Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Τρόμος Κενού (Horror Vacui)


Λέμε συχνά μια κοινοτοπία: «Η φύση αποστρέφεται το κενό». Αυτή η ρήση τελικά έχει δικαιωθεί επιστημονικά, μέσα από πολλές ανατροπές της και μπορεί να προαναγγέλλει ή ένα τέλμα, αν το κενό δεν καλυφθεί όπως πρέπει, ή κάτι καινούργιο, καλό ή κακό που θα έλθει νομοτελειακά.

Δεν θα μπω στον πειρασμό να την αντιστοιχήσω με τη σημερινή πολιτική μας κατάσταση η οποία παρουσιάζει προφανή κενά.
Νομίζω όμως πως αξίζει να τη δούμε ιστορικά, γιατί κρύβει μια μεγάλη και διαχρονική φιλοσοφική, θεολογική και επιστημονική συζήτηση, που ξεκίνησε στην ελληνική αρχαιότητα και φτάνει στο σήμερα.
Ο Πλάτωνας απέκλειε την ύπαρξη κενού αφού γι’ αυτόν τα πράγματα είναι υλοποίηση ενός απόμακρου ιδεώδους, και δεν μπορούσε να φανταστεί το ιδεατό πρότυπο του κενού. Ο Αριστοτέλης, γνώριζε τους ατομικούς φιλοσόφους και συμφωνούσε σε πολλά με αυτούς («Περί γενέσεως και φθοράς») και στήριξε τις θέσεις του για το κενό ορθολογικά.
Βασική γραμμή της αριστοτέλειας φυσικής είναι η άρνηση οποιασδήποτε ύπαρξης κενού, στην αντίληψη μιας παγκόσμιας «πληρότητας» και μιας απέχθειας της Φύσης προς αυτό. Διατυπώθηκε στο τέταρτο βιβλίο των «Φυσικών».
Το να υπάρχει κενό θεωρήθηκε παράλογο, με μια σειρά συλλογισμών που κατέληγαν πως το Σύμπαν είναι ένας γεμάτος και περιορισμένος χώρος. Το κενό θα ρουφήξει αμέσως ότι το περιβάλλει. Αυτό δημιούργησε στους μελετητές του ένα φόβο. Το λεγόμενο «Τρόμο κενού» διάσημο ως «Horror vacui».
Η εξέλιξη αυτών των σκέψεων οδηγούσε μοιραία στη θέση πως τα υλικά σώματα μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα σε χώρο όπου υπάρχει ήδη ύλη, άρα τίποτα δεν μπορεί να δημιουργηθεί μέσα στην ανυπαρξία και επομένως η ύλη είναι αιώνια.
Η σκέψη του Έλληνα φιλόσοφου ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στον ύστερο Μεσαίωνα, έχοντας διεισδύσει στη Δύση μέσω της αραβικής επίδρασης (Αβερρόης) και της ιουδαϊκής φιλοσοφίας (Μαϊμωνίδης) του 12ου αι., κυρίως χάριν της προσπάθειας του ιερέα φιλόσοφου και θεολόγου Θωμά Ακινάτη (13ος αι.) να συμβιβάσει την Πίστη με τη Λογική.
Εδώ όμως αρχίζει η σύγκρουση με την Εκκλησία, μια σύγκρουση που υπέβοσκε και σε άλλα σημεία της αριστοτελικής σκέψης. Η «αιωνιότητα της ύλης» και του κόσμου είναι προφανώς αντίθετη με τη χριστιανική θέση πως δημιουργήθηκαν από το Θεό.
Αλλά και αυτή η άρνηση της ύπαρξης του κενού ήταν άρνηση της παντοδυναμίας του Δημιουργού να κατασκευάσει όποτε θέλει όσους κόσμους θέλει, από το τίποτα. Οι Δημιουργιστές αντέτειναν πως ο Θεός κατασκεύασε τις τρεις διαστάσεις του χώρου ταυτόχρονα με την ύλη κι έτσι πριν την ύλη δεν υπήρχε ούτε το κενό.
Αλλά και η κεντρική αριστοτελική άποψη για το ότι το «Πρώτο Κινούν» είναι «ακίνητον» και αμετάβλητο εμφάνιζε το Θεό αδύναμο να επέμβει στην λειτουργία του Κόσμου.
Αυτές οι εκκρεμότητες δεν μπορούσαν να μείνουν αναπάντητες από την οργανωμένη Εκκλησία του διαστροφικά εξουσιαστικού ιερατείου, που επενέβαινε παντού, από τη Φιλοσοφία και την Επιστήμη μέχρι τις κρεβατοκάμαρες θέλοντας να ποδηγετεί και να εξουσιάζει τους ανθρώπους.
Πριν το Γαλιλαίο, o oποίος τόλμησε να διαψεύσει τον Αριστοτέλη στο ζήτημα της ελεύθερης πτώσης με το πείραμα του πύργου της Πίζας, (που το τοποθετεί εκεί μόνο ο μαθητής του ο Βικέντιος Βιβιάνι-εικ.2), το είχε κάνει συστηματικότερα ο Ιωάννης ο Φιλόπονος τον 6ο αι., πρώιμα, συστηματικότερα και ακίνδυνα, ο επιστημονικά αξιοπρόσεκτος Μονοφυσίτης υπομνηματιστής του, κινούμενος όμως από θεολογική σκοπιά, αφού έκρινε πως ο Αριστοτέλης δεν άφηνε χώρο για το Θεό, σε σχέση με το κενό, με τον αιθέρα, με τις δυο ‘περιοχές’ του κόσμου, με την κίνηση, με την ‘αντιπερίσταση’ (ο Φιλόπονος αντέταξε πρωτόλεια αυτό που ονομάστηκε ρύμη και μετά ορμή!) κλπ.
(‘A source book in Greek science’, M.R. Cohen-L.E. Drabkin, Harvard Univ. Press, 1958). Αλλά και στον ευρύτερο λογικό ελληνικό, κόσμο, που δεν αναγνώριζε αυθεντίες, δεν είχε μείνει ούτε ο ισχυρισμός του μη κενού αναπάντητος, ούτε σε φιλοσοφικό, ούτε σε επιστημονικό ούτε καν σε ποιητικό επίπεδο. Ενδεικτικά από αυτή τη μεγάλη και πολυδιάστατη συζήτηση (Henning Genz, ‘Nothingness: The Science Of Empty Space’-Basic Books, N.York 1998), να επισημάνω το Λατίνο ποιητή και φιλόσοφο Λουκρήτιο (1ος π.κ.ε. αι.), που υποστηρίζοντας ανάλογη γνώμη του Επίκουρου, έγραψε στην ποιητική του φιλοσοφική πραγματεία ‘De rerum natura’:
«Η φύση ολόκληρη, μόνη της,
από δυο πράγματα φτιάχνεται,
από σώματα και από κενό».
Οι ατομικοί φιλόσοφοι επίσης δεχόντουσαν την ύπαρξη του κενού σαν χώρου χωρίς ύλη. Θα επικεντρώσω όμως εδώ μόνο στις παρενέργειες που προκαλούσε το μη κενό του Αριστοτέλη στη Θεολογία. Οι περιπατητικοί φιλόσοφοι, οι μαθητές του, διατείνονταν πως ο Θεός δεν μπορεί να κινήσει το Σύμπαν με ευθύγραμμη κίνηση γιατί θα έμενε πίσω ένα κενό. Αυτό πήγαινε πάρα πολύ.
Από το 1210 στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού κάτω από την καθοδήγηση του εκάστοτε τοπικού επισκόπου, είχε ξεκινήσει η έκδοση καταδικαστικών αποφάσεων αιρετικών απόψεων και ανάμεσά τους και αριστοτελικών.
Οι καταδίκες του 1277 αποδίδονται σε απαίτηση του ίδιου του πάπα, του Ιωάννη του 21ου, του ενός εκ των δυο Πορτογάλων παπών, του μοναδικού πάπα που σπούδασε Φυσική. Λέγεται πως είχε φοιτήσει στο Παρίσι και πάντως ήταν γνώστης της αριστοτελικής φιλοσοφίας και της Ιατρικής.
Οι καταδίκες αυτές, χωρίς να το θέλουν, επέτρεψαν την απαγκίστρωση από τα απαραβίαστα (λόγω της χρήσης τους από την Εκκλησία) μέχρι τότε όρια των αριστοτελικών θεωριών, και την εξέλιξη της Επιστήμης.
Ο εμπνευστής τους, επίσκοπος των Παρισίων Στέφανος Tempier της Ορλεάνης, στην προσπάθειά του να κατοχυρώσει την παντοδυναμία του Θεού, πήρε σβάρνα μια σειρά «αιρετικών» απόψεων, την αριστοτελική αιωνιότητα, την ανυπαρξία κενού κλπ.
Η Εκκλησία έπεσε μόνη της στην παγίδα να αποδοκιμάσει μια αυθεντία 16 αιώνων, σπάζοντας ένα ταμπού και ανοίγοντας έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνει, το δρόμο σε κάθε αμφισβήτηση (Jason Gooch -2006. “The Effects of the Condemnation of 1277,” The Hilltop Review: Vol. 2).
Ο Αριστοτέλης δεν ήταν δογματικός σαν την Εκκλησία, είχε αναπτύξει μια σειρά λογικών επιχειρημάτων σχετικά με το κενό, η Εκκλησία δεν είχε ανάγκη αποδείξεων έχει τη θεία φώτιση.
Ο Αριστοτέλης δεν ήταν επιστήμονας, με τη σημερινή έννοια του όρου. Ήταν φιλόσοφος, καταγραφέας και παρατηρητής. Δεν είχε συλλάβει ούτε την ιδέα του πειράματος. Το να κάνει λάθη ήταν αναπόφευκτο, αλλά αυτό βέβαια δεν τον καθιστούσε ανόητο ή αναξιόπιστο.
Η αλήθεια είναι πως η Εκκλησία δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, έπρεπε για να σωθεί το Δόγμα, να αποδοκιμάσει ένα από τα εργαλεία του. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Απλά θα έπρεπε αυτό που έκανε με τον Αριστοτέλη να το έχει κάνει έγκαιρα και με τα δικά της, τα δευτερεύοντα τουλάχιστον, Δόγματα και με τους προφανώς απάνθρωπους Κανόνες της σαρκικής «Ηθικής» της, που δεν υπάρχουν ούτε στα Ευαγγέλια.
Τώρα είναι εγκλωβισμένη και αιχμάλωτη μέσα σε ένα στείρο σύστημα, περίκλειστο από το αλάθητο των παπών και των «οικουμενικών» Συνόδων της Ανατολής και από τη θεοπνευστία που τάχα την καθοδηγεί.
Τώρα αναγκάζεται να εξευτελίζεται με διάφορες περίτεχνες διπλωματικές αναδιπλώσεις, όπως έχει κάνει με την κίνηση της Γης, με τη θεωρία του Δαρβίνου και με την πρόσφατη τοποθέτηση του πάπα Φραγκίσκου για την ομοφυλοφιλία, ύστερα από την παγκόσμια κατακραυγή κατά του ιερατικού εθίμου της παιδεραστίας.
Αν όμως στη Δύση υπάρχει η ευελιξία του ενός πάπα, είναι σχεδόν αδύνατον να βρεθεί τρόπος να το κάνει, όσο κι αν ο κόσμος προοδεύει, και η Ανατολική Εκκλησία των «ερμαφρόδιτων» επισκόπων, που εκφράζουν κραυγαλέα ρατσιστικές απόψεις κόντρα στην ίδια τους τη φύση, την οποία αναπαράγουν μέσα από τη στρατολόγηση φτωχόπαιδων στα σκοτεινά τους ιδρύματα.
Αν για την Επιστήμη κάθε αναθεώρηση είναι μια νέα νίκη και μια καλοδεχούμενη εξέλιξή της, για την Εκκλησία είναι ένα ανυπόφορο Βατερλώ του μύθου της κατοχής της μίας και μοναδικής Αλήθειας.
Ο Όθων φον Γκέρικε (Otto von Guericke), ( 1602 –1686), ήταν Γερμανός φυσικός και πολιτικός, δήμαρχος στο γενέθλιό του Μαγδεμβούργο για 30 χρόνια από το 1646. Ήταν αυτός που διέψευσε τον Αριστοτέλη και θεμελίωσε μια Φυσική του κενού.
Στα 1650, εμπνευστής πολλών εφευρέσεων, ανακάλυψε μια αντλία που μπορούσε να ρουφήξει τον αέρα από κάποιο δοχείο (Εικ.1: 1664, αντλία ‘δεύτερης γενιάς’, εγκαταστημένη στο υπόγειό του που το συνέδεε με το εργαστήριο.
Λίγο μετά τη βελτίωσε και ο Άγγλος R.Boyle, χρησιμοποιώντας την για να αποδείξει πως ο Γαλιλαίος είχε δίκιο όταν διέψευδε με το θρυλούμενο πείραμα της Πίζας τον αναπόδεικτο ισχυρισμό του Αριστοτέλη, πως τάχα τα βαρύτερα σώματα προσεδαφίζονται ταχύτερα στην ελεύθερη πτώση-Εικ.2). Δεν ήταν ο Γερμανός ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα αυτής της εφεύρεσης.
Ο Ήρωνας ο Αλεξανδρέας (1ος μ.κ.ε. αι.), ένας μεγαλοφυής εφευρέτης πολλών εμπνευσμένων μηχανικών κατασκευών, που τις προμήθευε στο αιγυπτιακό ιερατείο ως επικερδείς μηχανουργίες θαυμάτων (!) για να ποδηγετείται το ποίμνιο, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να φτιάξει κάτι παρόμοιο.
Πολιτευόμενος καθώς ήταν ο Γκαίριγκε, δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει μια εντυπωσιακή επίδειξη της δύναμης της ατμοσφαιρικής πίεσης, την οποία είχε ήδη μετρήσει δέκα χρόνια πριν, ο Ιταλός μαθητής του Γαλιλαίου ο πολυτάλαντος Τοριτσέλι, χρησιμοποιώντας υδράργυρο για να την εξισορροπήσει και γνωρίζοντας την εξίσωση της υδροστατικής πίεσης.
Το πείραμα απαθανατίστηκε κάτω από τον τίτλο «Ημισφαίρια του Μαγδεμβούργου» και έγινε δημόσια δυο φορές, το 1654 στο Regensburg μπροστά στον ίδιο τον αυτοκράτορα, με δυο ομάδες από 15 άλογα η καθεμιά να τραβάνε αντίθετα τα δυο κομμάτια του σφαιρικού αερόκενου δοχείου και το 1656 στην πόλη του με συνολικά 12 άλογα.
Τα ημισφαίρια ξεκολλούσαν μόνο αν άνοιγε η βαλβίδα τους και έμπαινε αέρας, ο οποίος εξουδετέρωνε από τα μέσα τη δύναμη της εξωτερικής ατμοσφαιρικής πίεσης των περίπου 100.000 Pascal (από το όνομα του Γάλλου φυσικού, μαθηματικού και φιλόσοφου), δηλαδή 100.000 Nt (‘Νεύτωνες’, η μονάδα μέτρησής της) σε κάθε τετραγωνικό μέτρο (‘Thinking About Nothing, Otto Von Guericke and the Magdeburg Experiments on the Vacuum’, by Thomas E. Conlon-U.K. 2011).
Η πρακτική της επίδειξης μπροστά στο βασιλιά, είναι λογική στις μοναρχίες, αρκεί να σκεφθούμε τον Αρχιμήδη, που υπηρέτησε τον τύραννο των Συρακουσών, τους αδελφούς Μογκολφιέ, που πραγματοποίησαν την αποτυχημένη επιδεικτική δημόσια πρεμιέρα του αερόστατού τους μπροστά στο Λουδοβίκο ΙΣΤ’, το Βόλτα που παρουσίασε στο Ναπολέοντα τη μπαταρία του και για να ενοχλήσω λίγο τους Τουρκοφάγους μας, το Χεζαρφέν Αχμέτ Τσελεμπί, που πέταξε (1630) μπροστά στο Μουράτ τον 4ο, αλλά την έπαθε γιατί δεν υπολόγισε τις αντιδράσεις του ιερατείου.
Το (σχεδόν) κενό μπορεί να δημιουργηθεί, η φύση δεν το αποστρέφεται ούτε το φοβάται, κανείς δεν ρουφιέται μέσα σε αυτό, απλά δέχεται ωθήσεις από τον περιβάλλοντα ρευστό χώρο.
Ήταν η υπογραφή της ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Horror vacui, όχι όμως και της ανυπαρξίας του απόλυτου κενού, γιατί τέτοιο κενό δεν επιτεύχθηκε από το δήμαρχο.
Το αστείο στην υπόθεση είναι πως η σύγχρονη Επιστήμη δικαιώνει κατά κάποιον τρόπο τον Αριστοτέλη. Αποδεικνύεται για πολλοστή φορά πως η Φιλοσοφία μπορεί να προβλέψει το περίγραμμα επιστημονικών αληθειών. Δεν είναι μόνο η έννοια των πεδίων, βαρυτικών, μαγνητικών, ηλεκτρικών, που προϋποθέτουν πως κάτι υπάρχει πάντα ανάμεσα για να μπορούν να ασκούνται από μακριά δυνάμεις, ούτε τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα (φως) που διαδίδονται και σε ότι θεωρούσαμε ως κενό.
Στον κόσμο μας τέλειο κενό δεν υπάρχει ούτε καν στο εξώτερο διάστημα, στο χώρο ανάμεσα σε πλανήτες, πέρα από τις ατμόσφαιρές τους, όπου κυκλοφορούν ακτινοβολίες και πλάσμα υδρογόνου, ήλιο, φωτόνια, ιόντα, ηλεκτρόνια, η χαμηλότερη δυνατή ενέργεια, όλα τόσο πολύπλοκα και ακατάληπτα πλάσματα επιστημονικών υποθέσεων.
Δεν υπάρχει βέβαια η «πληρότητα» του Αριστοτέλη, τη χωρίζει μεγάλη απόσταση από το «κβαντικό (μη) κενό» στο οποίο στοιχειώδη σωματίδια μπορούν ανά πάσαν στιγμή να γεννηθούν αυθόρμητα και στη συνέχεια να απορροφηθούν από αυτό. Απόλυτο κενό όμως δεν υπάρχει, γιατί σε κάθε σημείο του σύμπαντος εξελίσσεται μια αόρατη δραστηριότητα.
Ασφαλώς ανοίγεται ευρύ πεδίο σε κάθε λογής μεταφυσικό τσαρλατάνο να δει το θεό του πίσω από κάθε νέα επιστημονική θεωρία. Έτσι το «σωματίδιο Θεός», έντεχνα μεταβαπτίστηκε στη χώρα μας σε «σωματίδιο του Θεού», μόνο που επειδή κάθε επιστημονική ανακάλυψη εμπεριέχει και το σπέρμα της ανατροπής της από μια άλλη, καλό θα ήταν οι θρησκείες να μην τσαλαβουτούν μέσα στην, ξορκισμένη κάποτε, Επιστήμη, προσπαθώντας να επενδύσουν τους παραλογισμούς τους με το μανδύα της Λογικής.
Όσον αφορά στην Πολιτική, κάθε κενό στο χώρο του δημοκρατικού και κοινωνικού ορθολογισμού, γίνεται επικίνδυνο από τη στιγμή που μπορεί να βαλτώσει ή να το καλύψει ο παραλογισμός και η βαρβαρότητα, που επελαύνουν.
Ο νοών νοείτω.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου