Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ - Ὕμνος εἰς Δῆλον (4.100-4.159)

ἀλλ᾽ ὅτ᾽ Ἀχαιιάδες μιν ἀπηρνήσαντο πόληες
ἐρχομένην, Ἑλίκη τε Ποσειδάωνος ἑταίρη
Βοῦρά τε Δεξαμενοῖο βοόστασις Οἰκιάδαο,
ἄψ δ᾽ ἐπὶ Θεσσαλίην πόδας ἔτρεπε, φεῦγε δ᾽ Ἄναυρος
καὶ μεγάλη Λάρισα καὶ αἱ Χειρωνίδες ἄκραι·
105 φεῦγε δὲ καὶ Πηνειὸς ἑλισσόμενος διὰ Τεμπέων.
Ἥρη, σοὶ δ᾽ ἔτι τῆμος ἀνηλεὲς ἦτορ ἔκειτο·
οὐδὲ κατεκλάσθης τε καὶ ᾤκτισας, ἡνίκα πήχεις
ἀμφοτέρους ὀρέγουσα μάτην ἐφθέγξατο τοῖα·
«Νύμφαι Θεσσαλίδες, ποταμοῦ γένος, εἴπατε πατρί
110 κοιμῆσαι μέγα χεῦμα· περιπλέξασθε γενείῳ,
λισσόμεναι τὰ Ζηνὸς ἐν ὕδατι τέκνα τεκέσθαι.
Πηνειὲ Φθιῶτα, τί νῦν ἀνέμοισιν ἐρίζεις;
ὦ πάτερ, οὐ μὴν ἵππον ἀέθλιον ἀμφιβέβηκας.
ἦ ῥά τοι ὧδ᾽ αἰεὶ ταχινοὶ πόδες, ἢ ἐπ᾽ ἐμεῖο
115 μοῦνοι ἐλαφρίζουσι, πεποίησαι δὲ πέτεσθαι
σήμερον ἐξαπίνης; ὁ δ᾽ ἀνήκοος. ὦ ἐμὸν ἄχθος,
ποῖ σε φέρω; μέλεοι γὰρ ἀπειρήκασι τένοντες.
Πήλιον, ὦ Φιλύρης νυμφήιον, ἀλλὰ σὺ μεῖνον,
μεῖνον, ἐπεὶ καὶ θῆρες ἐν οὔρεσι πολλάκι σεῖο
120 ὠμοτόκους ὠδῖνας ἀπηρείσαντο λέαιναι.»
τὴν δ᾽ ἄρα καὶ Πηνειὸς ἀμείβετο δάκρυα λείβων·
«Λητοῖ, Ἀναγκαίη μεγάλη θεός· οὐ γὰρ ἔγωγε,
πότνια, σὰς ὠδῖνας ἀναίνομαι· οἶδα καὶ ἄλλας
λουσαμένας ἀπ᾽ ἐμεῖο λεχωίδας· ἀλλά μοι Ἥρη
125 δαψιλὲς ἠπείλησεν· ἀπαύγασαι οἷος ἔφεδρος
οὔρεος ἐξ ὑπάτου σκοπιὴν ἔχει, ὅς κέ με ῥεῖα
βυσσόθεν ἐξερύσειε. τί μήσομαι; ἦ ἀπολέσθαι
ἡδύ τί τοι Πηνειόν; ἴτω πεπρωμένον ἦμαρ·
τλήσομαι εἵνεκα σεῖο, καὶ εἰ μέλλοιμι ῥοάων
130 διψαλέην ἄμπωτιν ἔχων αἰώνιον ἔρρειν,
καὶ μόνος ἐν ποταμοῖσιν ἀτιμότατος καλέεσθαι.
ἠνίδ᾽ ἐγώ· τί περισσά; κάλει μόνον Εἰλήθυιαν.»
εἶπε, καὶ ἠρώησε μέγαν ῥόον· ἀλλά οἱ Ἄρης
Παγγαίου προθέλυμνα καρήατα μέλλεν ἀείρας
135 ἐμβαλέειν δίνῃσιν, ἀποκρύψαι δὲ ῥέεθρα·
ὑψόθε δ᾽ ἐσμαράγησε καὶ ἀσπίδα τύψεν ἀκωκῇ
δούρατος· ἣ δ᾽ ἐλέλιξεν ἐνόπλιον· ἔτρεμε δ᾽ Ὄσσης
οὔρεα καὶ πεδίον Κραννώνιον αἵ τε δυσαεῖς
ἐσχατιαὶ Πίνδοιο, φόβῳ δ᾽ ὠρχήσατο πᾶσα
140 Θεσσαλίη· τοῖος γὰρ ἀπ᾽ ἀσπίδος ἔβραμεν ἦχος.
ὡς δ᾽ ὁπότ᾽ Αἰτναίου ὄρεος πυρὶ τυφομένοιο
σείονται μυχὰ πάντα, κατουδαίοιο γίγαντος
εἰς ἑτέρην Βριαρῆος ἐπωμίδα κινυμένοιο,
θερμάστραι τε βρέμουσιν ὑφ᾽ Ἡφαίστοιο πυράγρης
145 ἔργα θ᾽ ὁμοῦ, δεινὸν δὲ πυρίκμητοί τε λέβητες
καὶ τρίποδες πίπτοντες ἐπ᾽ ἀλλήλοις ἰαχεῦσι·
τῆμος ἔγεντ᾽ ἄραβος σάκεος τόσος εὐκύκλοιο.
Πηνειὸς δ᾽ οὐκ αὖτις ἐχάζετο, μίμνε δ᾽ ὁμοίως
καρτερὸς ὡς τὰ πρῶτα, θοὰς δ᾽ ἐστήσατο δίνας,
150 εἰσόκε οἱ Κοιηὶς ἐκέκλετο· «σῴζεο χαίρων,
σῴζεο· μὴ σύ γ᾽ ἐμεῖο πάθῃς κακὸν εἵνεκα τῆσδε
ἀντ᾽ ἐλεημοσύνης, χάριτος δέ τοι ἔσσετ᾽ ἀμοιβή.»
ἦ καὶ πολλὰ πάροιθεν ἐπεὶ κάμεν, ἔστιχε νήσους
εἰναλίας· αἳ δ᾽ οὔ μιν ἐπερχομένην ἐδέχοντο,
155 οὐ λιπαρὸν νήεσσιν Ἐχινάδες ὅρμον ἔχουσαι,
οὐδ᾽ ἥτις Κέρκυρα φιλοξεινωτάτη ἄλλων,
Ἶρις ἐπεὶ πάσῃσιν ἐφ᾽ ὑψηλοῖο Μίμαντος
σπερχομένη μάλα δεινὸν ἀπέτραπεν· αἳ δ᾽ ὑπ᾽ ὀμοκλῆς
πανσυδίῃ φοβέοντο κατὰ ῥόον ἥντινα τέτμοι.

***
Μα όταν και οι Αχαϊκές πόλεις αρνήθηκαν να τη δεχτούν
καθώς τη βλέπαν να ᾽ρχεται, η Ελίκη η συντρόφισσα του Ποσειδώνακαι η Βούρα, όπου τα βουστάσια του Δεξαμενού, του γιου του Οικιάδη,το δρόμο ξαναπήρε για τη Θεσσαλία. Μα ο Άναυρος απομακρύνθηκεκαι η μεγάλη Λάρισα και οι Χειρωνίδες βράχοι,105κι ο Πηνειός που ελίσσεται στα Τέμπη.Ήρα, η καρδιά σου ακόμα (κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά) απόμεινε ανελέητη.Ούτε συγκινήθηκες, ούτε λυπήθηκες όταν (η Λητώ)τα δυο χέρια σηκώνοντας, τούτα τα μάταια είπε:«Νύμφες Θεσσαλές, γεννήματα του ποταμού, πέστε στον πατέρα σας110να λιγοστέψει το ισχυρό του ρεύμα· πιάστε τα γένια τουικετεύοντας να γεννηθούν του Δία τα τέκνα στα ύδατά του.Πηνειέ Φθιωτικέ, τώρα με τους ανέμους γιατί ερίζεις;Πατέρα, κι όμως δεν ιππεύεις έναν ίππο αγώνων.Τα πόδια σου είναι πάντα τόσο γρήγορα, ή είναι για μένα115που γίναν τόσο ελαφρά, κι ομοιάζει να πετούνεσήμερα τόσο ξαφνικά; Μα είναι κουφός. Του σώματός μου βάροςπού να σε μεταφέρω; Των μελών μου οι τένοντες ανήμποροι.Πήλιο, της Φιλύρας νυμφοθάλαμε, εσύ τουλάχιστο μη φεύγεις,μείνε, αφού θηράματα πολλές φορές στα όρη σου,120και λέαινες ακόμα τοκετό δοκίμασαν σκληρό».Της αποκρίθηκε ο Πηνειός δάκρυα χύνοντας:«Λητώ, η Ανάγκη είναι μια θεά μεγάλη. Εγώ, σεβάσμια,τις ωδίνες σου δεν περιφρονώ. Το ξέρω, κι άλλεςλεχώνες στα νερά μου έχουν λουστεί. Όμως η Ήρα125μ᾽ απείλησε βαριά. Κοίταξε το φρουρόπου επιβλέπει απ᾽ το βουνό ψηλά· εύκολα θα μπορούσενα με ξεράνει απ᾽ το βυθό. Σαν τί να κάνω; Ή αν χανότανεο Πηνειός θα ᾽ταν ευχάριστο; (Μα αν εδώ επιμένεις να γεννήσεις) η πεπρωμένη ας έρθει ώρα.Για χάρη σου θ᾽ αποτολμήσω, κι όταν ακόμα μέλλεται η ροή μου130να ξεραθεί και για παντοτινά ν᾽ αφανιστώ,και μόνος στα ποτάμια ανάμεσα ν᾽ αποκαλούμαι ντροπιασμένος.Εδώ είμαι εγώ. Τί θέλεις τα περίσσια; Κάλεσε μόνο την Ειλείθυια».Αυτά είπε και σταμάτησε τη δυνατή ροή του. Μα ο Άρηςτου Παγγαίου σύρριζα τ᾽ ακρόκορφα αποσπώντας, έμελλε135στου ποταμού το ρεύμα να τα ρίξει, αποκρύβοντας τη ρείθρα.Από τα ύψη βροντολάλησε και την ασπίδα με τη μύτη χτύπησετου δόρατος, που ωσάν χορός πολεμικός αντήχησε. Και τρέμανε της Όσσαςτα όρη, η πεδιάδα της Κραννώνας και οι άγριεςκορφές της Πίνδου, κι απ᾽ το φόβο χόρεψεν ακέρια140η Θεσσαλία. Ήχος τόσο δυνατός βγήκεν απ᾽ την ασπίδα!Καθώς όταν του όρους Αίτνα μαίνεται η φωτιάκαι σειούνται όλα τα σπήλαια και ο θαμμένος γίγανταςγυρίζει ο Βριάρεος, από το ένα το πλευρό στο άλλο,και τρέμουν τα καμίνια κάτω απ᾽ την τσιμπίδα του Ηφαίστου145κι όλα τα έργα (στο σιδηρουργείο) και κατά τρόπο φοβερό τα δουλεμένα στη φωτιά λεβέτιακαι οι τρίποδες, το ένα πάνω στ᾽ άλλο πέφτοντας βροντολογούν,τόσο τρανός ακούστηκεν ο θόρυβος της ωραιόκυκλης ασπίδας.Μα δεν υποχωρούσε ο Πηνειός κι όμοια παρέμεινεσταθερός, καθώς και πρώτα, συγκρατώντας των νερών του την ορμή,150ώσπου του Κοίου τού είπε η θυγατέρα: «Χαίροντας κοίτα να σωθείς,φυλάξου το κακό μην πάθεις για λογαριασμό μουαπό την ευσπλαχνία που μου δείχνεις· όμως θ᾽ αμειφθεί ετούτη η χάρη σου».Είπεν αυτά, κι αφού απ᾽ τις προσπάθειες απόκαμε, τράβηξε κατά τα νησιάτης θάλασσας. Μα και αυτά, καθώς ερχόταν, δεν τη δέχονταν,155ούτε οι Εχινάδες με τους όρμους τους ασφαλισμένους,ούτε η Κέρκυρα η πιο φιλόξενη από τ᾽ άλλα,γιατί η Ίρις όλα, απ᾽ την κορφή του Μίμανταμε απειλές μεγάλες τα απέτρεπε. Και τρομαγμένα όλαέφευγαν μ᾽ όλη τους τη δύναμη προς τη ροή της θάλασσας, ως τα πλησίαζε (η Λητώ).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου