Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Τι είναι Μηδενισμός;

Ο μηδενισμός στη ζωή μας

Παράλληλα με τις προφητείες του Μαρξ για γκρέμισμα του ειδώλου του αστικού κόσμου, ένας άλλος φιλόσοφος προφητεύει την αμείλικτη συντριβή αυτού του ειδώλου, θεμελιωδώς όμως από ηθική σκοπιά. Είναι ο Φρίντριχ Νίτσε. Αμφισβήτησε το οικοδόμημα του δυτικού πολιτισμού στην ίδια του τη ρίζα. Εκκινούσε για τούτη τη ριζική αμφισβήτηση από μια ανεξάντλητη πνευματικότητα, που αντλούσε τη βεβαιότητά της από ένα πηγαίο βίωμα, μοναδικό στη δυναμική του εκδήλωση, σχεδόν θεοτικό. Έτσι ο φιλόσοφος αισθανόταν όλη τη φιλοσοφική του δραστηριότητα ως την πιο ασυγκράτητη δράση ανατροπής σύμπαντος του υπαρκτού συστήματος αξιών. Παρόμοια και ο Μαρξ συνδύαζε εξίσου απαράμιλλη πνευματικότητα και ένα τρίσβαθο βίωμα, με ζωηρή την αίσθηση της μοναδικότητάς του. Ετούτη η αίσθηση του υπαγόρευε την ανάπτυξη της δικής του ανατρεπτικής δράσης. Βέβαια η δράση αυτών των δυο μέγιστων διανοητών της νεωτερικής εποχής εκτυλίχθηκε σε διαφορετικούς άξονες και υπό μια εντελώς διαφορετική προοπτική: ο Νίτσε αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως τον «φιλόσοφο με το σφυρί», που είχε για προορισμό να συντρίψει το παλαιό και να πραγματώσει τη φιλοσοφία ως την καθίδρυση του Νέου: της εποχής του Διονύσου, την οποία ενσαρκώνει η ζωή του υπερ-ανθρώπου και η αιώνια επιστροφή. Σε συνδυασμό με το φιλοσοφικό του σφυροκόπημα ένιωθε για πιο κοντινό του φιλόσοφο τον Ηράκλειτο και κατανοούσε την βαρυσήμαντη ρήση του τελευταίου: «πόλεμος πατήρ πάντων …» ως την αρχέγονη δύναμη της ουσίας του κόσμου, που στη δική του γλώσσα σήμαινε: η δύναμη της βούλησης, κωδικοποιημένη, εκδηλωνόμενη ως η βούληση για δύναμη (der Wille zur Macht) και τίποτε άλλο πέραν τούτου. Η βούληση για δύναμη νοείται ως βούληση αιώνιας επιστροφής του ανθρώπου στην αρχέγονη δύναμή του. Ετούτη η ατέρμονη διεργασία του ανθρώπου για ανάκτηση της αρχέγονης δύναμής του εκτυλίσσεται στο παρόν ως δράση ενάντια σε κάθε εξουσιαστική επιβολή πάνω στην ουσία του ανθρώπου, με μια λέξη ως Μηδενισμός. Απ’ αυτή την άποψη, ο Νίτσε θεωρεί ως μια τεράστια επιχείρηση εξαπάτησης και ασυναρτησίας όλη τη δραστηριότητα της φιλοσοφίας και της θρησκείας – πέραν αυτής της συγκεκριμένης για την ανάκτηση ολόκληρης της ανθρώπινης ουσίας ως αρχέγονης δύναμης, πέραν δηλαδή της δράσης του Υπερ-άνθρωπου– για να καθιδρυθεί ένας δεύτερος ιδεατός, ήτοι μετα-φυσικός κόσμος.

Από τη δική του σκοπιά, ο Μαρξ εργάστηκε ομοίως ενάντια στην καθίδρυση ενός τέτοιου ιδεατού, μετα-φυσικού κόσμου, χωρίς ωστόσο να το κατορθώσει στο τέλος: προφήτεψε την κατάρρευση της αστικής κοινωνίας και την έλευση της «σοσιαλιστικής»/«κομμουνιστικής» κοινωνίας ως την έλευση της ελευθερίας, ως τη γη της επαγγελίας χωρίς επιστροφή στο κακό. Με το σύνολο της σκέψης του ο Μαρξ επιχείρησε όχι απλώς «να ερμηνεύσει τον κόσμο, αλλά και να τον αλλάξει»[1], εκκινώντας από την εμπράγματη συνθήκη του τελευταίου. Τελικά όλη η πράξη του δεν ήταν παρά μια ερμηνευτική διεργασία του υπαρκτού συστήματος, τέτοια που συνιστά τον τελευταίο προμαχώνα της μετα-φυσικής, παρά τις αντίθετες προθέσεις, όπως έχει καταδείξει πειστικά ο Χάιντεγκερ. Στο πέρασμα του χρόνου, πιο ειδικά, πολύτροπες απόπειρες πρακτικής αλλαγής του κόσμου, που εκδηλώθηκαν από κάποιες ηγετικές ομάδες του ιστορικού μαρξισμού, όχι μόνο ναυάγησαν, αλλά έφεραν στην εξουσία και αιμοσταγείς τυραννίσκους με τις κομματικές τους φράξιες, που στήριξαν τα καθεστώτα τους σε φεουδαρχικής υφής μετα-φυσικά πρότυπα, πιο δολερά από εκείνα του αστικού πολιτισμού. Μια φρικώδη μικρογραφία όλων αυτών των καθεστωτικών πλεγμάτων αποτελεί και το σημερινό φεδουαλικό καθεστώς της Ελλάδας. Οι εν λόγω πολιτικές συμμορίες υλοποιούσαν/υλοποιούν όχι κάποια μορφή «σοσιαλισμού», όπως ήθελαν ή θέλουν να πιστεύουν, και συναφώς την εκρίζωση του παλαιού μετα-φυσικού κόσμου, αλλά την καθίδρυσή του με πιο πονηρό, πιο μασκαρεμένο τρόπο και γι’ αυτό πιο ειδεχθή: μιλούν «σοσιαλιστικά» και πράττουν νεοφασιστικά, με οδηγό τις πιο αισχρές φαντασιακές οντογενέσεις του νηπιακού λογισμού τους. Έτσι απέδειξαν ιστορικά ότι ενσαρκώνουν τις πιο διεστραμμένες μορφές της νεωτερικής υποκειμενικότητας· εκείνης δηλαδή της υποκειμενικότητας, ενάντια στην οποία στράφηκε με δριμύτητα ο διαλεκτικός λόγος της εγελιανής Φαινομενολογίας του πνεύματος, της Επιστήμης της Λογικής, αλλά και της Φιλοσοφίας του Δικαίου. Πρόκειται για την προ-εγελιανή συλλογική συν ατομική υποκειμενικότητα, που δεν αναγνωρίζει τη Λογικότητα του πραγματικού, συναφώς δεν ενδιαφέρεται ή δεν μπορεί, λόγω ανικανότητας, να τη γνωρίσει, με αποτέλεσμα να καλλιεργεί μια ψευδή συνείδηση ενός ανεπανόρθωτα αρρωστημένου Εγώ, που όλα τα «ξέρει» και όλα τα «μπορεί»: δεν έχει καμιά σχέση με τον νιτσεϊκό υπερ-άνθρωπο, αλλά μόνο με τη μεταφορικώς νοούμενη θεολογική υποκειμενικότητα· δηλαδή με την απολυτοποίηση της υποκειμενικής γνώμης και αναγωγής της σε θεολογικό επέκεινα, εγκατεστημένο ψευδώς στην καρδιά του παρόντος· π.χ. ο Λόγος, υπό ορισμένους όρους, του Διαφωτισμού· σίγουρα όμως ο καταστροφικός «Λόγος» του νεοφασιστικού μορφώματος της σοσιαλφεουδαρχικής «αριστεράς».

 Ιδεολογική συνέπεια αυτής της προ-εγελιανής, προ-διαλεκτικής υποκειμενικότητας του «αριστερού» καθεστωτισμού είναι ο τεμαχισμός, η διχοτόμηση του κόσμου υπό το εξής σχήμα: εμείς και οι εχθροί μας οι άλλοι. Η κοινωνία έτσι χωρίζεται στους λίγους, αλλά εκλεκτούς «δικούς μας», δηλαδή στους απαίδευτους/ακατέργαστους εαυτούς των εν λόγω καθεστωτικών, δικτατορίσκων και της παρέας τους, και στους άλλους, δηλαδή στην πλειονότητα της κοινωνίας, που αμφισβητεί την άνομη εξουσία τους, την εξουσιαστική τους βουλιμία, την αποβλακωμένη τους πολιτική παρουσία. Αυτό δεν είναι άλλο από «μια παλαιομοδίτικη θεϊκή καθοδήγηση»[2] ενός αντιδραστικού μηδενισμού, που στο όνομα της λεγόμενης πάλης των κοινωνικών τάξεων και της αντίστοιχης στενόμυαλης ηθικής ισοπεδώνει καθετί το ανώτερο, το αληθινά ανθρώπινο και ανθρωπιστικό. Η εν λόγω στενόμυαλη ηθική ενδιαφέρεται, υποτίθεται, για την καταπολέμηση της παρακμής, της ανθρωπιστικής κρίσης κ.λπ. χωρίς να την αντιμετωπίζει ως σύμπτωμα αυτής τούτης της πορείας της ζωής και με όρους ριζικής ανατροπής του θεσμικού στοιχείου που κυοφορεί ή συντηρεί αυτή την παρακμή. Ο Νίτσε αίρεται πάνω από διχασμούς και διχοτομήσεις και συλλαμβάνει όλα τούτα τα συμπτώματα [=παρακμή του πολιτισμού, καθεστωτικά βιολιά, μικρόψυχες ηθικές αρρωστημένων θεσμών και θεσμικών παραγόντων κ.λπ.] ως στοιχεία ενός παθητικού ή κουρασμένου μηδενισμού, που εισάγει έξωθεν την «υπεράνθρωπη αυθεντία»[3], τους περίφημους «καθοδηγητές». Αυτές οι «καθοδηγητικές αυθεντίες» νομιμοποιούνται ως τέτοιες από τα ευπειθή τους πρόβατα, την αγελαία μάζα των αδύναμων, των πεινασμένων και εξαθλιωμένων, που τους ακολουθούν πιστά και φτιάχνουν έτσι οι ίδιοι τις αλυσίδες τους. Αυτή η μηδενιστική παθητικότητα μπορεί να αντιμετωπισθεί, μας λέει ο Νίτσε, με το αντι-κίνημα του ενεργητικού μηδενισμού[4], που αφήνει πίσω του όλες τις μικροπρεπείς ηθικές, τις αλτρουιστικές φωνασκίες των ως άνω αυθεντιών και όλες τις εξουσιαστικές δυνάμεις που κρύβονται πίσω από τις γοερές κραυγές των πονηρών πολιτευτών. Γράφει προφητικά ο Νίτσε:

«Προκαλεί ντροπή το γεγονός ότι όλοι οι θεωρητικοί του σοσιαλισμού πιστεύουν πως θα μπορούσαν να υπάρξουν περιστάσεις, κοινωνικοί συνδυασμοί, που επιτέλους θα έβαζαν τέλος στη φαυλότητα, στην αρρώστια, στο έγκλημα, στην πορνεία, στην ανέχεια… Μα αυτό σημαίνει ότι καταδικάζουμε τη ζωή… Μια κοινωνία δεν είναι ελεύθερη να μένει πάντα νέα. Ακόμη και στο απόγειο της ευρωστίας της αφήνει τη βρωμιά της και τα σκουπίδια της. Όσο πιο ενεργητικά και τολμηρά πάει μπροστά, τόσο πιο πλούσια θα είναι σε αποτυχίες, σε παραμορφώσεις, τόσο πιο κοντά θα βρίσκεται στον ξεπεσμό και την κατάπτωση… Δεν καταργείται το γήρας με τους θεσμούς. Ούτε η αρρώστια. Ούτε η φαυλότητα».[5]

Πώς καταργούνται όλα τούτα; Με τη ριζική ανατροπή όλων των ξεπερασμένων και φθαρμένων αξιών· μια ανατροπή που επαγγέλλεται ο ενεργητικός μηδενισμός και η οποία διαλύει όλες τις απάτες ή αυταπάτες των εναλλασσομένων στην εξουσία πολιτικών συμμοριών. Με την άνοδο αυτού του μηδενισμού, οι ισχυρές φύσεις των ανθρώπων αποκτούν την αυταξία τους, γενικότερα τις αξίες τους όχι μέσα από τη σύγκρισή τους με άλλους –π.χ. ο ένας είναι καλύτερος φιλελεύθερος ή σοσιαλιστής από τον άλλο ή μια κυβέρνηση είναι χειρότερη ή καλύτερη από την άλλη– αλλά μέσα από την εναρμόνιση, τη συμφωνία της βούλησής τους με τις ικανότητές τους. Με τούτη την έννοια, ο μηδενισμός νομιμοποιείται ως η ύψιστη αξία της ύπαρξής μας· μια αξία που εισάγεται στη ζωή μας ως απαλλαγή από επέκεινα, από ψευδείς φιλαλήθειες, από ηθικολογικά κηρύγματα και παρόμοια τέτοια πλανερά μυθεύματα. Τα τελευταία τούτα ανήκουν στα "πιστεύω" των νεοφασιστών της καθεστωτικής "αριστεράς" και κάθε άλλης συγγενούς ή ανταγωνιστικής πολιτικής παραφυάδας και συνθέτουν τις πολυδαίδαλες αλχημείες τους για την κατάληψη και τη νομή της εξουσίας.
----------------------
[1] Βλ. την 11η θέση από: Κ. Μαρξ: Θέσεις για τον Φόυερμπαχ.
[2] Fr. Nietzsche: Der Wille zur Macht. Kröner 1996, σ. 25.
[3] Ό.π., σ. 19.
[4] Ό.π., σ. 4 και 21.
[5] Ό.π., σσ. 30-31.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου