Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για φιλοσοφιαΑπόλυτο
Ο όρος απόλυτο, ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως επίθετο (απόλυτη Κατάσταση) και ως ουσιαστικό, προέρχεται από τη μετοχή του αορίστου του λατινικού absolvere: “αποτινάσσω κάθε δεσμό, ελευθερώνομαι από κάθε περιορισμό”. Δείχνει επομένως αυτό που είναι πρωταρχικό, δεν εξαρτάται από τίποτε και δεν ανέχεται περιορισμούς, είναι ελεύθερο και αδέσμευτο, χωρίς όρια, άπειρο. Στο θεολογικό λεξιλόγιο καθορίζει μια υπερβατική αρχή ή πιο απλά τον θεό. Με αυτήν ακριβώς την έννοια διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Ν.Κούζα που στο έργο του Σοφή Αμάθεια (1440) υποστήριξε ότι μόνο ο Θεός, εφ’όσον είναι σύμπτωση των αντιθέτων δικαιούται αυτόν τον τίτλο. Ωστόσο στον γερμανικό ρομαντισμό που ο όρος γνώρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία του (μέχρι που τελικά έγινε αντικείμενο κατάχρησης), καταλήγοντας να δείχνει τη βάση της πραγματικότητας (την άπειρη αρχή της). Στη βάση ακριβώς του νοήματος που αποδίδεται στο Απόλυτο θέλουμε να διαφοροποιήσουμε τη διδασκαλία των τριών μεγαλύτερων φιλοσόφων του Ιδεαλισμού.

Ο Φίχτε (1702-1814) συνέλαβε το Απόλυτο ως υποκειμενικότητα και δραστηριότητα. Είναι το Καθαρό Εγώ, μια πνευματική αργή, άπειρη και απεριόριστη που βρίσκεται πίσω από κάθε πραγματικότητα (στη δεύτερη φάση της σκέψης του, ο Φίχτε, επιστρέφοντας σε μια πιο παραδοσιακή διατύπωση, θα το ταυτίσει με τον Θεό). Το Απόλυτο δημιουργεί τον εαυτό του (σύμφωνα με το περίπλοκο λεξιλόγιο του Φίχτε: «Το Εγώ θέτει τον ίδιο του τον εαυτό») και δημιουργεί το αντίθετό του, το μη-Εγώ, το μη-πνευματικό, το μη ενεργό, το μη υποκειμενικό, δηλαδή τη Φύση, την υλική και παθητική πραγματικότητα. Καθώς είναι πηγή τόσο του ίδιου του εαυτού όσο όλων εκείνων που δεν είναι, το Απόλυτο είναι άπειρη υποκειμενικότητα, δυναμική και δημιουργική δραστηριότητα, η οποία έχει πάντοτε την τάση να ξεπερνά τα εμπόδια που τίθενται από την ίδια: το Εγώ, δηλαδή το ανθρώπινο πνεύμα, δημιουργεί το μη-Εγώ, δηλαδή τη Φύση, μόνο και μόνο για να μπορέσει να την ξεπεράσει και να επανεδραιώσει την κυριαρχία του.

Ο Σέλινγκ (1775-1854) είδε στο Απόλυτο την ενότητα ή ταυτότητα φύσης και πνεύματος που δεν μπορεί να διαχωριστεί. Στην υλική Φύση, που ο Φίχτε υποτιμούσε ως μη-Εγώ. εντόπισε μια βασική αξία, συμμετρική με το πνεύμα, αλλά εξίσου απαραίτητη. Μπορούμε να φθάσουμε στη Φύση ξεκινώντας από το πνεύμα, αλλά μπορούμε να πραγματοποιήσουμε την αντίθετη διαδικασία, φθάνοντας στο πνεύμα ξεκινώντας από τη Φύση αυτό που βρίσκεται πίσω και από τα δυο, n αρχή της μη διάκρισης (ούτε υλική ούτε πνευματική, αλλά πιθανώς και το ένα και το άλλο), είναι το Απόλυτο.

Ο Χέγκελ επέκρινε τόσο την έννοια του Απόλυτου του Φίχτε (άπειρη πνευματικότητα που δημιουργεί η Φύση) όσο και εκείνη του Σέλινγκ (Ταύτιση πνεύματος – Φύσης), υποστηρίζοντας ότι το Απόλυτο πρέπει να θεωρείται ως ένα αποτέλεσμα, ως μια διαδικασία που εκτυλίσσεται με τον χρόνο, όχι ένα στατικό ον ή έννοια. Το Απόλυτο είναι η προοδευτική πνευματοποίηση της ύλης, η σταδιακή μετατροπή της Φύσης σε πνεύμα, η αργή, αλλά συνεχής προσέγγιση της ύλης σε όλο και ανώτερα επίπεδα οργάνωσης. Είναι ένα μεταφυσικό γίγνεσθαι (ο κανόνας ανάπτυξης τον οποίου δίδεται από τη διαλεκτική ) που ο Χέγκελ περιγράφει διεξοδικά στο σύστημά του.

Διαλεκτική του Χέγκελ
Ο Χέγκελ αποκάλεσε διαλεκτική τη διαδικασία μέσω της οποίας το πεπερασμένο μετατρέπεται σε άπειρο (Πεπερασμένο/ άπειρο). Αυτό το γίγνεσθαι, που θα μπορούσε να ονομαστεί η ζωή του Πνεύματος, συνίσταται σε έναν τριαδικό ρυθμό: η πρώτη στιγμή είναι η θέση (η ύπαρξη ως είναι) η δεύτερη είναι η αντίθεση (η ύπαρξη ως μην είναι), η τρίτη είναι η σύνθεση (η επιστροφή στην ύπαρξη).

Η διαλεκτική είναι ενεργή σε κάθε κομμάτι της ύπαρξης. Στον φυσικό κόσμο, για παράδειγμα, εξηγεί την πορεία του βιολογικού γίγνεσθαι: στον σπόρο (θέση) δυνητικά περιέχεται ήδη το φυτό (σύνθεση), αλλά μέχρι να πραγματοποιηθεί η ανάπτυξη είναι ανάγκη ο σπόρος να μεταμορφωθεί ριζικά, δηλαδή να “αρνηθεί ότι είναι τέτοιος” τη στιγμή της αντίθεσης.

Ολόκληρη η διαδικασία μπορεί να περιγραφεί ως ένας κύκλος, στον οποίον πραγματοποιείται μια γέννηση, μια ανάπτυξη και τέλος η επιστροφή στο αρχικό στοιχείο, το οποίο έχει εμπλουτιστεί με μια νέα διάσταση. Μπορούμε να θεωρήσουμε το φυτό ως έναν πραγματοποιημένο σπόρο, που έχει αναπτύξει πλήρως την εσωτερική του φύση, αλλά είναι εμφανές ότι δεν υπάρχει κάποια υποχρέωση να λάβουμε τον σπόρο ως αρχή της διαδικασίας ακόμη κι αν αυτό είναι το αντίθετο στα συνηθισμένα, θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε τη θέση στο φυτό και να το θεωρήσουμε ως ένα μέσον που χρησιμοποιείται από τους σπόρους (τώρα έγιναν σύνθεση) για να αναπαραχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Το τελικό αποτέλεσμα΄είναι το ίδιο, επειδή η διαλεκτική πραγματοποιείται με μια συνεχή διαδικασία, κατά την οποία κάθε ον, αυτό είναι το βασικό σημείο, πραγματοποιείται καθώς μετατρέπεται σε κάτι άλλο.

Η διαλεκτική μέθοδος προϋποθέτει ότι κάθε πλευρά της πραγματικότητας, ως πεπερασμένη οντότητα, δεν είναι ποτέ οριστική και απόλυτη- ο Χέγκελ συμμεριζόταν την άποψη του Ηράκλειτου ότι δεν υπάρχει τίποτε σταθερό και ότι η πραγματικότητα συνίσταται σε μια διαδικασία αδιάκοπου γίγνεσθαι: κάθε ον δεν μπορεί να υπάρχει παραμένοντας ίδιο. Ένας σπόρος γίνεται κατανοητός μόνο υπό το φως της μοίρας που τον περιμένει (να μεταστοιχειωθεί σε φυτό).

Αφ’ετέρου, αν το άπειρο ζει στην πεπερασμένη κατάσταση του πραγματικού, τότε κάθε μέρος της πραγματικότητας, ακόμη κι αν φαινομενικά είναι ασήμαντο, έχει έναν δικό του βαθύ λόγο ύπαρξης, συγκεκριμένη αξία και αξιοπρέπεια. “Όλο το πραγματικό είναι λογικό” ισχυρίζεται ο Χέγκελ: αυτό που συνήθως ονομάζουμε τύχη δεν υπάρχει, αλλά είναι το προϊόν ενός συνήθους ανθρώπινου λάθους, αποτέλεσμα της συνήθειας να θεωρούμε και να εξηγούμε το πεπερασμένο ως τέτοιο, και όχι ως μια στιγμή σε μια διαδικασία. Κάθε γεγονός, βρίσκει την εξήγησή του όταν το αντιμετωπίζουμε ως μέρος εντός συνόλου.

Η διαδικασία του Χέγκελ έχει δώσει τα πιο ενδιαφέροντα αποτελέσματα στην εφαρμογή της στην ιστορία: το πιο σημαντικό του έργο, η Φαινομενολογία του Πνεύματος (1807) είναι η αφήγηση των φάσεων στις οποίες παράγεται η σταδιακή πρόοδος του Πνεύματος. Όλες αυτές οι φάσεις (που ο Χέγκελ ονομάζει “μορφές του πνεύματος”) , όπως τα γρανάζια ενός μηχανισμού, είναι αναγκαίες και αναπόφευκτες. Στην ιστορία δεν υπάρχουν σωστά ή λάθος γεγονότα, αρνητικά ή θετικά, νόμιμα ή παράνομα: όλα όσα συμβαίνουν (ακόμη και οι πόλεμοι και τα πιο στυγερά εγκλήματα) έχουν τον δικό τους πολύ συγκεκριμένο λόγο διάπραξης (αυτή η θεωρία ονομάζεται δικαιολογισμός ή αλλιώς τάση να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα).

Σύστημα Χέγκελ (Εγελιανό Σύστημα)
Χαρακτηριστικό στοιχείο της σκέψης του Χέγκελ είναι το πνεύμα του συστήματος, η στάση σύμφωνα με την οποία το μέρος γίνεται κατανοητό μόνο όταν το μελετήσουμε ως μέρος του όλου στο οποίο ανήκει. Σύμφωνα με τον Χέγκελ κάθε τμηματική πλευρά της πραγματικότητας (ένα άτομο, ένα ιστορικό γεγονός, ένας επιστημονικός νόμος) καταλήγει να είναι ανεξήγητη από μόνη της, απομονωμένη από τον διαλεκτικό κύκλο ( Διαλεκτική του Χέγκελ) στον οποίο ανήκει και που το θέτει σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Το να υποστηρίξουμε το αντίθετο, ότι μπορούμε δηλαδή να καταλάβουμε κάτι απομονώνοντάς το από το περιεχόμενο, είναι σαν να λέμε ότι μπορούμε να καταλάβουμε τη λειτουργία ενός οργάνου χωρίς να κάνουμε αναφορά στο σώμα στο οποίο ανήκει. Κάθε πεπερασμένο δεν έχει μέσα του μια αληθινή πραγματικότητα, όπως ακριβώς ένα όργανο δεν μπορεί να ζήσει απομονωμένο από το σώμα του. Αληθινά και ολοκληρωτικά πραγματικό είναι μόνο το σύνολο.

Αν κάθε πεπερασμένο περιλαμβάνεται σε μια ανώτερη ολότητα, εφαρμόζοντας τον συλλογισμό σε προοδευτική κλίμακα φθάνουμε πολύ γρήγορα στην ολότητα όλων των ολοτήτων, μια οριακή έννοια, από την οποία δεν αποκλείεται τίποτε, και που ο Χέγκελ αποκαλεί Απόλυτο Πνεύμα. Η επιλογή του όρου έχει σημαντικά κίνητρα: θέλει να δείξει ότι το άπειρο, η πραγματικότητα στο σύνολό της, είναι μια πνευματική οντότητα, διαθέτει μια ιδανική Φύση αν όχι υπερβατική. Συνεχίζοντας μια αρχαία φιλοσοφική παράδοση που προέρχεται από τον Πλωτίνο, ο Χέγκελ θεωρεί την ύλη (από την οποία αποτελείται κάθε πεπερασμένο πράγμα) ως ενα μη-ον, μια εφήμερη και παράδοξη παρουσίαση του πνεύματος, η μεταβατική στιγμή της αντίθεσης στην οποία το πνεύμα για να πραγματοποιηθεί πλήρως αποκηρύσσει τον εαυτό του ως έχει. Σε αυτές τις θεωρητικές βάσεις, ο Γερμανός φιλόσοφος πραγματοποίησε μια μακρά και πλήρη αναδόμηση της ιστορίας του Πνεύματος, μέσω των φάσεων (μορφές), οι οποίες υποδηλώνουν το γίγνεσθαι της ιστορίας αυτής. Σε μια μεγαλοπρεπή αναδόμηση της ανάπτυξης του κόσμου και της ανθρώπινης ιστορίας ο Χέγκελ δημιούργησε ένα σύστημα στο οποίο όλα αυτά που έχουν υπάρξει και υπάρχουν αποκτούν το νόημά τους.

Σύμφωνα με τον Χέγκελ, η ιστορική συνέχεια του απείρου Πνεύματος έχει έναν σκοπό. Είναι μια ιδέα που φαίνεται παράξενη για τον δικό μας τρόπο σκέψης, ο οποίος έχει συνηθίσει να φαντάζεται το άπειρο ως μια διαδικασία από τη φύση της ανοιχτή και ατελείωτη (όπως στην αριθμητική σειρά, στην οποία μπορούμε πάντοτε να προσθέσουμε μια νέα μονάδα). Αυτή η αντίληψη, ωστόσο, είναι εκείνη ακριβώς που ο Χέγκελ προσδιόριζε, αποδίδοντάς της στο streben του Φίχτε, ένα κακό άπειρο. Είναι αναγκαίο, αντίθετα, να εφαρμόσουμε ακόμη και στην ανάλυση της ολότητας στο σύνολό της εκείνη τη διαλεκτική διαδικασία που καθορίζει κάθε μορφή γίγνεσθαι. Ακόμη και η ζωή του απείρου πνεύματος αναπτύσσεται επομένως σε τρεις φάσεις σύμφωνα με μια κυκλική διαδικασία. Ως θέση το πνεύμα συνίσταται στη λογική που εκφράζει αφηρημένα τη λογική ουσία του, ως αντίθεση συνίσταται στην ύλη, ως σύνθεση συνίσταται σε μια διαδικασία προοδευτικής πνευματοποίησης της ύλης. Σε αυτή την κατανομή αντιστοιχεί ο διαχωρισμός της Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επιστημών (1817), το σημαντικό έργο του Χέγκελ, σε λογική, φιλοσοφία της Φύσης και φιλοσοφία του Πνεύματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου