.


Η αναγκαστική συγκέντρωση όλων των πόρων και όλων των μέσων του λαού σύμφωνα με τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού, που είναι η πραγματική ιστορική αποστολή της φασιστικής δικτατορίας, σημαίνει την προετοιμασία του πολέμου, αυτό το καθήκον με τη σειρά του δεν ανέχεται καμιά εσωτερική αντίδραση και οδηγεί στην κατοπινή μηχανική συγκέντρωση της εξουσίας. Δεν είναι δυνατόν ούτε να μεταρρυθμιστεί ούτε να παραιτηθεί ο φασισμός. Μπορεί μόνο να ανατραπεί. Η πολιτική τροχιά του εθνικοσοσιαλισμού θα καταλήξει σ΄ αυτό το δίλημμα: ''Πόλεμος ή Επανάσταση''.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Οι Ναζί στην Εξουσία

Ήδη το ναζιστικό κόμμα είχε καταφέρει να έχει πίσω του μια τεράστια πλημμυρίδα μαζικής υποστήριξης. Η νέα Βουλή που συγκλήθηκε ψήφισε να δοθούν στον Χίτλερ απεριόριστες εξουσίες. Ήταν η αρχή του τέλους. Σύντομα η σημαία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αντικαταστάθηκε από τον αγκυλωτό σταυρό των Εθνικοσοσιαλιστών. Ο Χίτλερ ήταν μεταξύ αυτών που κατήγγειλαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Είχε παράλληλα ιδρυθεί το 1919 το Ναζιστικό Κόμμα (Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών) από μία ομάδα επτά ανδρών με ηγέτη τους τον ίδιο τον Χίτλερ.

Το 1923 τέθηκε επικεφαλής μιας απόπειρας πραξικοπήματος από μέρους των «Φαιοχιτώνων», του ιδιωτικού στρατού των Ναζί, οι οποίοι διαλύθηκαν γρήγορα και ο Χίτλερ καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Στη φυλακή συνέταξε το Mem Kampf, (Ο Αγών μου), μια ασυνάρτητη πραγματεία γεμάτη μίσος για του Εβραίους και τους κομμουνιστές. Εξέφρασε επίσης την αντίληψή του για την προδοσία της Γερμανίας από τους εχθρούς της του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Το μήνυμα του Χίτλερ έβρισκε απήχηση σε έναν αυξανόμενο αριθμό απογοητευμένων και απειλούμενων οικονομικά συμπατριωτών του. Στις εκλογές του 1928, οι Ναζί κέρδισαν 12 έδρες στη Βουλή. Το 1930 κέρδισαν 107, αυξάνοντας τις ψήφους τους από 800 χιλιάδες σε 6,5 εκατομμύρια.

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1932 το κοινοβουλευτικό σύστημα κατέρρευσε. Κανένας αρχηγός κόμματος δεν μπορούσε να αποκτήσει πλειοψηφία στη Βουλή, επειδή οι Ναζί αρνούνταν να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, στην οποία δεν ήταν ο Χίτλερ επικεφαλής, ενώ οι Κομμουνιστές αρνούνταν να συνεργαστούν με τους Σοσιαλιστές. Τον Ιανουάριο του 1933 μια ομάδα αντιδραστικών βιομηχάνων, τραπεζιτών και Πρώσων γαιοκτημόνων έπεισε τον πρόεδρο Χίντεμπουργκ να διορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο, προφανώς με τη σκέψη ότι θα μπορούσαν να τον ελέγξουν. Οι υποστηρικτές του σχεδίου όμως υποτίμησαν την τεράστια πλημμυρίδα μαζικής υποστήριξης πίσω από το ναζιστικό κόμμα. 

Ο Χίτλερ δεν άργησε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την ευκαιρία και έπεισε τον Χίντεμπουργκ να προκηρύξει νέες εκλογές στις 5 Μαρτίου. Όταν συγκλήθηκε η νέα Βουλή ψήφισε να δοθούν στον Χίτλερ απεριόριστες εξουσίες. Η νέα Γερμανία διακήρυξε ότι ήταν το «Τρίτο Ράιχ», διάδοχος της αυτοκρατορίας των Hohenstaufen του Μεσαίωνα και της Αυτοκρατορίας των Hohenzollern των νεότερων χρόνων. Όλα τα πολιτικά κόμματα πλην του ναζιστικού, τέθηκαν εκτός νόμου. Ο ολοκληρωτικός έλεγχος επεκτάθηκε στον Τύπο, την εκπαίδευση, τις τέχνες και σε πολλούς κλάδους της παραγωγής και του εμπορίου. 

Μέτρα πάρθηκαν εναντίον των Εβραίων: εκδιώχθηκαν από τις δημόσιες υπηρεσίες, τους στερήθηκε η γερμανική ιθαγένεια και πρακτικά αποκλείστηκαν από τα πανεπιστήμια. Το 1938 κορυφώνεται η φανατική σταυροφορία εναντίον των Εβραίων για την εκδίωξή τους από τη χώρα και την ολοκληρωτική τους καταστροφή. Την άνοιξη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρα από το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό εθνικό λαϊκό κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του κομμουνιστικού κόμματος ήταν ο Ερν. Τέλμαν. 

Οι κομμουνιστές κατέβηκαν στις εκλογές με το σύνθημα: «Όποιος ψηφίζει Χίτλερ ψηφίζει πόλεμο». Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, γι' αυτό στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποψήφιος που στήριζε η σοσιαλδημοκρατία, ο Χίντενμπουργκ. Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη, η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούρια κυβέρνηση τη σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν (Franz von Papen), που αύξησε πρώτα πρώτα τη φορολογία και μείωσε δραστικά τα κονδύλια για την κοινωνική ασφάλιση. Ταυτόχρονα οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα. Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, πρότεινε στην ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος να κηρυχθεί γενική απεργία διαμαρτυρίας. Αλλά οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών απόρριψαν την πρόταση των κομμουνιστών και μάλιστα τους κατηγόρησαν για «πρόκληση». Οι σοσιαλδημοκράτες ματαίωναν με όλα τα μέσα κάθε εκδήλωση επαναστατικής πρωτοβουλίας των μαζών. Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής. 

Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του «μικρότερου κακού», δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο «ριζοσπαστισμός από τα αριστερά». Στην πραγματικότητα, όμως, η γραμμή συνεργασίας με την αστική τάξη οδηγούσε από τη μια παραχώρηση στην αντίδραση στην άλλη, στην παραίτηση από τον αποφασιστικό αγώνα κατά της επίθεσης του φασισμού, στρώνοντας ουσιαστικά το δρόμο για την επιβολή του. Στις εκλογές για καινούριο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη, το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα είχαν μεγάλες απώλειες. 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το Σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι Χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η κυβερνητική εξουσία. Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούριες βουλευτικές εκλογές που έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες είχαν τώρα μαζί στο Ράιχσταγκ 221 έδρες, ενώ το κόμμα του Χίτλερ είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι εθνικοσοσιαλιστές έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης. 


Η κυβέρνηση του Πάπεν παρά τις αντιδραστικές προσπάθειές της δεν κατόρθωσε να εξασθενίσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι' αυτό άρχισε έντονα να καλλιεργείται στους κόλπους της αστικής τάξης η λύση του Χίτλερ στην κυβέρνηση. Έτσι δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη που στις 19 Νοεμβρίου 1932 o Πρόεδρος Χίντενμπουργκ έλαβε μήνυμα υπογραμμένο από του ισχυρότερους βιομηχάνους του Ράιχ (Industrielleneingabe), με το οποίο του συνέστησαν να διορίσει καγκελάριο τον Αδόλφο Χίτλερ. Στις 17 Νοέμβρη ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Κουρτ φον Σλάιχερ (Kurt von Schleicher). Ο Σλάιχερ κατάργησε μερικά από τα πιο μισητά έκτακτα διατάγματα του Πάπεν, αλλά ούτε αυτός πέτυχε να εκτονώσει το εργατικό, λαϊκό κίνημα. 

Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χίντενμπουργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ. Στις 22 Γενάρη οι Χιτλερικοί οργάνωσαν με την ανοχή της αστυνομίας μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε απάντηση 150.000 εργάτες του Βερολίνου με επικεφαλής τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν, πέρασαν στις 29 Γενάρη τους δρόμους του Βερολίνου διαδηλώνοντας πως είναι έτοιμοι να αποκρούσουν τους φασίστες. 

Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρότεινε στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον των χιτλερικών, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν. Ο Σλάιχερ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 28 Ιανουαρίου 1933 και στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διορίζει τον Χίτλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος. Οι προθέσεις του Χίτλερ, γίνονται φανερές από την πρώτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ, ο Φρικ και ο Γκέριγκ, και όπου πρότεινε να χτυπηθεί άμεσα το Κομμουνιστικό Κόμμα. 

Ο Χίτλερ ξεκαθάρισε το σχέδιο του: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία». Ο Χίτλερ διαλύει την βουλή και προκηρύσσει εκλογές για τις 5 Μαρτίου. Στις 20 Φεβρουαρίου 1933, λίγο πριν τις Γερμανικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, μετά από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους της Γερμανίας, μαζί με τον Σαχτ (Πρόεδρο της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων από το 1930, Διευθυντή της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 Υπουργό Οικονομικών των Ναζί), συναντήθηκαν στο Βερολίνο. 

Στη συνάντηση αυτή ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των Ναζί να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, να κτυπήσουν κάθε αντιπολίτευση με βία και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. Είπε μάλιστα πως «οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια». Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Γουστάβος Κρουπ, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας Alfried Krupp A.G., και πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων, τέσσερα ηγετικά στελέχη της I. G. Farben, ενός εκ των μεγαλυτέρων μονοπωλίων χημικών στον κόσμο, ο Αλβέρτος Βόγκλερ, επικεφαλής της United Steel Works της Γερμανίας και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι. 

Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των Ναζί στις επερχόμενες εκλογές του Μάρτη 1933, ύψους 3.000.000 μάρκων. Ο Γκαίμπελς, υπαρχηγός του Χίτλερ και πρόεδρος του Γερμανικού Κοινοβουλίου, του Ράιχσταγκ, γράφει στις 31 του Γενάρη στο ημερολόγιό του: «Σε μια συνομιλία με τον Φίρερ, καθορίζουμε την κατευθυντήρια γραμμή του αγώνα ενάντια στην κόκκινη τρομοκρατία. Προς το παρόν, θέλουμε να αποφύγουμε τα άμεσα αντίποινα, πρέπει να φουντώσει πρώτα η προσπάθεια της μπολσεβίκικης επανάστασης. Μετά, στην κατάλληλη στιγμή, θα δώσουμε το αποφασιστικό χτύπημα». Στις 24 του Φλεβάρη 1933, η αστυνομία, για πολλοστή φορά, ενεργεί εξονυχιστικές έρευνες στο κτίριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας στο Βερολίνο. 

Αφού το κτίριο της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος έμεινε επί βδομάδες στην κατοχή της αστυνομίας, ξαφνικά βρέθηκε σ' αυτό «βαριά ενοχοποιητικό» υλικό. Με πελώριους τίτλους, ο Ναζιστικός Τύπος μιλάει για ''μυστικές οδηγίες'', σύμφωνα με τις οποίες πρέπει «να πυρποληθούν κυβερνητικά κτίρια, μουσεία, επαύλεις και εργοστάσια ζωτικής σημασίας». Στις 26 του Φλεβάρη, «κατά σύμπτωση», έχουμε εμπρησμούς δημοσίων κτιρίων. Ο δράστης, που κατορθώνει πάντοτε «να διαφεύγει χωρίς να αναγνωριστεί», προσπάθησε να βάλει φωτιά στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας της Βερολινέζικης συνοικίας Καΐλιν, στο Δημαρχείο και στην έπαυλη Μπερλίνερ Σλος.

Ο Γερμανικός Ολοκληρωτισμός

Οι παράγοντες που οδήγησαν στον τελικό θρίαμβο του Ναζισμού στη Γερμανία είναι πολλοί και διαφορετικοί. Ωστόσο μπορούν να υπογραμμιστούν οι δύο σημαντικότεροι. Η αίσθηση ταπείνωσης που προερχόταν από την ήττα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά την περίοδο 1871 - 1914 η Γερμανία είχε υψωθεί σε περίοπτη πολιτική και πολιτιστική θέση γνωρίζοντας παράλληλα μια αξιοσημείωτη ευημερία βασισμένη στη βιομηχανική της παραγωγή. Μετά το συντριπτικό πλήγμα του 1918 άρχισε να ενισχύεται ο μύθος κατά τον οποίο το έθνος «μαχαιρώθηκε πισώπλατα»από σοσιαλιστές και Εβραίους που βρίσκονταν στην κυβέρνηση. Η κατηγορία αυτή δεν είχε ίχνος αλήθειας. 

Όσοι όμως ζητούσαν έναν αποδιοπομπαίο τράγο κατέκριναν την «ανευθυνότητα» της αβασίλευτης δημοκρατίας επιθυμώντας μια αυταρχική διακυβέρνηση για την ανάκτηση του σεβασμού του κόσμου προς τη Γερμανία. Ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να καλπάζει ήδη από το 1914, όταν η Γερμανία χρηματοδοτούσε τον πόλεμο με ομόλογα, θεωρώντας ότι μετά από μία πιθανή νίκη το κόστος θα πήγαινε στους ηττημένους. Με την ήττα όμως αυτό ήταν ανέφικτο και η κεντρική τράπεζα Ράιχσμπανκ τύπωνε χρήμα χωρίς κανένα αντίκρισμα σε χρυσό.

Με υπέρμετρες μισθολογικές αυξήσεις στα πρώτα τρία χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης προκειμένου να αποτραπούν κοινωνικές εντάσεις τροφοδοτήθηκε αρχικά μια έκρηξη των εξαγωγών και της εσωτερικής κατανάλωσης. Όταν η χώρα άρχισε να δοκιμάζεται από την εκτεταμένη ανεργία, η κυβέρνηση αύξησε την προσφορά χαρτονομίσματος προκειμένου να χρηματοδοτήσει προγράμματα ασφάλισης κατά της ανεργίας, οδηγώντας σε καλπάζοντα πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός ξέφυγε από κάθε έλεγχο εξαιτίας των πολεμικών επανορθώσεων, ένα πρόβλημα που είχε αφήσει άλυτο η Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919. Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1923 το κόστος ζωής για ένα άτομο υπολογίζονταν στο αστρονομικό ποσό των 15 δισεκατομμυρίων μάρκων. 


Εκείνοι που εξαρτιόνταν από σταθερά εισοδήματα έβλεπαν πια την ασφάλειά τους να υπονομεύεται, καθώς οι εργασιακές αμοιβές δεν ακολουθούσαν την τεράστια αύξηση του κόστους ζωής. Άρχισαν λοιπόν να χάνουν οποιαδήποτε πίστη είχαν προς την αβασίλευτη δημοκρατία.  Λίγο αργότερα, η Μεγάλη Κρίση του 1929, στη Γερμανία οδήγησε στα ακόλουθα αποτελέσματα: Οι αγρότες εξοργίστηκαν με την κατάρρευση των τιμών των προϊόντων τους και με το βάρος χρεών και φόρων. Οι φοιτητές έβλεπαν ελάχιστη προοπτική να βρουν μια θέση σε ήδη κορεσμένα επαγγέλματα. Έξι εκατομμύρια εργάτες ήταν άνεργοι. Η αστική τάξη έβλεπε τις καταθέσεις της να εξανεμίζονται.

Συνέπεια αυτών ήταν η στροφή πολλών εργατών προς το Κομμουνιστικό Κόμμα, γεγονός που φόβιζε την αστική τάξη. Όμως όταν στις εκλογές του 1932 το Κομμουνιστικό Κόμμα πήρε περίπου 6 εκατομμύρια ψήφους, περισσότερο από το 1/7 του συνόλου, πολλοί καπιταλιστές και μεγαλοϊδιοκτήτες τρόμαξαν μπροστά σε ό,τι θεωρούσαν αυξανόμενο κίνδυνο μπολσεβίκικης επανάστασης. Έτσι, αφού η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε ουσιαστικά μόλις ξεψυχήσει, βρέθηκαν να πρέπει να διαλέξουν το λεγόμενο μικρότερο κακό, που τελικά ήταν το απόλυτο.

Συνοψίζοντας, αν η «ανάπηρη» δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε καταφέρει να κρατηθεί στη ζωή, ίσως να είχε αποφευχθεί το αιματοκύλισμα της Ευρώπης κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ίσως να είχε αποφευχθεί ο Ναζιστικός εφιάλτης.Εν τέλει ίσως αυτή ήταν το πραγματικό μικρότερο κακό.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου