Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Ο ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η μοίρα του ευγενούς οίκου των Αλκμεωνιδών είναι μοναδική· ο οίκος αυτός, από τους πιο αριστοκρατικούς της Αθήνας εξαιτίας των καταβολών του, αριθμεί ανάμεσα στα μέλη του τους δύο πιο φλογερούς δημιουργούς της δημοκρατίας, τον Κλεισθένη και τον Περικλή. Πρέπει άραγε να αποδώσουμε τον κληρονομικό τους φιλελευθερισμό σε κάποια ταπεινή φιλοδοξία, στην ιδέα να τον χρησιμοποιήσουν σαν εφαλτήριο της λαϊκής ευπιστίας; Πρέπει μήπως να δούμε στις πράξεις τους την απόδειξη της ακαταμάχητης συμπάθειας για το πλήθος, η οποία τους ωθεί να υπερτονίσουν τα προνόμιά του; Ούτε η μία ούτε η άλλη από αυτές τις δύο υποθέσεις δεν είναι άτοπη, χω­ρίς αμφιβολία. Αλλά ας παρακολουθήσουμε πρώτα στο έργο του τον Κλεισθένη, αυτόν τον λαμπρό εκπρόσωπο της πιο παλιάς δημοκρατικής δυναστείας στον κόσμο.
 
Μετά την αναχώρηση του Ιππία, η πολιτική κατάσταση στην Αττική έμενε, το μαντεύει κανείς, αρκετά συγκεχυμένη. Το αξίωμα του άρχοντα, το οποίο κατείχε από μακρούς χρόνους ένας Πεισιστρατίδης, ξανάρθε πρώτα σ’ έναν κάποιον Ισαγόρα,[1] άνθρωπο ικανό, αφού ήταν φίλος συνάμα των έκπτωτων τυράννων, των ευγενών, και του βασιλιά της Λακεδαίμονας, του Κλεομένη. Ακούμε μ’ αυτή την ευκαιρία να μιλούν πρώτη φορά για εταιρίες, είδος αριστοκρατικών λεσχών που στήριξαν τη δράση του και τον βοήθησαν να διώξει τον Κλεισθένη, τον οποίο όμως ευνοούσαν όλοι οι οπαδοί της δημοκρατίας. Αλλά, για να εξασφαλίσει ακόμα καλύτερα τη νίκη το Ισαγόρας, διέπραξε το σφάλμα να καλέσει σε βοήθεια τ Σπαρτιάτες, που απέλασαν εφτακόσιες οικογένειες από Αθήνα με το πρόσχημα ότι είχαν επιτελέσει ιεροσυλία - συμφωνία με τους Αλκμεωνίδες -, μετέχοντας στην αιματηρή καταστολή η οποία είχε ακολουθήσει την απόπειρα του Κύλωνα. Όταν η Βουλή του Σόλωνα, που δεν είχε ποτέ καταργηθεί, κατανόησε ότι απειλούνταν να εξαφανιστεί, αποφάσισε πραγματικά να οργανώσει την αντίσταση εναντίον αυτών των ξένων, οι οποίοι αναμειγνύονταν, για να έρθουν να επιβάλουν το νόμο στην Αθήνα. Στη φωνή της το πλήθος ξαναπήρε θάρ και εξεγέρθηκε. Απώθησε τον Κλεομένη, τον Ισαγόρα και τ φίλους τους στην Ακρόπολη και τους απόκλεισε εκεί για ι μέρες χωρίς τρόφιμα και χωρίς νερό. Την τρίτη μέρα επήλθε συμφωνία με τους ακόλουθους όρους: ο Κλεομένης και άνδρες του θα εκκένωναν την Αττική· ο Ισαγόρας θα παραδινόταν στους Αθηναίους· ο Κλεισθένης θα ξαναγύριζε από εξορία με όλους τους φυγάδες. Με την επιστροφή του ο Κλεισθένης έβαλε να εκτελέσουν τον Ισαγόρα και μερικούς < τους συνενόχους του. Ο δρόμος φαινόταν ελεύθερος. Σιγουρεμένος με την εμπιστοσύνη του λαού, ο Αλκμεωνίδης επιχείρησε να συνεχίσει το έργο του Σόλωνα (508-507 π.Χ.).
 
Όσο περισσότερες δυσκολίες χρειάζεται να υπερκεράσουμε για να οδηγήσουμε σε αίσιο πέρας ένα έργο, τόσο μεγαλύτερο θαυμασμό πρέπει να αισθανόμαστε γι’ αυτό. Αν αληθεύει αυτό, πρέπει να ομολογήσουμε πως το συντελεσμένο από Κλεισθένη έργο αξίζει άφθονα εγκώμια. Εργάστηκε τριγυρισμένος χωρίς διακοπή από κινδύνους - εσωτερικούς εξωτερικούς -, χωρίς κανείς ποτέ να κατορθώσει να μεταστρέψει το μαθηματικής ακρίβειας πνεύμα του από την ευθεία γραμμή, τη χαραγμένη από την πρώτη μέρα. Μας αρέσει φανταζόμαστε αυτόν τον πολύ ευγενή Αθηναίο να απομονώνεται από το πλήθος, αφού είχε θέσει στον εαυτό του τα προς λύση προβλήματα, να επεξεργάζεται το σχέδιό του, να το φέρνει σαν ένα σύνολο, για να το δεχθούν ή να το απορρίψουν. Είναι ακριβώς η μοναδική φορά στην ιστορία της Αθήνας, που έχουμε την εντύπωση πως βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν άνθρωπο που έχει ιδέες βέβαιες, εννοεί να τις εφαρμόσει, γιατί τις πιστεύει σωστές, και αρνείται να τις τροποποιήσει κατά τη θέληση των συγχρόνων του ή κατά τη συγκυρία των γεγονότων. Μπορεί κανείς σε παρόμοια περίπτωση να πετύχει χωρίς καμιά αμφιβολία αποτελέσματα που να διαρκούν. Σπάνια δρέπουμε την ευγνωμοσύνη ή τη δόξα. Ο Κλεισθένης, που έκανε τόσα για το λαό της Αθήνας, δεν ήταν και δεν υπήρξε ποτέ δημοφιλής. Τον 5ο αιώνα το όνομά του δεν ακούγεται καθόλου. Του Σόλωνα το όνομα αναδύεται μόνο τότε, το είπαμε, σαν το όνομα του πραγματικού θεμελιωτή της δημοκρατίας.[2] Οι σύγχρονοι εκδικήθηκαν τον Κλεισθένη υπέρμετρα· γιατί του απέδωσαν μια μεγαλοφυΐα που δεν είχε. Η Αθήνα είχε ανάγκη από ένα νου ψυχρό, για να ξαναβάλει τάξη σε μια λη αναστατωμένη από τα πάθη, από έναν κυβερνήτη φωτισμένο και προνοητικό· πολύ περισσότερο από έναν αρχηγό φαντασία σπινθηροβόλα. Ακόμα μια φορά της ήταν τυχερό βρει την κατάλληλη στιγμή τον άνθρωπο που της χρειαζόταν.
 
Ήταν σαφές πως όσο θα υπήρχαν τα παραδοσιακά στελέχη της πόλης θα επιζούσε η δύναμη των μεγάλων αριστοκρατικών φρατριών και θα διαιωνιζόταν η κατωτερότητα εκείνων : είχαν αποκλεισθεί από τα πολιτικά δικαιώματα. Επομένως πρέπει να τους συντρίψουν ή να τους αχρηστέψουν. Ο Κλεισθένης προσανατολίζει την επιλογή του σ’ αυτό το δεύτερο σο. Ένα Κράτος ουσιαστικά θρησκευτικό ακόμη στη δομή τ θα το αντικαταστήσει με το πιο κοσμικό[3] Κράτος της Ελλάδας, τουλάχιστο εμφανισιακά- ή, για περισσότερη ακρίβεια, θα επικαλύψει το θρησκευτικό με το κοσμικό. Αυτή είναι η κύρια πρωτοβουλία του και, όπως θα το δούμε, αρκεί για αλλάξει το πεπρωμένο της χώρας.
 
Αφήνει λοιπόν να αντικαταστήσουν τα δηλωτικά της καταγωγής κύτταρα, τις φρατρίες και τα γένη, και τα αγνοεί πια. Τα κύτταρα αυτά παύουν να είναι η βάση των θεσμών, πάνω στους οποίους θεμελιώνεται η δημόσια ζωή. Επινοεί μια διαίρεση του τόπου τελείως τεχνητή, τον δῆμον, την κοινότητα Αττική θα μετρά από τώρα και στο εξής εκατό δήμους, άνισης σπουδαιότητας ως προς την έκταση τους ή ως προς τον αριθμό των κατοίκων τους, ίσης όμως σπουδαιότητας ως προς τον πολιτικό τους ρόλο.[4] Δεν ανήκει κανείς σε κάποιο δήμο ούτε με κληρονομικό δικαίωμα ούτε με προνόμιο αποκτημένο εξαιτίας της περιουσίας του. Είναι του ενός ή του άλλου δήμου, απλώς γιατί κατοικεί στο έδαφος του. Μήπως όμως αυτές οι εκατό μικρές δημοκρατίες, έχοντας η καθεμιά έναν αρχηγό, τον δή­μαρχον, μια συνέλευση, την ἀγοράν, θα εκθέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ενότητα της Αθήνας και θα καταστρέψουν μερικώς τα πλεονεκτήματα που συνήγαγε η πόλη από το συνοικισμό; Με κανένα τρόπο, γιατί ο Κλεισθένης φροντίζει βέβαια να τις ενσωματώσει μέσα στην αρχαία οργάνωση, τη φυλή, την οποία ανανέωσε. Αλλά τι αναστάτωση! Από τέσσερις τις έκανε δέκα τις φυλές. Πρώτα ήσαν γενοκρατούμενες· τώρα γίνονται τοπικές. Πρώτα είχαν κάποιο από αυτά τα ονόματα που συναντά κανείς πάντα στις ιωνικές πόλεις· από δω και στο εξής έχουν για επώνυμους τους ήρωες που διάλεξε ο θεός Απόλλωνος. Και κυρίως κοιτάξτε πώς έχουν συντεθεί. Δεν υπάρχουν πια ομάδες στους κόλπους της φυλής· υπάρχουν μονάχα τες, άτομα που προέρχονται απ’ όλες τις γωνιές της Αι και έχουν αναμειχθεί σοφά. Ακόμα και οι οίκοι κονιορτοποιήθηκαν· ο Κλεισθένης φοβόταν την ανασύσταση των τριών περιοχές κομμάτων που στάθηκαν αντιμέτωπα το ένα στο άλλο, τον καιρό του Πεισίστρατου. Γι’ αυτό λοιπόν προσάπτει καθεμιά από τις φυλές δήμους, παρμένους κατά το ένα από την πεδιάδα, κατά το ένα τρίτο από την παραλία και το ένα τρίτο από το βουνό. Αυτή τη φορά ήταν σίγουρος θα εμφανίζονταν πια οι αγώνες των περασμένων καιρών.  Ευγενείς και ξωμάχοι, καλλιεργητές, έμποροι, ψαράδες σχηματίζουν μια πλατιά και ενιαία μάζα.[5] Εκατό δήμοι και δέκα φυλές· μόνο αυτοί οι αριθμοί θα λογαριάζονται στην κλασική Αθήνα. Για τις αρχές, κάθε πολιτειακό όργανο έχει δέκα μέλη, ένα μέλος κατά φυλή. Ο στρατός θα διαθέτει δέκα συντάγματα, ένα κατά φυλή. Η Βουλή, αντί να έχει εκατό μέλη, θα έχει πεντακόσια, πενήντα κατά φυλή, που τα υπόδειχναν οι δήμοι ανάλογα με τον αριθμό των κατοίκων τους. Αριθμητική ακρίβεια που θα άρεσε στον Πυθαγόρα,[6] ο οποίος δε θα πάψει να εμπνέει από τώρα και στο εξής τη σκέψη όλων των πολιτικών που βρίσκονταν σε δυσκολίες κατά τις μεταρρυθμίσεις τους.
 
Άλλα μέτρα προσμαρτυρούν ότι ο Κλεισθένης επιζήτησε να κάνει λιγότερο βαριά την κηδεμονία των θεών στην πόλη της Αθήνας. Αυτοί μόνοι τους ρύθμιζαν ακόμα όλο το ημερολόγιο, σύμφωνα με το σεληνιακό έτος.[7] Οι γιορτές, οι θρησκευτικές τελετές, οι ημερομηνίες έναρξης των θητειών των αρχόντων και των θησαυροφυλάκων, όλα καθορίζονταν από τον κύκλο των τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ημερών του νυχτερινού άστρου. Τα σπουδαία γεγονότα της δημόσιας ζωής ο Κλεισθένης τώρα τα συσχετίζει με τις φάσεις του ηλιακού έτους τ τριακοσίων εξήντα ημερών, αυξημένου κατά τριάντα ημέρες τακτικά διαστήματα. Η συνέλευση και η Βουλή κατανέμουν εργασίες τους σε δέκα ίσες περιόδους τριάντα έξι ή τριάντα εννιά ημερών. Το πολιτικό και το θρησκευτικό έτος παύουν συμπίπτουν κατά τη διάρκεια ενός αιώνα περίπου.
 
Ωθούν ακόμα πιο μακριά τη μεταβολή του παλαιού θρησκευτικού Αθηναϊκού Κράτους σε κοσμικό. Πιστός στη μέθοδό του ο Κλεισθένης φυλάγεται καλά και αποφεύγει να επιτεθεί άμεσα στον Άρειο Πάγο και στο αξίωμα του άρχοντα, σ’ αυτά σεβάσμια πολιτειακά όργανα. Όμως απογυμνώνει το πρώτο από ένα μέρος των δικαστικών του προνομίων προς όφελος της Βουλής των Πεντακοσίων και της Εκκλησίας του Δήμου, και αντιμέτωπο του άλλου στήνει ένα καινούριο αξίωμα, την στρατηγίαν.[8] Οι δέκα στρατηγοί γίνονται οι πραγματικοί πολεμικοί αρχηγοί της πόλης αλλά επίσης, κατά μοιραία εξέλιξη, όπως θα το δούμε πιο πέρα, οι πραγματικοί αρχηγοί σε καιρό ειρήνης. Ένας επιδέξιος συνδυασμός κλήρωσης και εκλογής[9] επέτρεψε να υποδείχνουν τους καλύτερους και τους πιο άξιους για να κατέχουν αυτή τη θέση, η οποία σύντομα έγινε η κυριότερη της δημοκρατίας. Ο Κλεισθένης σκεφτόταν για όλα.
 
Και κυρίως προφυλάσσει το καθεστώς του από ένα πραξικόπημα των ολιγαρχικών και των φίλων των τυράννων, από τους οποίους επιδιώκει να αποστερήσει για πάντα την εξουσία. Αυτός είναι ο σκοπός του περίφημου νόμου του για τον ὀστρακισμόν. Όπως δείχνει η μελέτη των αρχέγονων κωδίκων της Ανατολής,[10] η αρχή του νόμου αυτού φαίνεται ίσως λιγότερο πρωτότυπη απ’ όσο έχουμε για πολύ καιρό υποθέσει. Δεν ήταν ανήκουστο πραγματικά να απαλλάσσονται από έναν εγκλημα­τία ή από ένα άτομο κηλιδωμένο από ατίμωση, προσκαλώντας το επιτακτικά να βρει άσυλο προσωρινό ή οριστικό αλλού, μακριά από την πατρίδα του. Όμως ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν φανταστεί να χρησιμοποιήσουν παρόμοιο μέσο για την ειρήνευση των πολιτικών παθών· επιπλέον, ποτέ δεν είχαν καθορίσει τον τρόπο εφαρμογής του με τόση πραότητα και ακρίβεια συνάμα· εδώ αναγνωρίζεται πως η λογική του Κλεισθένη ήταν η ανθρωπιά του.
 
Πριν από αυτόν, το έθιμο ρύθμιζε πολύ συνοπτικά την περίπτωση εκείνου που τολμούσε να διαταράξει με κάποια από τις πράξεις του τη δημόσια ησυχία ή να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της πολιτείας. Ανακηρυσσόταν άτιμος, δηλαδή τον απέβαλλαν από την κανονική κοινωνία, και ή μπορούσε ο καθένας να τον σκοτώσει ή αναγκαζόταν σε αυτοεξορία. Και η ίδια απειλή βάραινε σ’ όλους τους δικούς του, σε όλα τα μέλη της «ράτσας του», μια και θεωρούνταν αλληλέγγυα υπεύθυνοι για το κακούργημά του. Όμως ο Κλεισθένης είχε ήδη δ δύο φορές το μετριοπαθές πνεύμα του. Δεν είχε εκδιώξει 511/10 π.Χ. όλους τους Πεισιστρατίδες αλλά μονάχα τους σους απόγονους του Ιππία. Το 508/7 είχε βάλει να προγράψουν μονάχα τον Ισαγόρα και τους πιο μπλεγμένους από συντρόφους του. Οι ουσιώδεις προθέσεις του Κλεισθένη ή α) να δώσει σ’ ολόκληρο το λαό το δικαίωμα να υποδείχνει άνθρωπο που έπρεπε να χτυπηθεί, επειδή αντιπροσώπευε κίνδυνο για το Κράτος, αλλά να χτυπηθεί μόνο αυτός, και β προσδιορίσει προκαταβολικά την ποινή που έμελλε να επιβληθεί και να σκεφθεί τους όρους, με τους οποίους θα αποφαινόταν για την ποινή. Προτείνει λοιπόν στην Εκκλησία του Δήμου να επιβάλλει εξορία δέκα χρόνων - που ένα ψήφισμα αμνηστίας θα μπορούσε άλλωστε να συντομεύσει - στον ύποπτο τυραννικών προθέσεων. Και ακόμη αυτή η εξορία ήταν περιβεβλημένη από πλήθος μετριασμών. Ο ένοχος έχει δέκα μέρει να αποχαιρετήσει τους δικούς του. Εκτός από μια καθορισμένη ζώνη - πέρα από την Εύβοια και την Αργολίδα -, μπορ; διαλέξει τον τόπο διαμονής που του αρέσει. Διατηρεί το δικαίωμα να χαίρεται την περιουσία του, η οποία δεν είναι δημευμένη. Και ακόμη αυτή η εξορία δεν αποφασιζόταν τ με όρους που ήταν δύσκολο αλήθεια να πραγματοποιηθούν αφού 1) δεν μπορούσαν να καταφύγουν στον οστρακισμό 7 μια φορά το χρόνο, μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου, Εκκλησία του Δήμου έπρεπε να είχε εκφράσει την πρόθεσή της για οστρακισμό δύο τουλάχιστο εβδομάδες προηγουμένως χρειαζόταν τέλος να συγκεντρωθεί ένας ελάχιστος αριθμό χιλιάδων ψήφων στο ίδιο όνομα, αριθμός τεράστιος, σχεδόν αναληθοφανής, όταν θυμόμαστε αυτό που περιγράφει ο Θουκυδίδης για την τάση των Αθηναίων να απέχουν από Εκκλησία του Δήμου.[α]
 
Ο Κλεισθένης μπορούσε να ρίξει ένα βλέμμα ικανοποίησης στο οικοδόμημα που μόλις είχε κατασκευάσει. Ήταν συνάμα αρμονικό και στέρεο. Ζύμωσε έναν λαό ελεύθερων και ίσων πολιτών. Τον χειραφέτησε από το ζυγό των Ολύμπιων θεών.[11] Ο Κλεισθένης εμπιστεύθηκε το μέλλον του αθηναϊκού λαού στη δίκιά τους τη σοφία, αλλά καθόρισε όρια λογικά κατά τη θέλησή του. Μια άλλη εποχή άρχιζε για την Αθήνα και έχουμε το δικαίωμα να αναρωτηθούμε μήπως υπήρξε το 506 π.Χ. μια πρώτη αναδιοργάνωση των Παναθηναίων, για να προσαρμόσουν καλύτερα αυτή την αρχαία θρησκευτική γιορτή στις τάσεις της νεαρής δημοκρατίας. Στη συνέχεια υποχρεώθηκε άλλωστε να υπερασπίσει τον εαυτό της, για να ζήσει. Αντιμετώπισε περήφανα πολυάριθμους κινδύνους. Μπόρεσε την ίδια χρονιά να απωθήσει τους Σπαρτιάτες, τη Θήβα και τους Ευβοείς, που της είχαν επιτεθεί. Η νίκη τής έδωσε την ιδέα να συνεχίσει το έργο του Κλεισθένη, χωρίς άλλωστε να ξέρουμε αν εκείνος ήταν ακόμη εκεί76 για να κατευθύνει τις προσπάθειες των οπαδών του. Οι αρμοδιότητες της Βουλής, αυτού του ακρογωνιαίου λίθου του καθεστώτος, αναπροσαρμόσθηκαν. Η στρατιωτική υπηρεσία έγινε υποχρεωτική.[12] Όμως ο ορίζοντας, παρ’ όλα αυτά, παρέμενε κατασκότεινος. Η Λακεδαίμονα καραδοκούσε την ευκαιρία για εκδίκηση. Η Θήβα ήταν απαρηγόρητη για την απώλεια των Πλαταιών. Στα ανοιχτά η Αί ήταν ζηλόφθονη και επιθετική- φοβόταν την ανάπτυξη αθηναϊκού εμπορίου. Στην Ανατολή ο Ιππίας ραδιουργούσε χωρίς ανάπαυλα κοντά στο βασιλιά των βασιλιάδων. Είμαστε τώρα στην αυγή του 5ου αιώνα π.Χ. Θα είναι άραγε γιο Αθήνα ο αιώνας της παρακμής της ή της δόξας της; Μπορ να το μαντέψουμε, αρκεί να παρακολουθήσουμε τα κατορθώματά της κατά τη διάρκεια των κινδύνων που απειλούν ύπαρξη της ελληνικής φυλής.[13]
--------------------------------------
[1] Ισαγόρας: Αρχηγός των αριστοκρατικών, οι οποίοι επέστρεψαν στην Αθήνα μετά την απομάκρυνση του Ιππία (510 π.Χ.). Με τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων προσπάθησε να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά απέτυχε λόγω της αντίδρασης των δημοκρατικών πολιτών. 
[2] Οι Αρχαίοι, θεωρώντας το Σόλωνα εισηγητή της δημοκρατίας, ήξεραν πολύ καλά τι πίστευαν. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης δεν αναφέρει ως εισηγητές πολιτευμάτων παρά μόνο το Λυκούργο και το Σόλωνα, για τη Σπάρτη και την Αθήνα αντίστοιχα. Βλ. Αριστ., Πολ., Β, 12736 , 32-34: «καί τούτων, οἱ μέν νόμων ἐγένοντο δημιουργοί μόνον, οἱ δέ και πολιτείας, oov καί Λυκούργος καί Σόλων οὗτοι γάρ και νόμους καί πολιτείας κατέστησαν.» Ο Κλεισθένης λοιπόν δεν είναι παρά απλός νομοθέτης- επανέφερε καθολοκληρία τη νομοθεσία του Σόλωνα, που στα κύρια σημεία της είχε παραμείνει σεβαστή και από τους Πεισιστρατίδες. Ο μόνος, ίσως, νεοτερισμός του Κλεισθένη ήταν η κατάργηση των τεσσάρων αρχαίων φυλών και η αντικατάστασή τους με δέκα. Αυτή η απλή μεταρρύθμιση, και ο τρόπος με τον οποίο έγινε, σημάδεψε καίρια το μέλλον της Αθήνας, χωρίς όμως να αλλάξει την ουσία της πολιτείας. Απλώς την έκανε πιο σαφή και πιο έντονη. Από την άλλη μεριά ο Κλεισθένης φαίνεται πως ηγήθηκε στην πρεσβεία η οποία στάλθηκε στο βασιλιά των Περσών, για να κλείσουν συμμαχία, από το φόβο των Αθηναίων προς τη Σπάρτη, που υποστήριζε τον Ιππία. Στην Περσία όμως τους ζητήθηκε να δώσουν «γῆν καί ὕδωρ», για να κατισχύσει η συμμαχία. Αυτό σήμανε το τέλος της πολιτικής σταδιοδρομίας του Αλκμεωνίδη, γιατί βέβαια οι Αθηναίοι δεν έστεργαν να γλιτώσουν από τη δουλεία των τυράννων για να την αντικαταστήσουν με τη δουλεία των Περσών. Όλα αυτά είναι αρκετά σαφή στον Ηρόδοτο, Ε, 73 και 90-93. Πώς λοιπόν να μην αγνοηθεί ο Κλεισθένης, παρά τη σημαντική του προσφορά στο αθηναϊκό πολίτευμα; 
[3] Κοσμικό: Με το επίθετο αυτό ο συγγραφέας επισημαίνει μια τάση ανεξαρτητοποίησης του αθηναϊκού πλήθους απέναντι στη θρησκεία. Αυτή όμως η τάση παρατηρείται ήδη από τον καιρό του Σόλωνα, που κατέκρινε τη γέ του θεάτρου σε βάρος της διονυσιακής λατρείας (Πλούτ., Σόλ., XXIX, 6-7) Με τη θεμελίωση της δημοκρατίας ο δήμος των Αθηναίων έγινε η κύρια όχι η μόνη - πηγή εξουσίας. Έτσι η δύναμη του ιερατείου, που στον αρ ελληνικό χώρο, ιδιαίτερα, δεν ήταν ποτέ ενιαίο - γι’ αυτό και δεν είχ σημερινή δύναμη -, οπισθοχώρησε κι άλλο. Αν ο σημερινός θεός και οι c του πάθαιναν στο θέατρο αυτό που πάθαιναν οι αρχαίοι θεοί στο αρχαίο θέατρο, η χριστιανική εκκλησία θα αντιδρούσε πολύ πιο έντονα απ’ ό,τα ι αντέδρασε με την προβολή του «Τελευταίου Πειρασμού» του Καζαντζάκη. 
[4] Οι εκατό δήμοι ήσαν άνισοι ως προς την έκταση αλλά ίσοι ως προς τον αριθμό των πολιτών και ως προς την οικονομική εμβέλεια- διαφορετικά δε θα μπορούσαν να έχουν τον ίδιο πολιτικό ρόλο (όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο R. Cohen), που ήταν και ο ακρογωνιαίος λίθος του πολιτεύματος. Η αριθμητική ισότητα των δήμων είναι εμφανέστατη από το γεγονός ότι οι βουλευτές και οι φρουροί κληρώνονταν κατά δήμο (Αριστ., Αθ. Πολιτ., LXII, 1). Τι ισότητα θα υπήρχε, αν δεν έστελναν όλοι οι δήμοι από πέντε βουλευτές κάθε χρόνο στη Βουλή των Πεντακοσίων; Κι αν δεν ήσαν ισοπληθείς περίπου οι δήμοι, πώς θα τηρούνταν η επιταγή του δημοκρατικού πολιτεύματος να γίνεται κανείς βουλευτής μια χρονιά στη ζωή του, με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις; Στο Μαραθώνα πολέμησαν 9000 Αθηναίοι (Κορνήλ. Νέπως, Μιλτ., 5, I)· 90 από κάθε δήμο. Ποιος δήμος θα δεχόταν να στείλει 100 οπλίτες, για να στείλει άλλος δήμος 80; Μπορούμε να φαντασθούμε την γκρίνια του δήμου που θα αισθανόταν αδικημένος. Ο δήμος αντικατάστησε τη ναυκραρία (Αριστ., Αθ. Πολιτ., XXI, 5) και κάθε ναυκραρία ήταν υποχρεωμένη να δίνει μια τριήρη και δύο ιππείς (Πολύδ., Η, 109). Κάτι ανάλογο θα έγινε και με τους δήμους, γι' αυτό οι αθηναϊκές τριήρεις ήσαν πολλαπλάσιο του εκατό στους Μηδικούς Πολέμους τουλάχιστο, που η Αθήνα είχε εκστρατεύσει με όλο της το στρατό. 
[5] Ενιαία μάζα: Την έννοια αυτή ο αναγνώστης θα πρέπει να την έχει πάντα στο νου του. Κόμματα, συντεχνίες, συνδικάτα, καθώς και κάθε είδος ομαδοποίησης, νόμιμης ή παράνομης, που βρίσκουμε στις κατοπινές κ σύγχρονες κοινωνίες, είναι ουσιαστικά άγνωστα στον αρχαίο ελληνικό χώρο λόγω του δημοκρατικού πολιτεύματος, που δεν είναι μόνο αττικό εύρημα και προνόμιο. Η οποιαδήποτε ομαδοποίηση αφετηρία της έχει τη με κάθε δυσαρέσκεια και καταπίεση κάποιου συνόλου ανθρώπων μέσα σε μια kc και την αδυναμία του συνόλου αυτού να πάρει το λόγο μέσα στην κοινωνία για να υποστηρίξει την άποψή του, να βρει το δίκιο του. Στην αρχαία Αθήνα κάθε άτομο μπορούσε να υποστηρίξει τη γνώμη του είτε ως εκκλησιαστής, δηλ. μέλος της εκκλησίας του Δήμου, είτε ως δικαστής, είτε ως βουλευτής. Αυτή είναι η μοναδικότητα του αθηναϊκού πολιτεύματος. 
[6] Η προσπάθεια να αποδοθεί στον Πυθαγόρα το πέρασμα από το δωδεκαδικό μετρικό σύστημα στο δεκαδικό, δεν ευσταθεί κι ούτε μπορεί να γίνε πως ο ολιγαρχικός και διωγμένος από τον Τάραντα εξαιτίας των ολίγα του ιδεών Σάμιος σοφός θα είχε επίδραση σημαντική στον ελληνικό όπου γενικά η κλήρωση και η δημοκρατία είχαν σαφώς το προβάδισμα. Η ρήση «Ἀπό κυάμων χεῖρας ἔχεσθαι», που αποδίδεται στον Πυθαγόρα, δε σημαίνει τίποτε άλλο από το να μη δέχεται κανείς τη δημοκρατία, μια και κύριο χαρακτηριστικό της ήταν το κληρωτό της καθοριστικής πλειοψηφίας των αρχόντων και ο κύαμος, το κουκί, ήταν ο κατεξοχήν κλήρος· πρβλ. Αριστ., Πολ., Δ, 12946, 8, και Αριστ., Αθ. Πολιτ., VIII, 1. Όσο για τα μετρικά συστήματα, τέσσερα είναι που χρησιμοποιεί κυρίως η ανθρωπότητα. Την πρωτοκαθεδρία την έχει το δεκαδικό, γιατί απλούστατα έχουμε δέκα δάχτυλα. Το εφταδικό οφείλεται στο ότι με γυμνό μάτι βλέπουμε στον ουρανό εφτά μεγάλα αστέρια που θεωρούνταν πλανήτες και έχουν δώσει το όνομά τους στις ημέρες της εβδομάδας. Το δωδεκαδικό οφείλεται στις δώδεκα περίπου περιστροφές της σελήνης γύρω από τη γη (354 μέρες) κατά τη διάρκεια της περιστροφής της γης γύρω από τον ήλιο (365 μέρες και 6 ώρες περίπου). Γι' αυτό και θεωρήθηκε πρόσφορο για τον υπολογισμό του κύκλου και του ενιαυτού, που θεωρείται κι αυτός κύκλος. Τέταρτο είναι το δυαδικό· το χρησιμοποιεί η πληροφορική και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές· το πρωτο- χρησιμοποίησαν οι Κινέζοι, πρβλ. Wion, Frida: Les symboles de la Chine. Ed. Le courrier du livre. 
[7] Σεληνιακό έτος: Σ’ αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης τα λέει διαφορετικά: «Βουλή δε κληροῦται φ΄, ν΄ ἀπό φυλῆς ἑκάστης. Πρυτανεύει δ’ ἐν μέρει τῶν φυλῶν ἑκάστη καθ’ ὅ,τι ἄν λάχωσιν, αἱ μέν πρῶται τέτταρες ἕξ και λ΄ ἡμέρας ἑκάστη, αἱ δε στ’ αἱ ὕστεραι ε΄ και λ’ ημέρας ἕκάστη· κατά σελήνην γάρ ἄγουσιν τόν ἐνιαυτόν.» Αριστ., Αθ. Πολιτ., XLIII 2. (Και κληρώνεται βουλή πεντακοσίων, πενήντα από κάθε φυλή. Και πρυτανεύει με τη σειρά της καθεμιά από τις φυλές, όπως βγει ο λαχνός, οι πρώτες τέσσερις τριάντα έξι μέρες- καθεμιά, ενώ οι υπόλοιπες έξι, τριάντα πέντε μέρες καθεμιά· γιατί έχουν το χρόνο κατά τη σελήνη.) Με βάση το εδάφιο αυτό και σε συνδυασμό με τα εδάφια Α, 32, και Β, 4, του Ηροδότου, μπορούμε να συναγάγουμε τα ακόλουθα σχετικά με το αττικό ημερολόγιο: Το έτος στην Αττική είχε πότε 354 μέρες και πότε 376 εναλλακτικά. Στην πρώτη περίπτωση οι πρώτες 4 πρυτανείες διαρκούσαν 36 μέρες, ενώ οι 6 ακόλουθες 35. Στη δεύτερη περίπτωση οι 4 πρώτες φυλές πρυτάνευαν, δηλ. κυβερνούσαν, για 37 μέρες, ενώ οι 6 ακόλουθες για 38. Κι επειδή η κλήρωση τα καθόριζε όλα αυτά, διαφωνίες δε θα υπήρχαν. Όσο για την άποψη του συγγραφέα πως ο Κλεισθένης προσπάθησε να αποσείσει τη «βαριά κηδεμονία» των Ολύμπιων θεών, αυτό δεν είναι προι νές. Ο πολυθεϊσμός ποτέ δεν ήταν καταπιεστικός, γιατί ακριβώς η φύση της πολυθεΐας δεν είναι ποτέ δυνατό να θεσπίσει κάποιο δόγμα και κάποιο θρησκευτικό κατεστημένο. .  
[8] Τη στρατηγία τη βρίσκουμε στην Αθήνα από τον καιρό του Δράκοντα και μάλιστα με την ίδια αντιστοιχία (ένας στρατηγός κατά φυλή)· μόνο που στρατηγοί ήσαν τότε τέσσερις, γιατί και οι φυλές ήταν τέσσερις: «τούτους δ΄ ἔδει διεγγυᾶν τούς πρυτάνεις καί τούς στρατηγούς καί τούς ἱππάρχους τούς ἔνους μέχρι εὐθυνῶν, ἐγγυητάς δ΄ ἐκ τοῦ αὐτοῦ τέλους δεχομένους οὗπερ οἱ στρατηγοί καί οἱ ἵππαρχοι Αριστ., Αθ. Πολιτ., IV, 2. (Γι’ αυτούς, δηλ. τους νέους στρατηγούς και ιππάρχους, έπρεπε να μεσεγγυώνται μέχρι την ευθυνοδοσία τους οι πρυτάνεις, οι στρατηγοί και οι ίππαρχοι της προηγούμενης γενιάς, οι οποίοι δεχόντουσαν ως εγγυητές τέσσερις πολίτες από την ίδια ακριβώς φορολογική κλίμακα, από την οποία ήσαν οι στρατηγοί και οι ίππαρχοι.) Γιατί θα ήσαν τέσσερις οι εγγυητές, αν δεν ήσαν τέσσερις και οι στρατηγοί οι ίππαρχοι, όπως και οι φυλές; (Αριστ., Αθ. Πολιτ., VIII, 3: «Φυλαί δ΄ ἦσαν τέτταρες καθάπερ πρότερον και φυλοβασιλεῖς τέτταρες.») 
[9] Κλήρωσης και εκλογής: Οι στρατηγοί ήταν από τα ελάχιστα αξιώματα, στα οποία οι πολίτες αναδείχνονταν μόνο με εκλογές. Η αθηναϊκή δημοκρατία είχε ως βασικό τρόπο ανάδειξης των αξιωματούχων της την κλήρωση, όπως άλλωστε το επισημαίνει και ο συγγραφέας. 
[10] Πρβλ. τη φυγή του Κάιν μετά το φόνο του Άβελ. 
a Από ένα πολύ πρόσφατο ταξίδι αποκόμισα την εντύπωση πως οι αμερικανικές ανασκαφές στην αγορά της Αθήνας θα τροποποιήσουν χωρίς αμφιβολία βαθιά τις αντιλήψεις μας σχετικά με τον οστρακισμό. Τα αποτελέσματα, σταοποία έφθασαν οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι, όσο ατελή κι αν είναι μέχρι τώρα, θα μας υποβάλουν χωρίς αμφιβολία από τώρα και στο εξής μεγαλύτερη ακόμα σύνεση στις κρίσεις μας για τους θεσμούς της Αθήνας.  
[11] Πρβλ. σημ. 7. 
[12] Η στρατιωτική θητεία ήταν καθήκον κυρίως των τριών πλούσιων τάξεων, των πεντακοσιομεδίμνων, των ιππέων και των ζευγιτών, οι οποίοι, εκτός από το βάρος της φορολογίας - οι θήτες ήταν αφορολόγητοι, ατελείς -, έφερναν και το βάρος του πολέμου, γιατί μόνο αυτοί είχαν την οικονομική ευρωστία να παραγγέλνουν και να έχουν πλήρη οπλισμό ώστε να υπηρετούν ως οπλίτες, που ήταν και το βασικό μάχιμο σώμα του ελληνικού στρατού. Οι θήτες πολεμούσαν ως ψιλοί, δηλ. ελαφριά οπλισμένοι. Έτσι στο Μαραθώνα βρίσκουμε 9000 οπλίτες Αθηναίους (βλ. σημ. 69) από τους 10800, που αριθμούσαν οι τρεις φορολογούμενες πλούσιες τάξεις· βλ. Αριστ., Αθ. Πολιτ., αποσπάσματα του πρώτου μέρους (που έχει χαθεί) αριθ. 3 και 4. Το σύνολο των Αθηναίων πολιτών στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. ήταν 30000, βλ. Ηρόδ., Ε, 97, 2. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας πρέπει να κυμαίνονταν ανάμεσα στους 36000 και 40000, γιατί πολέμησαν με όλο τους το στρατό και διέθεταν 200 τριήρεις καθεμιά είχε συνολικό πλήρωμα 200 πολίτες, όχι βέβαια ξένους, ίσως ούτε μέτοικους, μια και ακόμα δεν υπήρχαν πολλοί μέτοικοι στην Αθήνα, κ χρήματα που έδωσε ο Άρειος Πάγος (Αριστ., Αθ. Πολιτ., XXIII, I) Θεμιστοκλής (Πλούτ., Θεμ., X, 6-7), στους πολίτες τα έδωσε, στους θήτες βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. Πάντως οι ίδιοι οι Αθηναίοι γέμισα τριήρεις, γιατί δάνεισαν 20 στους Ερετριείς· γι’ αυτό και ο αριθμός 36000 
[13] Η έννοια της φυλής, της ράτσας, της κοινής καταγωγής, δεν ήταν έντονη στον Αθηναίο και γενικά στον Έλληνα όσο η έννοια της παιδείας που υπερείχε λόγω βέβαια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτό είναι εμφανές στον «Επιτάφιο» του Περικλή, ενώ αργότερα ο Ισοκράτης θα δηλώσει τελείως κατηγορηματικά πως η ελληνικότητα δεν είναι τόσο ζήτημα φύσης, καταγωγής, όσο ζήτημα παιδείας: «... καί τό τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν (ἡ πόλις ἡμῶν —ἡ Ἀθήνα δηλαδή) μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλά τῆς διανοίας δοκεῖν εῖναι, καί μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τούς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἤ τούς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.» Ισοκρ., Πανηγυρ., 50· (... κα κάνει (η πόλη μας, η Αθήνα), ώστε το όνομα «Έλληνες» να μη φαίνεται πως σημαίνει την καταγωγή αλλά τη νοοτροπία και περισσότερο να ονομάζονται Έλληνες όσοι συμμετέχουν στη δική μας παίδευση παρά στην κοινή καταγωγή.) Η δική μας παίδευση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η γενική παιδεία, η πολιτική παιδεία κυρίως, που πρόσφερε η Αθήνα στην αγορά της, στην Πνύκα της, στο θέατρό της, στα γυμναστήριά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου