Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (887-938)

Αποτέλεσμα εικόνας για edipo rey y yocastaΘΗ. τίς ποθ᾽ ἡ βοή; τί τοὖργον; ἐκ τίνος φόβου ποτὲ
βουθυτοῦντά μ᾽ ἀμφὶ βωμὸν ἔσχετ᾽ ἐναλίῳ θεῷ
τοῦδ᾽ ἐπιστάτῃ Κολωνοῦ; λέξαθ᾽, ὡς εἰδῶ τὸ πᾶν,
890 οὗ χάριν δεῦρ᾽ ᾖξα θᾶσσον ἢ καθ᾽ ἡδονὴν ποδός.
ΟΙ. ὦ φίλτατ᾽, ἔγνων γὰρ τὸ προσφώνημά σου,
πέπονθα δεινὰ τοῦδ᾽ ὑπ᾽ ἀνδρὸς ἀρτίως.
ΘΗ. τὰ ποῖα ταῦτα; τίς δ᾽ ὁ πημήνας; λέγε.
ΟΙ. Κρέων ὅδ᾽ ὃν δέδορκας οἴχεται τέκνων
895 ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα.
ΘΗ. πῶς εἶπας; ΟΙ. οἷά περ πέπονθ᾽ ἀκήκοας.
ΘΗ. οὔκουν τις ὡς τάχιστα προσπόλων μολὼν
πρὸς τούσδε βωμοὺς πάντ᾽ ἀναγκάσει λεὼν
ἄνιππον ἱππότην τε θυμάτων ἄπο
900 σπεύδειν ἀπὸ ῥυτῆρος, ἔνθα δίστομοι
μάλιστα συμβάλλουσιν ἐμπόρων ὁδοί,
ὡς μὴ παρέλθωσ᾽ αἱ κόραι, γέλως δ᾽ ἐγὼ
ξένῳ γένωμαι τῷδε, χειρωθεὶς βίᾳ;
ἴθ᾽, ὡς ἄνωγα, σὺν τάχει. τοῦτον δ᾽ ἐγώ,
905 εἰ μὲν δι᾽ ὀργῆς ἧκον ἧς ὅδ᾽ ἄξιος,
ἄτρωτον οὐ μεθῆκ᾽ ἂν ἐξ ἐμῆς χερός·
νῦν δ᾽ οὕσπερ αὐτὸς τοὺς νόμους εἰσῆλθ᾽ ἔχων,
τούτοισι κοὐκ ἄλλοισιν ἁρμοσθήσεται.
οὐ γάρ ποτ᾽ ἔξει τῆσδε τῆς χώρας, πρὶν ἂν
910 κείνας ἐναργεῖς δεῦρό μοι στήσῃς ἄγων·
ἐπεὶ δέδρακας οὔτ᾽ ἐμοῦ κατάξια
οὔθ᾽ ὧν πέφυκας αὐτὸς οὔτε σῆς χθονός,
ὅστις δίκαι᾽ ἀσκοῦσαν εἰσελθὼν πόλιν
κἄνευ νόμου κραίνουσαν οὐδέν, εἶτ᾽ ἀφεὶς
915 τὰ τῆσδε τῆς γῆς κύρι᾽ ὧδ᾽ ἐπεισπεσὼν
ἄγεις θ᾽ ἃ χρῄζεις καὶ παρίστασαι βίᾳ·
καί μοι πόλιν κένανδρον ἢ δούλην τινὰ
ἔδοξας εἶναι, κἄμ᾽ ἴσον τῷ μηδενί.
καίτοι σε Θῆβαί γ᾽ οὐκ ἐπαίδευσαν κακόν·
920 οὐ γὰρ φιλοῦσιν ἄνδρας ἐκδίκους τρέφειν,
οὐδ᾽ ἄν σ᾽ ἐπαινέσειαν, εἰ πυθοίατο
συλῶντα τἀμὰ καὶ τὰ τῶν θεῶν, βίᾳ
ἄγοντα φωτῶν ἀθλίων ἱκτήρια.
οὔκουν ἔγωγ᾽ ἄν, σῆς ἐπεμβαίνων χθονός,
925 οὐδ᾽ εἰ τὰ πάντων εἶχον ἐνδικώτατα,
ἄνευ γε τοῦ κραίνοντος, ὅστις ἦν, χθονὸς
οὔθ᾽ εἷλκον οὔτ᾽ ἂν ἦγον, ἀλλ᾽ ἠπιστάμην
ξένον παρ᾽ ἀστοῖς ὡς διαιτᾶσθαι χρεών.
σὺ δ᾽ ἀξίαν οὐκ οὖσαν αἰσχύνεις πόλιν
930 τὴν αὐτὸς αὐτοῦ, καί σ᾽ ὁ πληθύων χρόνος
γέρονθ᾽ ὁμοῦ τίθησι καὶ τοῦ νοῦ κενόν.
εἶπον μὲν οὖν καὶ πρόσθεν, ἐννέπω δὲ νῦν,
τὰς παῖδας ὡς τάχιστα δεῦρ᾽ ἄγειν τινά,
εἰ μὴ μέτοικος τῆσδε τῆς χώρας θέλεις
935 εἶναι βίᾳ τε κοὐχ ἑκών· καὶ ταῦτά σοι
τῷ νῷ θ᾽ ὁμοίως κἀπὸ τῆς γλώσσης λέγω.
ΧΟ. ὁρᾷς ἵν᾽ ἥκεις, ὦ ξέν᾽; ὡς ἀφ᾽ ὧν μὲν εἶ
φαίνῃ δίκαιος, δρῶν δ᾽ ἐφευρίσκῃ κακά.

***
ΘΗ. Τί ταραχή κι αυτή; Ποιός φόβος σας μ᾽ ανάγκασεμπρος στον βωμό του ενάλιου Ποσειδώνα, θεούπροστάτη μας στον Κολωνό, να κόψω τη θυσία στη μέση;Πείτε να μάθω πώς και τί μ᾽ έφερε εδώ πιο γρήγορα890απ᾽ ό,τι ανέχονται τα πόδια μου.ΟΙ. Φίλε ακριβέ, απ᾽ τη φωνή σου σ᾽ αναγνώρισα·έπαθα πάθη φοβερά πριν από λίγο, απ᾽ αυτόν.ΘΗ. Ποιά; ποιός σ᾽ έχει βλάψει; Μίλησε.895ΟΙ. Ο Κρέων που τον βλέπεις, πήρε τα δυο στηρίγματά μου.ΘΗ. Πώς είπες;ΟΙ. Άκουσες ακριβώς τα πάθη μου.ΘΗ. Κάποιος ακόλουθος αμέσως να τρέξει στους βωμούς,τον κόσμο όλο ν᾽ αναγκάσει, έφιππους και πεζούς,900αφήνοντας τα σφάγια, να σπεύσουν μ᾽ αχαλίνωτα άλογαστο σταυροδρόμι, εκεί που σμίγουν οι δυο δρόμοι,όπου οι διαβάτες πάνε κι έρχονται.Να μην αφήσουν να προσπεράσουν οι δυο κόρες,και γίνω εγώ περίγελος σ᾽ αυτόν τον ξένο, αν θα φανώυποχείριος της βίας του.Τράβα, λοιπόν, άκου την προσταγή μου, φύγε.905Όσο γι᾽ αυτόν, αν την οργή μου άφηνα προσώρας να ξεσπάσει,άτρωτος απ᾽ τα χέρια μου δεν θα ᾽βγαινε.Προς το παρόν, αφού στην πόλη εισέβαλε με νόμουςαλλοπρόσαλλους, μ᾽ αυτούς, κι όχι με άλλους, θα κριθεί.Το λέω κι άκουσε· δεν πρόκειται να βγεις από τη χώρα αυτή,910προτού να φέρεις πίσω τις δυο κόρες, εδώ μπροστάστα μάτια όλων μας. Γιατί επιχείρησες πράξεις ανάξιεςσ᾽ εμένα, στους γονείς που σ᾽ έσπειραν, στην ίδια σου τη χώρα.Που καταπάτησες μια πόλη, όπου το δίκιο βασιλεύεικαι τίποτε παράνομο δεν γίνεται. Όμως εσύ,915περιφρονώντας τις αρχές του τόπου, όρμησες πάνω τηςκι αυθαίρετα άρπαξες ό,τι σου αρέσει, μόνο και μόνογια να γίνει το δικό σου.Πίστεψες μήπως πως στην πόλη μας λείπουν οι άντρες;υπόδουλη την έχεις; κι εμένα με περνάς για τίποτα;Όμως η Θήβα δεν σ᾽ ανάθρεψε κακόν, δεν συνηθίζουν920οι Θηβαίοι άδικους άντρες ν᾽ ανατρέφουν. Κι αν τώραμάθαιναν πως σπίλωσες το δίκιο μου και των θεών τα θέσφατα,πως θέλησες ν᾽ αρπάξεις δύστυχους ικέτες,σίγουρα δεν θα σε παινούσαν.Εγώ στη χώρα σου ποτέ δεν θα πατούσα,925ακόμη κι αν όλο το δίκιο είχα με το μέρος μου,δίχως του βασιλιά της τη συναίνεση, όποιος κι αν ήταν,δεν θα ᾽σερνα κάποιον μαζί μου με τη βία, έχοντας γνώσητου πώς πρέπει ο ξένος να συμπεριφέρεται σε ξένη πόλη.Όμως εσύ ντροπιάζεις, ανάξιά της,930την ίδια σου την πόλη, οπότε τα πολλά σου χρόνιασε κάνουν γέρο κι άμυαλο συνάμα.Το δήλωσα και πριν, το λέω και τώρα·κάποιος να πάει να φέρει το ταχύτερο εδώ τις κόρες,αλλιώς θα γίνεις μέτοικος αυτής της πόλης με το στανιό,935δίχως τη συγκατάθεσή σου. Τέλος, να ξέρεις, αυτά που λέωτα εννοώ.ΧΟ. Το βλέπεις, ξένε, ξέπεσες χαμηλά. Κι αν η καταγωγή σουδίκαιο σ᾽ έδειξε, οι πράξεις σ᾽ αποδείχνουν άδικο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου