Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Η πλάνη της θρησκείας


Με αφορμή τα γεγονότα βίας που σημειώνονται διαρκώς ανά τον κόσμο και τα οποία παραπέμπουν σε έναν εξωφρενικό φονταμενταλισμό, κρίνεται σκόπιμο να ερευνήσει κανείς βαθύτερα τη χρησιμότητα της θρησκείας και στο κατά πόσο είναι είς θέση να αποτελέσει τον πυρήνα ενός κώδικα πανανθρώπινης ηθικής.

Ως γνωστόν, η θρησκεία συνιστά ένα σύνολο πεποιθήσεων δογματικού και αναπόδεικτου χαρακτήρος με θεμελιώδη αφετηρία την αποδοχή ενός μεσσία και συνεπαγωγικά την πίστη σε ένα αφηρημένο και υπεράνθρωπο ον, το οποίο συχνά προσδιορίζεται ως Θεός. Το σύνολο αυτών των πεποιθήσεων προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και επιβάλλεται με τρόπο αβασάνιστο. Ουδεμία λογική διαδικασία λαμβάνει τόπο και κάθε μορφή περαιτέρω αξιολογήσεως, μερικής ή ολικής, συχνά καταδικάζεται ως βλάσφημη.

Συνεπώς, η θρησκεία είναι επιβεβλημένη και προσδιορίζει τη λειτουργία της κοινωνίας και τον τρόπο ζωής και σκέψεως των μελών που την απαρτίζουν. Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο αυτός ο τρόπος σκέψεως είναι συμβατός με τη δημοκρατία, την ελευθεροστομία και την ίδια την εξελικτική πορεία των ανθρώπων. Παραλλήλως, θα πρέπει να εξετάσουμε ενδελεχώς γιατί η θρησκεία θα πρέπει να θεωρείται ως ένα ανυπέρβλητο κοινωνικό τοτέμ και ακόμη για ποιό λόγο θα πρέπει να αποτελεί διαχρονική αναλλοίωτη ταυτότητα ενός έθνους.


Συνεπώς, πρόκειται για μία εικασία η οποία έχει εμπεδωθεί βαθιά στο μυαλό των ανθρώπων λόγω του φόβου για το τι μέλλει γενέσθαι μετά θάνατον. Επίσης, η πίστη στο Θεό ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι άνθρωποι αποτελούν μέρος του Σύμπαντος, επομένως είναι ανέφικτο να πετύχουν την πλήρη γνώση.

Και όσο η γνώση δεν είναι δυνατό να μεγιστοποιηθεί και οι άνθρωποι να γνωρίσουν την απόλυτη αλήθεια, συνήθως προβαίνουν σε αφαιρετικές διαδικασίες ερμηνείας του περιβάλλοντος.

Ο Θεός διευκολύνει σημαντικά αυτή τη διαδικασία μιας και εντελώς αξιωματικά λύνει πολλά γνωστικά αδιέξοδα. Βάσει αυτών των δεδομένων, η πίστη στο Θεό καθίσταται ως μία ατομική επιλογή που δεν εδραιώνεται στην αλήθεια, αλλά αποκλειστικά στο βαθμό παρερμηνείας ή πλάνης του ίδιου του ατόμου και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί με βάση τη λογική. Επίσης, πρακτικά δε θα πρέπει να έχει την παραμικρή επίδραση στη λειτουργία της κοινωνίας, είναι πλήρως αποσχισμένη από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη και σε καμία περίπτωση δε μπορεί να αποτελεί έννομη υποχρέωση.

Ακόμη, η πίστη στο Θεό δε σχετίζεται αποκλειστικά με το εκάστοτε κοινωνικό μόρφωμα στο οποίο εμφανίζεται. Οι ρίζες της προέρχονται από το αλαργινό παρελθόν και, επομένως, οι διαδοχικοί μετασχηματισμοί των κοινωνιών σε συγκερασμό με την παράλληλη διεύρυνση της γνώσεως την καθιστούν σαθρή. Ωστόσο, ένα σύνολο αναπόδεικτων ατομικών ιδεοληψιών και προϊδεασμών μετουσιώθηκαν από άστατο αμάλγαμα σε συμπαγή θρησκευτική ιδεολογία μιας και ήταν κοινές ως προς ένα κρίσιμο πληθυσμιακό μέγεθος.

Μέσω ιστορικών διαδικασιών κληροδοτήθηκαν και στις επερχόμενες γενιές και όχι αναιμωτί, μιας και στο όνομα αυτών κηρύχθηκαν αιματοβαμμένοι πόλεμοι. Επίσης, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στον πλουτισμό όλων εκείνων που τις καπηλεύτηκαν με σκοπό να κατακτήσουν άλλους λαούς και πρώτες ύλες. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε πως η θρησκεία εξελίχθηκε σταδιακά σε μία παγκόσμια οικονομική προπαγάνδα, η οποία έχει ως τροφοδοτικό και αναπαραγωγικό στοιχείο το φόβο.

Σε κάθε περίπτωση, η διατήρηση της θρησκείας και τα όσα συνεπάγεται αυτή είναι συγγραμμικά ως προς μία σκοταδιστική κατεύθυνση διότι διατηρούν τον ανθρώπινο νου υποδουλωμένο σε δογματικές και αμαυρόβιες παραδοχές, οι οποίες δεν ανέχονται την παραμικρή τροποποίηση. Κάτι τέτοιο αντιστρατεύεται τους φυσικούς νόμους και την ίδια την επιστήμη, μιάς και για να είναι κάτι τεκμηριωμένο θα πρέπει προηγουμένως να έχει υποβληθεί σε κάποια διαδικασία διαψεύσεως.

Επίσης ειρκτοποίηση της ανθρώπινης σκέψεως καθιστά ανεκχώρητη την προσαρμογή της στη φυσική διαδικασία εξελίξεως. Την αποτρέπει από το να αποκτήσει πρόσβαση στο πεδίο της οντολογικής αληθείας και την καθιστά ανίκανη να αλληλεπιδράσει με σκέψεις άλλων ανθρώπων διαφορετικού διανοητικού διαμετρήματος και εμπειριών και κυρίως να πτυχθεί πολυδιάστατα.

Από ψυχολογικής και ανθρωπολογικής οπτικής γωνίας, η μη αυτόβουλη ακαμψία της αντιλήψεως επηρεάζει δυσμενώς το υποκείμενο με τόσο βάρβαρο τρόπο, ο οποίος εκκολάπτει την ανεξέλεγκτη βία ως έκχυμα της αλλοφροσύνης. Η υιοθέτηση δογματικών απόψεων που δεν προέρχονται από ατομικά βιώματα και δεν είναι απόσταγμα ούτε καν πνευματικών ενδοσκοπήσεων, συνήθως, διαμορφώνουν ένα νέο τύπο ανθρώπου, τον οποίο αποκαλώ »διχοτομημένο». Κυριαρχούν δύο εαυτοί, οι οποίοι είναι προσκείμενοι στον έλεγχο δύο δυνάμεων διαφορετικού προσήμου. Αντιμάχονται μεταξύ δύο μορφών ηθικής, οι οποίες έχουν διαφορετική πηγή και απρόβλεπτες επιπτώσεις στη ζωή.

Συχνά,αυτές οι δυνάμεις παράγουν ενοχικά συναισθήματα, κοινωνική απομόνωση, φόβο και αδερκή υποταγή σε φαντασιακούς δικαστές των ανθρωπίνων επιθυμιών. Ακόμη, οι ίδιες οι φυσικές ροπές του ανθρώπου εκμαγειώνονται σύμφωνα με τις επιταγές των προγόνων και μάλιστα χωρίς να έχει προηγηθεί αμοιβαία διαδικασία μεταβιβάσεως.

Εντός αυτών των πλαισίων τοποθετούνται τα σπάργανα για την οικοδόμηση μίας νέας ηθικής, η οποία αποστασιοποιείται από τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ουσιαστικές και συλλογικές του ανάγκες και εξυπηρετεί ένα δυνάστη, ο οποίος χειροτονήθηκε από την ανθρώπινη φαντασία. Τελικά, ο πιστός υποτάσσεται στο αποκύημα αυτής της φαντασίας. Η ελεύθερη βούληση ακυρώνεται από τον ίδιο του τον εαυτό .Η ζωή του προσδιορίζεται σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά του φαντασιακού του »θύτη» και οι πράξεις του αποσκοπούν στο να ικανοποιήσουν το θέλημά του. Το αντάλλαγμα θα είναι μία μεταθανάτια ευνοϊκή μεταχείριση, μία δίκαιη κρίση ή κάποιες απολαβές που διαφοροποιούνται ανάλογα με τη θρησκεία και τα χαρακτηριστικά του Θεού.

Κάθε εχέφρων άνθρωπος μπορεί να καταλήξει στο ότι η διαδικασία της πίστεως είναι ένα διανοητικό παίγνιο του οποίου οι κανόνες τίθενται από τον ίδιο το φορέα της πίστεως, δεν φέρουν πραγματική υπόσταση και ουσιαστικά διαμορφώνουν έναν παράλληλο φανταστικό κόσμο. Το πρόβλημα εντείνεται όταν παράγονται συγκρουσιακές συνθήκες .και κάτι τέτοιο συμβαίνει διόλου σπάνια.

Ο φανταστικός κόσμος των θρησκευόμενων αντιδιαστέλλεται τον πραγματικό και τότε ξεπηδά ο θρησκευτικός θεμελιωτισμός. Οι άνθρωποι υφίστανται παράκρουση διότι εκτιμούν ότι βάλλεται η ψευδαισθησιακή γυάλα στην οποία είναι οικειοθελώς εγκλωβισμένοι και τότε μετέρχονται κάθε μέσο, θεμιτό ή μη, για να προασπιστούν τη φρενοβλάβειά τους. Η προάσπιση αυτή εμπεριέχει σημαντικά ευρήματα βίας μιάς και πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους δρουν ενστικτωδώς. Η λογική τους έχει υποθηκευτεί στα κελεύσματα του δυνάστη που εκείνοι έπλασαν για να άρχονται.

Βέβαια, μία τέτοια συλλογιστική ,όσο και αν ακούγεται εξωπραγματική, καταλήγει στο συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι δεν διάκεινται θετικά απέναντι στην ελευθερία. Οι άνθρωποι επιλέγουν να περιστείλουν την ελευθερία τους, είτε γιατί φοβούνται να την διαχειριστούν είτε διότι δε διαθέτουν εκείνα τα απαιτούμενα γνωστικά διαθέσιμα για να αξιολογήσουν την πραγματικότητα. Η τρομακτική φιγούρα της ελευθερίας τους ωθεί στο να είναι υπηρέτες στο θεογόνο τέκνο της φαντασίας.

Το αποκορύφωμα της θρησκευτικής παραφροσύνης αντανακλάται στα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στο βωμό της. Στις πιο ακραίες θρησκείες, οι οποίες αποτελούν και το πιό ζοφερό »φέουδο» του γηίνου πολιτισμού, η ζωή δεν έχει την παραμικρή σημασία και η αφαίρεσή της είναι σύννομη της θεϊκής εντολής.

Αυτό που θα πρέπει να διασαφηνίσουμε είναι στο κατά πόσο τελικά η θρησκευτική πίστη εξυπηρετεί την κοινωνία μας. Γενικά, τείνει να επικρατεί το ανεπέρειστο επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η θρησκεία αποτελεί δομικό στοιχείο μίας κοινωνίας και προσδιοριστικό παράγοντα της εθνολογικής ταυτότητας. Βεβαίως, μία τέτοια άποψη θα πρέπει να απορριφθεί μιάς και τουλάχιστον το ελληνικό έθνος έχει ιστορία πολύ προγενέστερη από την εποχή που ιδρύθηκε ο Χριστιανισμός, επομένως για καθαρά ιστορικούς λόγους δε μπορεί να αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο.

Φυσικά, παρόμοιες τοποθετήσεις μπορούν να γίνουν και για τη σχέση των άλλων θρησκειών με τα αντίστοιχα έθνη που τις ασπάζονται, ωστόσο είναι ανώφελο να αναλωθούμε σε κάτι τέτοιο.

Αν υποθέσουμε πως η θρησκεία έχει ηθικοκεντρική διάσταση και αποσκοπεί στη βελτιστοποίηση του πνευματικού και ηθικού βίου των ανθρώπων, η ίδια η πραγματικότητα αρνείται κραυγαλέα μία τέτοια υπόθεση. Η ύπαρξη της θρησκείας δεν έχει βελτιώσει καθόλου το βίο των ανθρώπων. Αντιθέτως, έχει επιφέρει διχασμό, βία, μίση, πάθη, ειδεχθή εγκλήματα, διαστροφή, υποταγή σε φρεναπατηλές οντότητες, ιδεολογική οπισθοδρόμηση, ευρύτερη αμβλυδέρκεια, χρόνια ψυχολογικά συμπλέγματα, διαταραχή των ανθρωπίνων σχέσεων, ανολβία και σε μερικές περιπτώσεις έχει λειτουργήσει σαν καταλύτης στη διόγκωση σωβινιστικών συμπεριφορών.

Συνεπώς, για ποιό λόγο να υπάρχει η θρησκεία και αν εξακολουθήσει να υπάρχει, γιατί θα πρέπει να αποτελεί ένα ακαθυπερτέρητο τοτέμ; Γιατί θα πρέπει κάποιος που γεννιέται να τιτλοφορείται ως »δούλος του Θεού» και εμμέσως να του επιβάλλεται η πίστη σε κάτι που ο ίδιος δεν επέλεξε; Φυσικά, ο προσηλυτισμός συμβαίνει σε μία ηλικία που το θύμα δε μπορεί να αντιδράσει μέσα από την κολυμβήθρα και αν αντιδράσει όταν μεγαλώσει, είναι πιθανό να υποστεί την κοινωνική κατακραυγή των υπολοίπων »ραγιάδων».

Οπότε, καταλήγει να είναι δούλος, να μη μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα, οι επιλογές του να είναι προκαθορισμένες και τελικά να καταλήγει ανελεύθερος σε μία δήθεν δημοκρατική κοινωνία.

Εν κατακλείδι, τολμώ να υποστηρίξω πως η θρησκεία δεν εξυπηρετεί κανένα εξελικτικό σκοπό. Αντιθέτως, αποτρέπει τον άνθρωπο από το να αναρριχηθεί στην κλίμακα της αληθείας.

Ο άνθρωπος θα πρέπει να υπακούει σε μία πανανθρώπινη ηθική εφαρμοσμένη στην πράξη της αλληλεγγύης, του αλληλοσεβασμού και της φιλαλλοδοξίας. Μέσω αυτής της ηθικής καταργούνται τα σύνορα, οι φυλετικές διακρίσεις, οι άνθρωποι συσπειρώνονται και έτσι μπορούν να πορευτούν προς μία νέα, ενοποιημένη και δημιουργική κοινωνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου